«Είναι ανάγκη να τηρηθούν απαρέγκλιτα τα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας για να μην υπάρξει κίνδυνος οικονομικής αστάθειας… Τα καλύτερα είναι μπροστά μας».
«Αν αποτύχουν τα μέτρα του ‘προγράμματος σταθεροποίησης’ θα χρεοκοπήσουμε. Είναι θυσίες που πρέπει να κάνουμε όλοι μας, μέχρι να ξεπεραστεί η κρίση».
Οι δυο παραπάνω δηλώσεις απέχουν μεταξύ τους ακριβώς 40 χρόνια. Η πρώτη είναι πρόσφατη του Μητσοτάκη τον Σεπτέμβρη 2025, μιλώντας για το 13ωρο και την ακρίβεια. Η δεύτερη είναι του Σημίτη στις 11 Οκτώβρη του 1985, ανακοινώνοντας το πακέτο με τα πρώτα σκληρά αντεργατικά μέτρα της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Και οι δυο δηλώσεις επικαλούνται τη «σταθερότητα» και τις «θυσίες» που πρέπει να κάνει η εργατική τάξη. Και οι δυο διαβεβαιώνουν ότι αν καθίσουμε στ’ αυγά μας και τηρήσουμε ευλαβικά τα μέτρα, θα έρθει ένα καλύτερο μέλλον για όλους και όλες μας. Και οι δυο, όπως και όλες οι αντίστοιχες δηλώσεις στα σαράντα χρόνια που μεσολάβησαν, αποδεικνύονται κάθε φορά ότι λένε ψέματα.
Όταν το 1981 εκλέχτηκε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε κάτω και από την πίεση του εργατικού κινήματος της Μεταπολίτευσης να πάρει μια σειρά μέτρα που αύξησαν το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων και κατοχύρωσαν μια σειρά συνδικαλιστικές ελευθερίες. Έγιναν σημαντικές αυξήσεις μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών και καθιερώθηκε η ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή), που αυτόματα αύξανε το εργατικό εισόδημα ανάλογα με τον πληθωρισμό.
Όμως, η κυβέρνηση βρέθηκε σύντομα αντιμέτωπη με την παγκόσμια οικονομική κρίση, τη λεγόμενη «δεύτερη πετρελαϊκή κρίση», που ξέσπασε λίγο μετά την επανάσταση στο Ιράν το 1979 και δημιούργησε ένα μακρύ κατάλογο από «προβληματικές επιχειρήσεις» που περιλάμβανε τον μέχρι τότε ανθό της ελληνικής οικονομίας. Ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων ανέλαβε να τις «διασώσει» ακολουθώντας κατά βήμα την πολιτική των επιδοτήσεων και των αποζημιώσεων προς τους καπιταλιστές που τις ξεφορτώνονταν. Αυτό οδήγησε σε μεγαλύτερο δανεισμό –και μάλιστα όχι από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) όπως γινόταν μέχρι τότε, αλλά από την «αγορά», δηλαδή από τις εμπορικές τράπεζες που και αυτές με την σειρά τους δανείζονταν (με εγγύηση τα χρέη του δημοσίου) από την ΤτΕ. Το χρέος, που είχε ήδη συσσωρευθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, εκτινάχθηκε. Η με θρησκευτική ευλάβεια εξυπηρέτηση του χρέους σήμανε την εγκατάλειψη των υποσχέσεων του ΠΑΣΟΚ για κοινωνικές παροχές και τον ερχομό του πρώτου «σταθεροποιητικού προγράμματος» περικοπών και λιτότητας το 1985.
Ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Χαλικιάς (ο «Στουρνάρας» εκείνης της εποχής) ζητούσε δραστικά μέτρα. Αυτά τα μέτρα ανακοίνωσε στις 11 Οκτώβρη 1985 ο Σημίτης, ο νέος υπουργός Εθνικής Οικονομίας, με την μορφή του «διετούς σταθεροποιητικού προγράμματος» που πήγαινε χέρι-χέρι με την αίτηση για δάνειο από την ΕΟΚ (πρόδρομο της ΕΕ). «Σταθεροποίηση» σήμαινε λιτότητα στους μισθούς και τις συντάξεις και περικοπή των κοινωνικών δαπανών. Η δραχμή υποτιμήθηκε 15%, η ΑΤΑ ουσιαστικά πάγωσε, ο προϋπολογισμός είχε πετσοκομμένα τα κονδύλια των κοινωνικών δαπανών και δημοσίων επενδύσεων. Στη διετία 1986-87 οι πραγματικοί μισθοί και τα μεροκάματα μειώθηκαν πάνω από 10% ενώ το χρέος τριπλασιάστηκε! Τόση αξία είχαν τότε και έχουν και σήμερα υποσχέσεις ότι «αν τηρήσουμε τα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας, τα καλύτερα βρίσκονται μπροστά μας».

