Την περασμένη βδομάδα έγινε στη Βουλή, με πρωτοβουλία του Μητσοτάκη, συζήτηση προ ημερησίας διάταξης των πολιτικών αρχηγών για την εξωτερική πολιτική. Για τον Μητσοτάκη ήταν μια ευκαιρία να παραστήσει τον ρεαλιστή πολιτικό, του «προσέρχομαι με διάθεση συγκλίσεων», αλλά που βασικά διαφημίζει τη «στρατηγική σχέση» με το Ισραήλ και τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις, η κοινή συνισταμένη της κριτικής της αντιπολίτευσης ήταν ότι η κυβέρνηση «περνάει κάτω από τον πήχη», αφήνει την Τουρκία να αναβαθμίζεται. Αυτού του είδους η κριτική ήταν βασικό στοιχείο και της τοποθέτησης του γ.γ της Κ.Ε του ΚΚΕ, του Δ. Κουτσούμπα. Για παράδειγμα, ειρωνεύτηκε τον Μητσοτάκη ρωτώντας τον πως νοιώθει που είχε τον ρόλο του ντεκόρ στη συνάντηση του Σαρμ αλ Σέιχ.
Το ΚΚΕ βαδίζει προς το 22ο συνέδριό του. Ήδη έχουν δημοσιευτεί οι «Θέσεις» της Κ.Ε του κόμματος γύρω από τις οποίες θα περιστραφεί ο προσυνεδριακός διάλογος. «ΚΚΕ Δυνατό, σταθερό σε κάθε δοκιμασία, έτοιμο στο κάλεσμα της ιστορίας για το Σοσιαλισμό!» είναι ο τίτλος του κειμένου. Το κόμμα πρέπει να είναι έτοιμο για «ενδεχόμενες απότομες αλλαγές και καμπές της ταξικής πάλης», είναι ο τίτλος μίας υποενότητας του κειμένου. Διάφοροι σχολιαστές ειρωνεύονται την αναφορά στον Σοσιαλισμό και στις απότομες καμπές. Δεν υιοθετούμε αυτές τις ειρωνείες. Το πρόβλημα με το ΚΚΕ είναι ότι η ανάλυση, η στάση του και η στρατηγική του δεν ανταποκρίνονται στο «κάλεσμα της ιστορίας».
Η κριτική περί ενδοτισμού της κυβέρνησης της ΝΔ απέναντι στην Τουρκία είναι χαρακτηριστική. Από τη μια αναφορές στον ανταγωνισμό των δυο αρχουσών τάξεων ακόμα και στην επιθετικότητα της ελληνικής. Από την άλλη, όταν τα πράγματα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα τότε διεκδικήσεις στην Αν. Μεσόγειο έχει μόνο η τουρκική άρχουσα τάξη. Οι ΑΟΖ μετατρέπονται σε «κυριαρχικό δικαίωμα» -ποιου;- που απεμπολείται. Δεν πρόκειται μόνο για ελαττωματική ανάλυση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Η σύγκρουση με την «πολεμική οικονομία», τα θηριώδη εξοπλιστικά προγράμματα που φορτώνονται στις πλάτες μας υπονομεύεται όταν η Αριστερά εγκαλεί την κυβέρνηση γιατί δεν είναι πιο επιθετική στις «εθνικές» διεκδικήσεις.
Μπορεί ο Δ. Κουτσούμπας να δηλώνει στη Βουλή «δεν πρόκειται να πάρουμε τα μάτια μας από τη Γάζα, από την Παλαιστίνη, να ενημερώνουμε να εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας». Αλλά όταν φτάνουμε στην πράξη, τότε είδαμε τον Αύγουστο δυνάμεις του ΚΚΕ να φτάνουν στο σημείο να καταγγέλλουν ως «αντισημιτικές» τις κινητοποιήσεις ενάντια στα κρουαζιερόπλοια των ισραηλινών «τουριστών». Και πριν δυο βδομάδες τις δυνάμεις του στα συνδικάτα να μένουν έξω από την απεργιακή κλιμάκωση της αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη ή και να την κοντράρουν ανοιχτά. Δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Στις απεργίες, στους αγώνες της νεολαίας, οι δυνάμεις του ΚΚΕ είναι διαρκώς οι κήρυκες της «οικονομίας δυνάμεων».
