Τραγελαφική είναι η εικόνα των απολογιών στη δευτεροβάθμια δίκη της Χρυσής Αυγής. Στις 8 και 9 Οκτώβρη (185η και 186η δικάσιμος αντίστοιχα) προσήλθαν μόλις τέσσερις κατηγορούμενοι με αποτέλεσμα το δικαστήριο να διακόπτει πολύ πριν τη λήξη του ωραρίου. Στις 10 Οκτώβρη (187η δικάσιμος) η συνεδρίαση δεν έγινε καν γιατί δεν εμφανίστηκε κανείς. Την Δευτέρα 13 Οκτώβρη (188η δικάσιμος) απολογήθηκαν δύο. Γενικά η κατάσταση όλων, είτε εμφανίζονται είτε όχι, είναι «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Θλιβερή ήταν η Ελένη Ζαρούλια, πρώην βουλευτής και σύζυγος του φύρερ, καταδικασμένη πρωτόδικα για ένταξη στην εγκληματική οργάνωση. Σε όλη τη διάρκεια προσπαθούσε να πείσει ότι ο μόνος λόγος που διώχτηκε ήταν λόγω της συζυγικής της σχέσης με τον Μιχαλολιάκο. Και σε αυτή τη σχέση κατέφευγε σε όλες τις “ζόρικες” ερωτήσεις, είτε αφορούσαν το αν ήταν και η ίδια μέλος στη ΧΑ, είτε ήταν για τα τρία όπλα που είχε παράνομα στην κατοχή του ο Μιχαλολιάκος, είτε είχαν σχέση με το ρατσιστικό, εμπρηστικό και ναζιστικό περιεχόμενο των ομιλιών του.
«Στήριζα τον άντρα μου», έλεγε και ξανάλεγε. Το μόνο που κατάφερνε είναι να παραδέχεται την πλήρη γνώση, αποδοχή και επιδοκιμασία της σε όσα πίστευε και έκανε η εγκληματική οργάνωση και ο αρχηγός της. Και όλα αυτά βέβαια, «όχι σαν σύζυγος, σαν μια αγωνίστρια της Χρυσής Αυγής πάνω από 20 χρόνια», όπως της υπενθυμίστηκε ότι έλεγε σε εκδήλωση της συμμορίας το 2013 ή όταν αποκαλούσε τους μετανάστες «υπανθρώπους» σε ομιλία της στη Βουλή.
Απλά τώρα η “αγωνίστρια” έγινε “η κυρία του κυρίου”. Και με αυτή την ιδιότητα αναπαρήγαγε τα ψέματα ότι για τη δολοφονία Φύσσα ενημερώθηκαν την επόμενη μέρα, αποκήρυξε τη ναζιστική ιδεολογία του κόμματος μιλώντας για «αμπελοφιλοσοφίες» μεταξύ φίλων κάπου/κάπως/κάποτε και απέδωσε τα περί «υπανθρώπων» σε βουλευτική απειρία και ατυχή στιγμή. Χωρίς φυσικά να κρύψει τον ρατσισμό της για τους «λαθρομετανάστες» που ευθύνονται για αρρώστιες και εγκλήματα.
Φαιδρά επιχειρήματα, του τύπου «η θεία μου είναι παντρεμένη με Αιγύπτιο, δεν έχω κανένα θέμα μαζί τους», χρησιμοποίησε ο Μάρκος Ευγενικός, καταδικασμένος πρωτόδικα για την απόπειρα ανθρωποκτονίας του Αιγύπτιου αλιεργάτη Αμπουζίντ Εμπάρακ και για ένταξη στην εγκληματική οργάνωση. Αρνήθηκε, όπως και οι συγκατηγορούμενοί του (Μαρίας και Παπαδόπουλος) που είχαν ήδη απολογηθεί, τη συμμετοχή του στην επίθεση, όπως και οποιαδήποτε σχέση με τη ΧΑ «πέρα από μια ψήφο». Και αυτός απέδωσε την αναγνώρισή του από τα θύματα σε «λάθος» και στη μη σωστή διεξαγωγή της διαδικασίας από την αστυνομία -την ίδια που όπως έχει αποδειχτεί επέτρεψε στον ίδιο και τον πυρηνάρχη Περάματος Πανταζή να αλλάξουν τις μπλούζες της ΧΑ που φορούσαν.