Α.Παπανδρέου και Κ. Σημίτης
Δυο χρόνια αργότερα, το 1987, ο Σημίτης οδηγούνταν σε παραίτηση, το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» κέρδιζε μια θέση στον κάλαθο των αχρήστων και η κυβέρνηση αναγκαζόταν να δώσει αυξήσεις στους μισθούς και να χαλαρώσει τις περικοπές. Πώς φτάσαμε εκεί;
Αυτό που δεν υπολόγιζε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ήταν το κύμα της οργής και της αντίστασης που θα προκαλούσε το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα». Οι αντιδράσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Σεπτέμβρη του 1985, με μια σειρά απεργίες ενάντια στις αυξήσεις τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης. Τότε είχαν εκφραστεί και οι πρώτες σκληρές διαφωνίες με τον νέο προσανατολισμό της κυβέρνησης σε συσκέψεις των συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ.
Στις 16 Οκτώβρη, μετά την ανακοίνωση των μέτρων, συνεδρίασε η Διοίκηση της ΓΣΕΕ. Εκεί 7 μέλη της που ανήκαν στην ΠΑΣΚΕ έκφρασαν ανοιχτά τη διαφωνία τους και ψήφισαν μαζί με τους συνδικαλιστές της Αριστεράς. Η πλειοψηφία της Διοίκησης της ΓΣΕΕ, δηλαδή, τάχθηκε ενάντια στη «σταθεροποίηση». Την επόμενη μέρα ανάλογη θέση πήρε και το Εργατικό Κέντρο Αθήνας το οποίο κήρυξε παναθηναϊκή απεργία για τις 21 Οκτώβρη. Η απεργία δεν αγκάλιασε μόνο την Αθήνα. Συμμετείχαν συνολικά 27 ακόμα Εργατικά Κέντρα και 19 Ομοσπονδίες. Δυο μέρες μετά, ακολούθησε κοινή απεργία των Ομοσπονδιών της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και των εργοστασιακών σωματείων. Στις 29 Οκτώβρη η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ ψήφισε υπέρ της καθαίρεσης του προέδρου της, που έκφραζε το κομμάτι της ΠΑΣΚΕ που στήριζε τα μέτρα. Στην ίδια συνεδρίαση αποφασίστηκε η πραγματοποίηση γενικής απεργίας για τις 14 Νοέμβρη. Η απάντησή της κυβέρνησης ήταν δικαστικές μεθοδεύσεις για την καθαίρεση της διοίκησης της ΓΣΕΕ, που ολοκληρώθηκαν στις αρχές του Δεκέμβρη με το διορισμό μιας νέας, δοτής διοίκησης.
Απεργιακές Φρουρές
Η Γενική Απεργία της 14 Νοέμβρη ήταν μια μεγάλη μάχη που την κέρδισε ο κόσμος που βγήκε μπροστά στις διαδηλώσεις και τις απεργιακές φρουρές που την συνόδευαν. Στα αμαξοστάσια της ΕΑΣ (των αστικών λεωφορείων) οι απεργιακές φρουρές συγκρούστηκαν με τα ΜΑΤ. Στο αμαξοστάσιο των τρόλεϊ η αποφασιστική τους στάση κατέβασε από το τιμόνι και τους λιγοστούς απεργοσπάστες που είχε ορίσει η διοίκηση ως «προσωπικό ασφαλείας». Απεργιακές φρουρές έκλεισαν τις χωματερές και τα γκαράζ των δήμων, αλλά ακόμη και μεγάλα εργοστάσια όπως την ΠΥΡΚΑΛ και την ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ.
Οι γενικές απεργίες δεν συνεχίστηκαν το 1986 –όχι γιατί ο κόσμος δεν ήθελε, αλλά γιατί οι αριστερές συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν ήθελαν να κλιμακώσουν τη σύγκρουση με την κυβέρνηση. Όμως, αυτό δεν σήμαινε ότι η ανταρσία της βάσης είχε τελειώσει. Στα τέλη του 1986 και στις αρχές του 1987 μια σειρά απεργίες σε δυνατούς κλάδους κερδίζουν τις πρώτες νίκες απέναντι στο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα». Κορυφαία ανάμεσα σε αυτές ήταν η απεργία διαρκείας στους δήμους ενάντια στις απολύσεις 35.000 συμβασιούχων.
