Διεθνή
Βρετανία: “Μπίλιες” το κυβερνητικό κόμμα των Συντηρητικών

Διαδήλωση απεργών σιδηροδρομικών τον Ιούνη. Φωτό: Guy Smallman

 

Την παραίτησή του υπέβαλε την περασμένη Πέμπτη ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον ακολουθώντας ένα νέο μεγάλο κύμα παραιτήσεων υπουργών της κυβέρνησής του. Οι υποψήφιοι αντικαταστάτες του στο Συντηρητικό Κόμμα ήδη έχουν φτάσει τους δέκα ανάμεσά τους πολλοί από τους υπουργούς της κυβέρνησης. Για την εργατική τάξη της Βρετανίας που τις τελευταίες εβδομάδες με τους σιδηροδρομικούς στην πρώτη γραμμή έχει μπει σε απεργιακό αναβρασμό, η κρίση στο κυβερνών κόμμα και η παραίτηση Τζόνσον ήταν μια νίκη.

Στο στρατόπεδο των Συντηρητικών, ήδη, έχουν ξεκινήσει οι διεργασίες προκειμένου να καθοριστεί το χρονοδιάγραμμα της εκλογής του νέου ηγέτη του κόμματος και πρωθυπουργού (τους αμέσως επόμενους μήνες) και το αν ο Τζόνσον θα παραμείνει πρωθυπουργός ωσότου οι εκλογικές διαδικασίες ολοκληρωθούν. Αυτές προβλέπουν συνεχείς ψηφοφορίες στην κοινοβουλευτική ομάδα των Συντηρητικών από τις οποίες θα βγουν οι δύο τελικοί υποψήφιοι τους οποίους στην τελική ψηφοφορία θα κληθούν να ψηφίσουν και τα μέλη του κόμματος.

Aπό τα πάνω...

Η αποκαθήλωση του Τζόνσον έρχεται σαν αποτέλεσμα της εσωκομματικής κρίσης και των εσωτερικών αντιθέσεων που αντιμετωπίζει το κόμμα των Συντηρητικών και γενικότερα η άρχουσα τάξη της Βρετανίας - όχι μόνο πάνω στο τετελεσμένο πλέον Brexit αλλά και σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν την διαχείριση ενός συστήματος που περνάει από την μια κρίση στην άλλη. Την εικόνα της κρίσης «από τα πάνω» αναλύει στην στήλη του στο Socialist Worker o Άλεξ Καλίνικος: 

«Η πτώση του Mπόρις Τζόνσον επιβεβαιώνει τόσο τη δύναμη όσο και την αδυναμία του βρετανικού πολιτικού συστήματος. Είναι ένα σύστημα που επιτρέπει στα κυβερνώντα κόμματα να ξεφορτώνονται σχετικά εύκολα τους ηγέτες που έχουν γίνει βαρίδια. Αλλά από την άλλη, ο Τζόνσον αφήνει πίσω του γκρεμισμένο το κόμμα των Τόρις. 

Για να πραγματοποιήσει το σκληρό Brexit που επιδίωκε η δεξιά των Τόρις, ο Τζόνσον εκκαθάρισε τη φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα του κόμματος. Κέρδισε τις εκλογές το 2019 στοχεύοντας στην υποστήριξη του λεγόμενου “Κόκκινου Τείχους” των πρώην βιομηχανικών και παραδοσιακά Εργατικών περιφερειών της Βόρειας Αγγλίας που το 2016 είχαν ψηφίσει αποχώρηση από την ΕΕ. Οι βουλευτές των Τόρις που κέρδισαν σε αυτές τις εκλογικές περιφέρειες τώρα ζητάνε μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης κόστους ζωής. Οι ψεύτικες υποσχέσεις των Συντηρητικών ότι το δικό τους Brexit θα έφερνε καλύτερες μέρες τινάχτηκαν στον αέρα.

