Τα «Ιουλιανά» του 1965 ήταν μια πελώρια κοινωνική έκρηξη που προκάλεσε πανικό στην άρχουσα τάξη και στους ιμπεριαλιστές συμμάχους της. Για δυο και περισσότερους μήνες τον τόνο τον έδινε το «πεζοδρόμιο» και η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να σχηματίσει καν μια κυβέρνηση.
Το υπόβαθρο των Ιουλιανών είναι η άνοδος των αγώνων και το δυνάμωμα του κινήματος, στα συνδικάτα και τα πανεπιστήμια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι απόπειρες της άρχουσας τάξης να διαχειριστεί αυτή τη νέα κατάσταση, όξυναν τις δικές της εσωτερικές διαμάχες.
Το πρόβλημα για την άρχουσα τάξη είχε αναδειχτεί ήδη στις εκλογές του 1958. Τις κέρδισε μεν η ΕΡΕ του Καραμανλή, του εκλεκτού του Παλατιού και της αμερικάνικης πρεσβείας. Όμως ήταν μια πύρρειος νίκη γιατί αξιωματική αντιπολίτευση με 24% αναδείχτηκε η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) το κόμμα της Αριστεράς που είχε ιδρυθεί με πρωτοβουλία του παράνομου ΚΚΕ και ακολουθούσε την πολιτική του.
Οι απόπειρες της ΕΡΕ να κλιμακώσει την επίθεση στο κίνημα χρησιμοποιώντας όλο το κατασταλτικό οπλοστάσιο που είχε επιβληθεί από τον Εμφύλιο και μετά, γύρισαν μπούμερανγκ. Οι εκλογές της «βίας και νοθείας» του 1961 για παράδειγμα, όχι μόνο προκαλούν γενικευμένη οργή αλλά βάζουν «απέναντι» και την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Ένα κόμμα δηλαδή που είχε συγκροτηθεί για να παίξει τον ρόλο της «εθνικής αντιπολιτεύσεως» και να σταθεροποιήσει το πολιτικό σκηνικό.
Οι αγώνες κλιμακώνονται. Οι φοιτητές παλεύουν για το 15% για την Παιδεία και όχι «προίκα στη Σοφία» (την αδελφή του βασιλιά Κωνσταντίνου που παντρεύτηκε τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας). Οι εργάτες κάνουν απεργίες και συντονίζουν τα σωματεία τους στην «Κίνηση των 115» διεκδικώντας να φύγουν οι διορισμένοι «εργατοπατέρες» της Ασφάλειας από τις διοικήσεις των συνδικάτων και της ΓΣΕΕ.
Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάη του 1963 από «παρακρατικούς» φασίστες στη Θεσσαλονίκη ήταν το σημείο καμπή. Η κηδεία του Λαμπράκη μετατράπηκε στη μεγαλύτερη πολιτική συγκέντρωση από την Απελευθέρωση του 1944. Τον Ιούνη ο Καραμανλής ο «εθνάρχης» της Δεξιάς παραιτείται.
Τον Νοέμβρη του 1963, η ΕΡΕ χάνει τις εκλογές, και λίγο μετά ο Καραμανλής θα αναγκαστεί να φύγει για τη Γαλλία στα κρυφά. Τις εκλογές τις κέρδισε η Ένωση Κέντρου. Το Φλεβάρη του 1964 η Ένωση Κέντρου κερδίζει με σαρωτική πλειοψηφία –52%!– τις δεύτερες εκλογές.
Η πρωτοφανής εκλογική επιτυχία δεν έφερε μια ισχυρή κυβέρνηση. Η μια πηγή της αδυναμίας της κυβέρνησης ήταν η αποτυχία της να εκτονώσει το κίνημα που είχε ρίξει την ΕΡΕ. Οι απεργίες κάνουν ένα νέο άλμα: 399 απεργίες με 164 χιλιάδες απεργούς και 2.771.000 «χαμένες» ώρες. Οι εργάτες δεν ζητάνε μόνο καλύτερους μισθούς αλλά και δημοκρατία πρώτα απ’ όλα στα συνδικάτα τους.
Η άλλη πηγή αστάθειας ήταν η σύγκρουση με το Παλάτι για τον έλεγχο του στρατού. Ήταν ένα κρίσιμο ζήτημα, τη στιγμή που το ζήτημα ποιος και πώς έλεγχε την Κύπρο σε συνθήκες έκρηξης στη Μέση Ανατολή γινόταν όλο και πιο πιεστικό. Ο Κωνσταντίνος ήθελε να επιβάλλει τον «δικό του» Π. Γαρουφαλιά ως υπουργό Άμυνας.