Τον Δεκέμβρη του 1986 η απεργία στους δήμους έκλεισε τις χωματερές, απέκλεισε τα απορριμματοφόρα στα γκαράζ με μαζικές απεργιακές φρουρές. Η συμμετοχή από την πρώτη μέρα ήταν της τάξης του 95% ενώ από την τρίτη μέρα πρακτικά απεργούσαν οι πάντες. Χιλιάδες οργισμένοι απεργοί περικύκλωσαν το υπουργείο, άδειασαν απορριμματοφόρα στους δρόμους και ανάγκασαν την Ομοσπονδία να προκηρύξει νέα πενθήμερη απεργία. Όποιο μέσο και αν χρησιμοποίησε η κυβέρνηση για να κάμψει την απεργία ήταν μάταιο. Ούτε τα ΜΑΤ, ούτε η πολιτική επιστράτευση, ούτε καν ο ίδιος ο στρατός που διατάχθηκε να μαζέψει τα σκουπίδια!
Δυο μέρες πολιορκίας από τα ΜΑΤ χρειάστηκαν για να σπάσει η κατάληψη στις χωματερές αλλά ακόμα και τότε δεν υπήρχαν απορριμματοφόρα να ξεφορτώσουν μιας και ήταν όλα μπλοκαρισμένα στα αμαξοστάσια. Ταυτόχρονα ομάδες απεργών άδειαζαν τα σκουπίδια από τα φορτηγά του στρατού χωρίς να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση μιας και οι φαντάροι δεν ήταν για κανέναν λόγο πρόθυμοι να παίξουν τον ρόλο του μηχανισμού απεργοσπασίας. Η απεργία νίκησε, με την μονιμοποίηση δεκάδων χιλιάδων συμβασιούχων.

Απεργία ΟΤΑ το 1986
Το κύμα των εργατικών αγώνων ενάντια στο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, τροφοδότησε μια πολιτική στροφή του κόσμου προς την Αριστερά που εκφράστηκε ακόμα και με τη μεγάλη άνοδό της στις δημοτικές εκλογές τον Οκτώβρη 1986. Δυστυχώς, όμως, οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής αριστεράς –και κύρια του ΚΚΕ που ήταν ισχυρό στα συνδικάτα– χαράμισαν αυτό το κύμα ριζοσπαστικοποίησης. Από τη μια έδιναν τυπική κάλυψη στις απεργίες, κι από την άλλη προσπαθούσαν να τις κρατήσουν σε γραφειοκρατικό έλεγχο και να τις αποκλιμακώσουν. Στη 1 Μάρτη του 1987, λίγο μετά τη νικηφόρα μαχητική απεργία διαρκείας στους δήμους, ο Ριζοσπάστης έγραφε ότι «απέναντι σε μια κυβέρνηση ελάχιστα διατεθειμένη να κάνει πίσω στην εισοδηματική της πολιτική, θα ήταν αφελής όποιος βασιζόταν μόνο στα γιουρούσια της πρωτοπορίας». Στην απεργία των εκπαιδευτικών τον Μάη του 1988 επαναλάμβανε: «Μερικά γιουρούσια την περίοδο των εξετάσεων και μάλιστα με τη μορφή απεργίας διαρκείας, θα οδηγούσαν τον αγώνα των εκπαιδευτικών σε απομόνωση και πολύ πιθανά σε άμεσο αδιέξοδο». Ενώ η απόφαση του 12ου Συνέδριου του ΚΚΕ το 1987 προειδοποιούσε τα μέλη του κόμματος να αποφύγουν «την ευκολία στη λήψη αποφάσεων για απεργιακούς αγώνες» και «την προκήρυξη βεβιασμένων κινητοποιήσεων». Η κατάληξη ήταν το 1989, η συγκυβέρνηση του ΚΚΕ με τη Νέα Δημοκρατία και μετά και με το ΠΑΣΟΚ, που άνοιξε το δρόμο για τον μπαμπά Μητσοτάκη.
Χρειαζόμαστε μια Αριστερά αντικαπιταλιστική που να μπορεί να αξιοποιεί τις πολύτιμες εμπειρίες από εκείνο το απεργιακό κύμα 40 χρόνια πριν, για να οργανώσουμε, να κλιμακώσουμε και να συντονίσουμε από τα κάτω τα μαζικά απεργιακά «γιουρούσια» που μπορούν σήμερα να τσακίσουν τον γιο Μητσοτάκη και την «ελάχιστα διατεθειμένη να κάνει πίσω» κυβέρνησή του.