«Αρνητικοί συσχετισμοί»
Μια εξήγηση για αυτή τη στάση είναι η περιβόητη ανάλυση για τους «αρνητικούς συσχετισμούς». Οι πρώτες φράσεις του πρώτου κεφαλαίου των Θέσεων την επαναλαμβάνουν: «παραμένει αρνητικός ο συσχετισμός της ταξικής πάλης παγκόσμια, παρά τα προβλήματα του καπιταλισμού, την όξυνση των αντιθέσεών του». Κι όταν φτάνουμε εδώ, τότε η ανάλυση επαναλαμβάνει το ρεφρέν: αγώνες γίνονται -πχ «οι συγκλονιστικές κινητοποιήσεις για τα Τέμπη»- αλλά δυστυχώς η «ευρύτερη δυσαρέσκεια… παραμένει ρηχή και σε σημαντικό βαθμό περιορισμένη πολιτικά». Και επειδή η δυσαρέσκεια είναι ρηχή «παραμένει το ενδεχόμενο διαμόρφωσης ενός µαζικού ρεφορμιστικού ρεύματος στο άμεσο χρονικό διάστημα».
Υπάρχουν δυο αλληλένδετα προβλήματα με αυτή την ανάλυση. Το πρώτο είναι η υποτίμηση των βημάτων μπροστά, της ριζοσπαστικοποίησης μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Οι κινητοποιήσεις για την Παλαιστίνη πχ, δεν πέσανε από τον ουρανό, ούτε εδώ ούτε διεθνώς. Το δεύτερο είναι ότι σε μια σειρά κομβικά ζητήματα το ΚΚΕ με τις απόψεις και τη στάση του υποχωρεί στις ιδεολογικές και πολιτικές επιθέσεις των κυρίαρχων τάξεων και γι’ αυτό τον λόγο δεν συμβάλλει, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία των Θέσεων, «οι αγώνες… να συνδέονται µε την ταξική αντιπαράθεση, τη ρήξη, την ανατροπή».
Οι ρατσιστικές εκστρατείες, συχνά με αιχμή την ισλαμοφοβία, είναι βασική αιχμή των επιθέσεων των αρχουσών τάξεων. Είναι η συνταγή που προσπαθεί να εφαρμόσει ο Τραμπ στις ΗΠΑ, και παίρνει ως απάντηση ένα συγκλονιστικό κίνημα στην μια αμερικάνικη πόλη μετά την άλλη. Σε διάφορα σημεία των Θέσεων υπάρχουν αναφορές σε τέτοιες επιθέσεις. Δεν υπάρχει αναφορά στο αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα. Κι όταν φτάνουμε στα συγκεκριμένα, δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά στο έγκλημα της Πύλου και στον αγώνα να καταδικαστούν οι ένοχοι. Υπάρχει «προσφυγικό-μεταναστευτικό» θαρρείς και είναι πρόβλημα, δεν υπάρχει η καθαρή θέση «σύνορα ανοιχτά για την προσφυγιά».