Η έκρηξη
Στις 15 Ιούλη ο Γ. Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του στο Κωνσταντίνο Γκλύξμπουργκ. Ο βασιλιάς είχε αρνηθεί να υπογράψει το διάταγμα με το οποίο ο Παπανδρέου αναλάμβανε και το υπουργείο Άμυνας. Ήταν ένα κανονικό βασιλικό πραξικόπημα.
Την ίδια στιγμή που ο Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του, ορκιζόταν η πρώτη κυβέρνηση ανδρεικέλων με πρωθυπουργό τον Νόβα. Οι 25 βουλευτές της ΕΚ που την στήριξαν (μαζί με την ΕΡΕ) ήταν η πρώτη «φέτα» των «αποστατών» με επικεφαλής τον Μητσοτάκη, τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού. Γι’ αυτό το σύνθημα «Μητσοτάκη κάθαρμα» δονούσε τις πρώτες διαδηλώσεις.
Η κυβέρνηση Νόβα παραιτήθηκε όταν απέτυχε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή δυο βδομάδες μετά. Τη διαδέχτηκε μια παρόμοια με επικεφαλής τον Ηλ. Τσιριμώκο. Έπρεπε να βρει ακόμα 20 βουλευτές τουλάχιστον για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Πάλι όμως, το αποτέλεσμα ήταν η αποτυχία. Στις 28 Αυγούστου, πήρε μόνο 135 ψήφους υπέρ (τέσσερις περισσότερους από του Νόβα).
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Γιάννη Κάτρη: «Στη συνεδρίαση της Βουλής της 25 Αυγούστου (1965) ελέχθη […] ότι στο διάστημα των σαράντα ημερών από το μοναρχικό πραξικόπημα είχαν πραγματοποιηθεί τετρακόσιες λαϊκές συγκεντρώσεις σε ανοιχτό χώρο. Δυο απ’ αυτές, η κάθοδος του Παπανδρέου από το Καστρί και η κηδεία του δολοφονημένου από την αστυνομία φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, ήταν της τάξεως των εκατοντάδων χιλιάδων. Ο ρυθμός δέκα μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων κάθε μέρα δεν νομίζω ότι έχει προηγούμενο στην ελληνική ιστορία».
Ο Σωτήρης Πέτρουλας δολοφονήθηκε από την αστυνομία στη μεγάλη διαδήλωση της 21 Ιούλη. Ήταν στέλεχος της νεολαίας ΕΔΑ και μετέπειτα της ΔΝ Λαμπράκη και στις παραμονές της δολοφονίας του είχε σχεδόν διαγραφεί για τις αριστερές διαφωνίες του.
Στις 27 Ιούλη η ΓΣΕΕ (με την «κεντρώα» διορισμένη διοίκηση) αναγκάστηκε να καλέσει Γενική Απεργία. Ο Δ. Λιβιεράτος, ο ιστορικός του εργατικού κινήματος περιγράφει στο «Χρονικό του Ιουλίου 1965»:
«Την Τρίτη θα γίνει η Γενική Απεργία. Είναι πραγματικά μια μεγάλη μέρα για τους αγώνες του ελληνικού προλεταριάτου. Το εγχείρημα είναι δύσκολο και επικίνδυνο. Από το 1946 έχει να γίνει πανεργατική πολιτική απεργία. Η προετοιμασία δεν είναι επαρκής. Οι απεργιακές επιτροπές δεν έχουν συγκροτηθεί παντού και σε όλη την κλίμακα. Απεργιακές φρουρές δεν υπάρχουν. Και όμως αυθόρμητα, μέσα στα εργοστάσια στα μαγαζιά, στις γειτονιές, έγινε μια τεράστια προετοιμασία. Ο ένας με τον άλλον, αυτοσχέδιες επιτροπές σχηματίζονται, απεργιακές φρουρές της στιγμής δημιουργούνται από αυτούς που βαδίζουν στους δρόμους, από άγνωστους μεταξύ τους εργάτες και η απεργία παίρνει σάρκα και οστά. Η συγκοινωνία έχει σχεδόν σταματήσει, αλλά χιλιάδες, πολλές χιλιάδες εργάτες κατεβαίνουν με τα πόδια στην πλατεία της Δημαρχίας όπου θα γίνει η συγκέντρωση.
Μια τεράστια εργατο-θάλασσα ανεβαίνει ορμητικά προς το Σύνταγμα με συνθήματα ‘Δημοψήφισμα’, ‘Ο στρατός με τον λαό’, ‘Ο Σωτήρης Ζει’, ‘1-1-4’, ‘Η Αυλή να μαντρωθεί’. Τα μαγαζιά κλείνουν, τα τελευταία μέσα συγκοινωνίας σταματάνε, τα ταξιά εξαφανίζονται, η απεργία επιβάλλεται. Η τεράστια διαδήλωση γίνεται η μεγαλύτερη και μαχητικότερη απεργιακή φρουρά που έχει δει μέχρι σήμερα η Ελλάδα».