«Μπαλόνια»
Ξέχασε τις πόζες του σε τάγμα εφόδου της οργάνωσης μαζί με Πατέλη και Καζατζόγλου τις οποίες έχει δει το δικαστήριο και ισχυρίστηκε ότι η γνωριμία του με τον Πανταζή ήταν επαγγελματική καθώς δούλευε στο μαγαζί του που είχε να κάνει με βαφτίσεις τα σαββατοκύριακα. Αυτό, είπε, έκαναν και το βράδυ της επίθεσης, φούσκωναν... «μπαλόνια» μέχρι αργά για βάφτιση της επόμενης μέρας. Μία και μόνη διευκρινιστική ερώτηση από τον εφέτη της έδρας για το αν θυμάται την ημέρα της σύλληψής του ήταν αρκετή για να καταρρίψει όλο το αφήγημα. «Η 11/6 προς 12/6 ήταν Δευτέρα προς Τρίτη», είπε ο εφέτης, αφήνοντάς τον άφωνο.
Τις αθώες περιστερές παράστησαν και τα μέλη του τάγματος εφόδου Νίκαιας, Κωνσταντίνος Κορκοβίλης και Νίκος Τσόρβας, καταδικασμένοι πρωτόδικα για συνέργεια στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και για ένταξη στην εγκληματική οργάνωση. Και οι δύο περιέγραψαν μια τοπική που έκανε διανομές τροφίμων, αιμοδοσίες και άλλες αγαθοεργίες, άντε και κάποιες ομιλίες και τελετές μνήμης. Για τις στρατιωτικές εκπαιδεύσεις με όπλα, στις οποίες αναφέρεται ο πρώτος σε τηλεφωνική συνομιλία που έχει ακούσει το δικαστήριο, η απάντησή του ήταν «έχω άδεια, φυλάμε υψηλά πρόσωπα, μητροπολίτες, δημάρχους, είμαι σε υπηρεσία ασφαλείας».
Για το βράδυ της δολοφονίας ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν ανταποκρίθηκε καν στο SMS κάλεσμα, ότι έμεινε σπίτι. Αν η κεραία του τηλεφώνου του τον τοποθετεί αλλού, είναι γιατί βγήκε μόνο για λίγο να πάρει φαγητό. Οι επικοινωνίες με συγκατηγορούμενό του μέσα στη μαύρη νύχτα ήταν για να του δώσει συλλυπητήρια για τον πατέρα του που είχε πεθάνει δυο μήνες πριν και για άλλα άσχετα θέματα. Όσο για τα SMS του τύπου «επιφυλακή», «ετοιμότητα», «εντολή Λαγού» κ.α., που έρχονταν κατά καιρούς, δεν ήταν «υποχρεωτικά».
Ο δεύτερος, που παραδέχτηκε πως ανταποκρίθηκε στο SMS του Πατέλη και ακολούθησε την πομπή με αυτοκίνητο μαζί με τον ξάδερφό του (Αθ. Τσόρβα), έβαλε προκλητικά τα ξύλα και τα κοντάρια που είδε στα χέρια της παρέας του Φύσσα. Και υποστήριξε πώς όταν είδε τις μηχανές ΔΙΑΣ, το αυτοκίνητο του Ρουπακιά «ανάποδα» στο δρόμο και γενικά τη «φασαρία», είπε «Θανάση πάμε να φύγουμε». Στην πραγματικότητα, όμως, ομολόγησε τα πάντα: τη συγκρότηση του τάγματος, την συντεταγμένη πορεία προς το Κοράλι, την οργανωμένη και σχεδιασμένη δράση από την πρώτη μέχρι τη τελευταία στιγμή της δολοφονικής επίθεσης, μέρος της οποίας ήταν και ο ίδιος και ο ξάδερφός του.