Οι απότομες στροφές των Συντηρητικών έγιναν πιο χαοτικές εξαιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που δημιουργήθηκε από την πανδημία COVID-19. Ως υπουργός Οικονομικών ο Ρίσι Σουνάκ αναγκάστηκε να βάλει προσωρινά στο ράφι το βιβλίο με τους κανόνες του θατσερισμού, αυξάνοντας μαζικά τις δημόσιες δαπάνες για να αποτρέψει την οικονομική κατάρρευση. 

Στο τελευταίο του πακέτο τον Μάιο, και υπό την πίεση του Τζόνσον, διέθεσε σχεδόν 10 δισεκατομμύρια λίρες για επιδοτήσεις για τους φουσκωμένους λογαριασμούς ενέργειας, δαπάνη που χρηματοδοτήθηκε από έναν φόρο στις εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. 

Ξαφνικά το κόμμα της Θάτσερ βρέθηκε να ανεβάζει τη φορολογία. Για την πλειοψηφία των βουλευτών του Συντηρητικού κόμματος αυτό είναι απαράδεκτο: η λύση γι’ αυτούς είναι η μείωση των δημοσίων δαπανών και η συρρίκνωση του κράτους.

Το πρόβλημά τους, όμως, είναι ότι αυτή η ‘λύση’ δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός και στη Βρετανία και παγκόσμια παλεύει με μια ατελείωτη σειρά καταστάσεων ‘έκτακτης ανάγκης’ – οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος, ραγδαία αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας. Αυτή η κατάσταση απαιτεί ένα μεγαλύτερο και ισχυρότερο κράτος, όχι το μικρότερο και πιο αδύναμο που επιθυμούν οι παραδοσιακοί Τόριδες...»

...και από τα κάτω

Η εικόνα των εσωτερικών αντιθέσεων του παραδοσιακού κόμματος της άρχουσας τάξης στην Βρετανία για το πώς αντιμετωπίζουν τις αλεπάλληλες μορφές που παίρνει η κρίση βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με τις διεκδικήσεις των από τα κάτω. Τα τρία περίπου χρόνια που βρέθηκε στην κυβέρνηση ο Τζόνσον ήρθε αντιμέτωπος με το κίνημα στους δρόμους ξανά και ξανά. 

Ο κόσμος διαδήλωνε μαζικά άλλοτε ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης για την κλιματική αλλαγή, άλλοτε ενάντια στα αστυνομικά λοκντάουν στην διάρκεια της καραντίνας, άλλοτε στις διαδηλώσεις των γυναικών ενάντια στις σεξιστικές επιθέσεις. Πρόσφατα, έγιναν κινητοποιήσεις απαγορεύοντας στους μπάτσους να απελάσουν μετανάστες χωρίς χαρτιά από τις γειτονιές τους. Οι κωλοτούμπες του Τζόνσον από την «ανοσία της αγέλης» στην «κοινωνική πολιτική» για την αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν αποτέλεσμα της κινητοποίησης των εργαζομένων στα νοσοκομεία, στα σχολεία, στις σχολές, στους χώρους εργασίας. 

Τις τελευταίες μάλιστα εβδομάδες το από τα κάτω πήρε νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, με την τριήμερη απεργία των σιδηροδρομικών για αυξήσεις να ξεσηκώνει ένα μαζικό κύμα υποστήριξης και αλληλεγγύης που εκφράστηκε όχι μόνο στα γκάλοπ αλλά και στις μαζικές απεργιακές φρουρές. Αλλά και μια διάθεση για κλιμάκωση και άπλωμα των απεργιών με δεκάδες εργατικούς χώρους να στείνουν ο ένας μετά τον άλλον κάλπες και να αποφασίζουν απεργιακές κινητοποιήσεις με αίτημα αυξήσεις στους μισθούς, σύγκρουση με τα αφεντικά, σύγκρουση με την κυβέρνηση. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι μια εβδομάδα πριν την παραίτηση Τζόνσον ένας από τους υπουργούς της κυβέρνησης δήλωνε ανώνυμα στους Financial Times ότι η κυβέρνηση «βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί» για να κρατήσει χαμηλά τις αμοιβές χωρίς να διακινδυνεύει πολλαπλές απεργίες. «Αν κάνουμε λάθος, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε μια de facto γενική απεργία που θα δημιουργήσει περαιτέρω αναταραχή απειλώντας να σταματήσει ολόκληρη την οικονομία». 