Από ένα σημείο και μετά, τα συνθήματα που άρχισαν να έχουν μαζική απήχηση στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις ήταν: «Δημοψήφισμα» (για να φύγει η μοναρχία) ή «η Αυλή να μαντρωθεί».
Στρατηγική
Το κίνημα των Ιουλιανών δεν κατάφερε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Δεν ήταν η «φυσιολογική» κόπωση από τη διαρκή κινητοποίηση που το εξάντλησε επιτρέποντας πρώτα το στήσιμο της τρίτης κυβέρνησης των αποστατών τον Σεπτέμβρη με επικεφαλής τον Στεφανόπουλο και μετά της «υπηρεσιακής» κυβέρνησης τον Δεκέμβρη του 1966. Οι λόγοι είναι πολιτικοί.
Η ουσία της πολιτικής του Γ. Παπανδρέου και της ΕΚ ήταν η αναζήτηση ενός κοινοβουλευτικού συμβιβασμού με το Παλάτι. Θεωρούσε τις εκλογές ως «καταπραϋντικό για το ‘πεζοδρόμιο’» όπως έλεγε στο Συμβούλιο του Στέμματος που κάλεσε ο Κωνσταντίνος στις 1-2 Σεπτέμβρη 1965. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή γινόταν προσπάθεια συμβιβασμού ανάμεσα στην Ε.Κ και το Παλάτι.
Το πρόβλημα ήταν ότι η ΕΔΑ δεν είχε μια διαφορετική στρατηγική. Η πολιτική της ήταν μια διαρκής στροφή προς τον «ρεαλισμό» και την «υπεύθυνη αντιπολίτευση» που ουσιαστικά τη μετέτρεψε σε ουρά της Ένωσης Κέντρου. Ήταν το περίφημο «θα σας ταράξωμεν στη νομιμότητα» που είχε πει ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Ηλίας Ηλιού μετά τις εκλογές του 1958. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του Φλεβάρη του 1964 η ΕΔΑ δεν κατέβασε υποψηφίους σε 24 εκλογικές περιφέρειες πριμοδοτώντας την ΕΚ.
Στα Ιουλιανά η ηγεσία της EΔA προσπάθησε από την αρχή να σταματήσει τις διαδηλώσεις, κι όταν φλεγόταν η Ομόνοια στις 20 Αυγούστου κατάγγελλε τους διαδηλωτές ως «προβοκάτορες».
Έξι μήνες μετά τα Ιουλιανά, τον Γενάρη του 1966, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ εκτίμησε την κατάσταση και κατέληξε σε προτάσεις που απευθύνονταν προς τα μέλη του κόμματος και προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Ήταν το περίφημο «πρόγραμμα των πέντε σημείων». Αφού καταδίκαζε οποιαδήποτε απειλή πραξικοπήματος και ζητούσε ελεύθερες εκλογές, προχωράει στην δημόσια διαβεβαίωση ότι δεν βάζει θέμα μοναρχίας. «Η 15 Ιουλίου εδημιούργησε σάλο εις την πολιτικήν ζωήν. Αι ενέργειαι του Στέμματος έχουν θέσει εις την συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού ακόμα και προβλήματα πολιτεύματος. Η ΕΔΑ παρά ταύτα,... θεωρεί, εκτιμημένης της καταστάσεως εις το σύνολον της, ότι μπορεί να συμφωνηθεί και να διακηρυχθεί από τα πολιτικά κόμματα ότι δεν θέτουν πολιτειακόν ζήτημα». Η ΕΔΑ ήταν το μόνο κόμμα που διεκδικούσε τυπικά την αβασίλευτη δημοκρατία, οπότε η φράση «να διακηρυχθεί» αφορούσε τον εαυτό της. Το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε του ΚΚΕ από το Βουκουρέστι δήλωσε ότι τα 5 σημεία βασίστηκαν «σε πνεύμα ευθύνης και πολιτικού ρεαλισμού».
Αυτό που χρειαζόταν το κίνημα για να προχωρήσει ήταν μια Αριστερά επαναστατική, ξεκάθαρη για την στρατηγική της που θα έβαζε στο κέντρο της όχι το «ρεαλισμό» και τις «συμμαχίες» αλλά την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική στήριξη και προώθηση της αυτενέργειας της εργατικής τάξης. Θα «έσπρωχνε» για παράδειγμα την εξέγερση του πεζοδρομίου στους χώρους δουλειάς (απεργίες, επιτροπές) και θα της άνοιγε τους πολιτικούς ορίζοντες.