«Καραγκιοζιλίκια»
“Μετανοημένος” εμφανίστηκε ο Γεώργιος-Χρήστος Τσακανίκας, μέλος του 5μελούς της τοπικής Νίκαιας, καταδικασμένος πρωτόδικα για ένταξη στην εγκληματική οργάνωση. Ο χρυσαυγίτης που κάποτε υπερηφανευόταν για τα “μπουνίδια” και τα “πέναλτι στα κεφάλια των πακιστανών”, που αρθρογραφούσε στα ναζιστικά έντυπα και που ήταν παρών στην επίθεση στο «Συνεργείο» και στην Πάρο, τώρα ζήτησε συγνώμη για όλα όσα έχει δει και ακούσει το δικαστήριο για τη συμμετοχή και το ρόλο του στη ΧΑ. Προσπαθώντας φυσικά να μειώσει τη σημασία τους: οι στρατωτικές εκπαιδεύσεις, τα όπλα, οι παραλλαγές, οι όρκοι, οι σημαίες των SS, οι αναφορές στην απόλυτη πειθαρχία και ιεραρχία, ήταν όλα, όπως είπε, «λεκτικές υπερβολές», «καραγκιοζιλίκια», «γελοιότατες συμπεριφορές».
Το ίδιο έκανε και σε σχέση με την στενή επικοινωνία του με τον Λαγό μετά τη δολοφονία Φύσσα, έχοντας κεντρική συμβολή στη συγκάλυψη που ακολούθησε, λέγοντας ότι όλα ήταν «λογικά και ανθρώπινα». Από εκεί και πέρα δεν δίστασε να αποδώσει πολλά από τα στοιχεία που βρέθηκαν στον υπολογιστή του στον Πατέλη, να εντάξει στην ομάδα ασφάλειας της τοπικής τον Καζατζόγλου, να επιτεθεί στον Άγγο και τον Μιχάλαρο «που ήταν στο Κοράλι». Και να ανατρέψει, όπως είχε κάνει και πρωτόδικα, τον βασικό ισχυρισμό του Πατέλη και άλλων κατηγορούμενων ότι ο λόγος της κινητοποίησης της τοπικής το βράδυ της δολοφονίας ήταν για να μοιράσουν τρικάκια. «Δεν υπήρχαν τρικάκια», είπε.
Τη γραμμή “δεν ήξερα σε πιο κόμμα έμπαινα” ακολούθησε ο Ευστάθιος Μπούκουρας, πρώην βουλευτής Κορινθίας και καταδικασμένος πρωτόδικα για ένταξη στην εγκληματική οργάνωση. Προσβλέποντας ξεκάθαρα στην προσωπική του διάσωση, σε όλη τη διάρκεια προσπαθούσε να πείσει ότι οι επιθέσεις, οι απειλές και τα επεισόδια, στα οποία εμφανίζεται από υλικό ή μαρτυρίες να πρωτοστατεί, είτε δεν έγιναν, είτε ο δικός του ρόλος ήταν απλά ως βουλευτή -όπως στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών της Κορίνθου, όπου τον συνόδευε η τοπική της Νίκαιας.
Αντίστοιχα, όλα όσα έλεγε τότε, όπως πχ «Έχουμε αρχηγό και τον ακολουθούμε πιστά», «Μας είπαν φασίστες και μαχαιροβγάλτες, όταν βγούμε θα γίνουμε τα πάντα», «Θα ελευθερώσουμε την Ελλάδα όπως τον Αγ. Παντελεήμονα», «Να ξεχάσω την τελευταία κάθοδο των πολεμιστών της Νίκαιας», «Εμείς απαξιώνουμε το κοινοβουλευτικό έργο και θα το κλείσουμε το μαγαζάκι τους», «Ο σκοπός είναι να τους διώξουμε από κει μέσα», «Πρέπει να μάθει ο κόσμος ποια είναι τα παιδιά με τα μαύρα μπλουζάκια», ήταν, όπως είπε σε διαφορετικές στιγμές της απολογίας του, «κόπι πέιστ από ομιλίες του Μιχαλολιάκου», «τσιτάτα», «υπερβολές», «στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών καθηκόντων», «λόγια των επιστημονικών συνεργατών».
Την Τρίτη 14 Οκτώβρη (189η δικάσιμος), την ημέρα της πανεργατικής απεργίας, απολογήθηκαν ακόμα δύο κατηγορούμενοι, οι Μπαρμπαρούσης και Ζησιμόπουλος.
Επόμενες δικάσιμοι
Οκτώβρης: 16, 17, 20, 22, 23, 30, 31.
Νοέμβρης: 5, 7, 10, 11, 13, 14, 17, 19, 20, 21, 24, 26, 27, 28.