Αυτή η απειλή παραμένει ορθάνοιχτή για όλες τις επόμενες εβδομάδες και μήνες που μέσα στο Συντηρητικό Κόμμα θα δίνεται η μάχη της διαδοχής καθώς αυτή δεν πρόκειται να λύσει τα άμεσα προβλήματα και την οργή του κόσμου που μέρα τη μέρα και εβδομάδα την εβδομάδα μεγαλώνουν. Οπως γράφει χαρακτηριστικά στον Spectator η δεξιά αρθρογράφος Κέιτι Μπολς: «Όποιος πιστεύει ότι το τέλος του Τζόνσον θα σημάνει μια πιο αρμονική περίοδο για το Συντηρητικό Κόμμα είναι πιθανό να κάνει λάθος. Η αναμέτρηση για την ηγεσία που ακολουθεί θα είναι άγρια και το έργο που θα έχει να φέρει εις πέρας ο νικητής τρομακτικό». 

«Ο Τζόνσον έφυγε, στο κόμμα των Συντηρητικών υπάρχει εμφύλιος, τα αφεντικά φοβούνται την οργή των εργαζόμενων, ας τους κάνουμε τη ζωή κόλαση» ήταν το κάλεσμα που απεύθυνε η εφημερίδα Socialist Worker:

«Η αποχώρησή του Τζόνσον πρέπει να γίνει έναυσμα για δράση στους δρόμους και στις απεργιακές φρουρές για να διώξουμε συνολικά τους Συντηρητικούς από την κυβέρνηση. Ξέρουμε ότι όποιος ή όποια τον διαδεχτεί, θα συνεχίσει τις επιθέσεις στις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης, θα συνεχίσει να παίζει το χαρτί του ρατσισμού ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Αλλά οι τόρυδες ετοιμάζονται για μια άγρια εσωτερική μάχη διαδοχής και είναι δικό μας έργο να αρπάξουμε την ευκαιρία ενάντια σε ένα αδύναμο και διαιρεμένο κόμμα.

Ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος Στάρμερ δήλωσε ότι “δεν χρειαζόμαστε μια αλλαγή στην ηγεσία των Τόρις αλλά μια σωστή αλλαγή κυβέρνησης”. Θα περίμενε κανείς να μεταφράζεται αυτό σε κλιμάκωση των απεργιών και των αγώνων για να φύγει η κυβέρνηση. Όμως αυτό δεν συμβαίνει. 

Η πολιτική του Στάρμερ δεν είναι να ξεσηκώσει την εργατική τάξη, αλλά να παρουσιάσει τον εαυτό του στα αφεντικά ως την επόμενη “υπεύθυνη” κυβέρνηση που θα αναλάβει την διαχείριση των συμφερόντων των μεγάλων επιχειρήσεων. Όπως όλο το προηγούμενο διάστημα, κύριο μέλημά του δεν ήταν η αντιπολίτευση στον Τζόνσον αλλά πώς θα τσακίσει την αριστερή αντιπολίτευση και κάθε ριζοσπαστισμό στο εσωτερικό του Εργατικού Κόμματος.

Στην πράξη, η ρητορική του Στάρμερ περί εκλογών ασκεί πίεση στις συνδικαλιστικές ηγεσίες να κλείσουν την απεργιακή δράση των εργαζομένων, εν αναμονή της επόμενης εκλογικής καμπάνιας. Θα είναι καταστροφικό, αν χαραμίσουμε την επιστροφή της ταξικής πάλης που είδαμε με τις απεργίες των σιδηροδρομικών τον περασμένο μήνα. Χρειάζεται να κλιμακώσουμε τις απεργίες και τις διαδηλώσεις και να οξύνουμε την πολιτική κρίση της κυβέρνησης από τα κάτω».