«Δικαιωματισμός»
Αντίθετα, στο κείμενο των Θέσεων περισσεύουν οι επιθέσεις στον «δικαιωματισμό» γενικά και «στις θέσεις για άρνηση του βιολογικού φύλου, αποδοχή µόνο του ‘κοινωνικού φύλου’, τη ‘ρευστότητα της ταυτότητας φύλου’» συγκεκριμένα. Σε μια στιγμή που ο Τραμπ και η ακροδεξιά κάνουν σημαία τους την επίθεση στη λεγόμενη «woke ατζέντα» με τους Μητσοτάκηδες και τους Μακρόν να ακολουθούν, είναι καταστροφικό ένα κόμμα της Αριστεράς να τις υιοθετεί ντύνοντάς τις με μαρξιστικό μανδύα της πάλης ενάντια στον… «υποκειμενικό ιδεαλισμό». Είναι ο δρόμος που διάλεξε το κόμμα της Βάγκεκνεχτ στη Γερμανία που θεώρησε ότι θα κερδίσει εκλογικά αν καταγγείλει την πάλη ενάντια στον ρατσισμό και τον σεξισμό ως κάτι ξένο για την εργατική τάξη. Ο ρόλος ενός κόμματος που θεωρεί ότι είναι επαναστατικό είναι να «μαθαίνει» τα πιο πρωτοπόρα και μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης να είναι υπέρμαχοι όλων των καταπιεσμένων. Μόνο ένα τέτοιο εργατικό κίνημα μπορεί να ανταποκριθεί στο «κάλεσμα της ιστορίας».
Το «κάλεσμα» δεν είναι του μέλλοντος, είναι του παρόντος. Όταν σχεδόν 2 εκατομμύρια άνθρωποι βγαίνουν στο δρόμο στη μεγαλύτερη Γενική Απεργία (της 28 Φλεβάρη) τίθεται επί τάπητος το ερώτημα: με ποια αιτήματα και ποιες μορφές οργάνωσης και πάλης μπορεί να βάλει τη σφραγίδα της η εργατική τάξη; Η απάντηση των Θέσεων είναι μια ακόμα επανάληψη των επιθέσεων στα «οπορτουνιστικά» αιτήματα για κρατικοποιήσεις με εργατικό έλεγχο κόντρα στις ιδιωτικοποιήσεις. Όταν καταγγέλλεις σαν «οπορτουνισμό» την οργή της εργατικής τάξης και της νεολαίας που φωνάζει να πέσει η ΝΔ στο «πεζοδρόμιο» και την απεργία, τότε, όσο και να ξορκίζεις το ενδεχόμενο, ανοίγεις διάπλατα τον δρόμο να διαμορφωθεί ένα «ρεφορμιστικό ρεύμα» που θα προβάλλει σαν η «ρεαλιστική» εναλλακτική στα αίσχη της ΝΔ.
Το ΚΚΕ -και σε αυτό το κείμενο των Θέσεων- ισχυρίζεται ότι έχει πλέον βγάλει τα ορθά συμπεράσματα για τα αδιέξοδα της παλιάς στρατηγικής των «σταδίων» που είχε επιβάλλει το ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης από τη δεκαετία του ’30. Στην πραγματικότητα αυτό που έχει αλλάξει είναι η φρασεολογία, όχι η ουσία της στρατηγικής. Ο Σοσιαλισμός παραμένει υπόθεση του μακρινού μέλλοντος όχι μια δυνατότητα ανατροπής που πηγάζει από την κρίση του συστήματος και τους αγώνες στο σήμερα. Και το κριτήριο της ωριμότητας των συσχετισμών, για το «σάλπισμα της εφόδου» (μια ακόμα φράση των Θέσεων) είναι η εκλογική εν τέλει ενίσχυση του κόμματος. Κι όπως έχει δείξει η ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, για τέτοια κόμματα σε όλες τις «απότομες αλλαγές και καμπές της ταξικής πάλης» η ώρα του σαλπίσματος δεν έρχεται ποτέ.
Γι’ αυτό χρειάζεται να δυναμώσουμε την επαναστατική Αριστερά που πιστεύει στις δυνατότητες της τάξης μας σήμερα, και τα «δίνει όλα» για να διαμορφώσει τη δύναμη αυτής της τάξης να επιβάλλει τα δίκια της κόντρα σε ένα σύστημα που σαπίζει, να το ανατρέψει και να απλώσει τη δική της δημοκρατία παντού.