Τα σπέρματα μιας τέτοιας Αριστεράς είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται πριν την έκρηξη του καλοκαιριού του 1965. Τα Ιουλιανά έδωσαν τη δυνατότητα να εκφραστούν δημόσια οι πρώτες ρήξεις με το ρεφορμισμό, ομάδες που έβλεπαν την προοπτική στα κινήματα στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου όπως οι ΦΝΧ (Φίλοι Νέων Χωρών), ομάδες γύρω από το περιοδικό «Αναγέννηση» που θεωρούσαν την Κίνα του Μάο σαν την εναλλακτική λύση στο ρώσικο μοντέλο, ομάδες όπως του Πέτρουλα που αναζητούσαν έμπνευση στα ρεύματα της «νέας Αριστεράς» που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, τροτσκιστές. Αλλά αυτές οι τάσεις ήταν πολύ αδύνατες για να καθορίσουν την πορεία των γεγονότων. Όπως σημειώνει η Μ. Στύλλου στο κείμενό της για το βιβλίο Ιουλιανά 1965 από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο:
«Στην Ελλάδα του ’65 οι επαναστάτες ήταν λίγοι και άπειροι, αντίθετα οι ρεφορμιστές ήταν η δύναμη που με τις ταλαντεύσεις και τους συμβιβασμούς της έδωσε χρόνο στην άρχουσα τάξη να ανασυνταχθεί. Κι όταν οι καπιταλιστές χτυπάνε για δεύτερη φορά, τότε είναι πιο έτοιμοι και πιο προετοιμασμένοι. Την πρώτη φορά απολύουν τον πρωθυπουργό, τη δεύτερη φορά προχώρησαν σε στρατιωτικό πραξικόπημα καταργώντας όλες τις ελευθερίες».
Λέανδρος Μπόλαρης
Συνέντευξη με τον Φώντα Λάδη:
Όταν η ιστορία μετεωρίζεται
Ο Φώντας Λάδης, συγγραφέας του βιβλίου ΙΟΥΛΙΑΝΑ 1965 - ΕΚΑΤΟ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, μιλά στην Εργατική Αλληλεγγύη εξήντα χρόνια μετά.
Ποια είναι η θέση των Ιουλιανών στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας μας, στη μέση μιας πορείας που αρχίζει με το τέλος του εμφυλίου και συνεχίζεται ως σήμερα;
Στις σημαντικές ιστορικές στιγμές τα γεγονότα ξετυλίγονται συνήθως ταχύτατα, «συμπυκνωμένα». Στα Ιουλιανά, αντίθετα, η ουσιαστική εξέλιξη ήταν αργή. Η δύναμη και των δυο αντίθετων πολιτικών συνασπισμών -ουσιαστικά του λαού και των δυνάμεων που διέθετε η αντίδραση- εμφανίστηκε ισόρροπη, η εμμονή και από τις δυο μεριές φοβερή. Για δύο τουλάχιστον μήνες όλα έμοιαζαν ακίνητα, επαναλαμβανόμενα, σε μια αναπάντεχη, τυφλή προσωρινότητα. Ύστερα από το πρώτο λαϊκό ξέσπασμα και την κάθοδο, στις 19 Ιουλίου, ενός εκατομμυρίου ατόμων στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, η εικόνα έμεινε μετέωρη: Διαδηλώσεις, διαβουλεύσεις, συναλλαγές, πιέσεις, αναβλητικότητα, φαινομενική αδιαλλαξία στις αρχικές θέσεις, διακωμώδηση και κατεξευτελισμός του Παλατιού και της Βουλής, και πάλι διαδηλώσεις, συναλλαγές, διαβουλεύσεις ...
Τι ουσιαστικό «κρυβόταν» γύρω από αυτή την πολιτική σύγκρουση; Ποιες βαθύτερες διεργασίες;
Ας μην ξεχνάμε ότι η αρχή της δεκαετίας του ’60 συμπίπτει με τη σύνδεση της χώρας με την ΕΟΚ και με ορισμένες πρώτες σημαντικές επενδύσεις ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα. Σε κείνη ακριβώς την περίοδο, οι πολιτικές αντιθέσεις, οδηγημένες σε αδιέξοδο, ήταν σε συνεχή και αυξανόμενη ασυμφωνία με τις διαγραφόμενες κοινωνικές εξελίξεις. Και η ίδια, άλλωστε, η δικτατορία ήρθε τελικά για να επιβάλει στην Ελλάδα τις θελήσεις του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου, ανεξάρτητα αν αυτό το επιδίωξε με μια διπλά αντιφατική προσπάθεια, που από τη μια έφερε το αναχρονιστικό προσωπείο της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» και από την άλλη τη στρατηγική της βίαιης καταστολής των συσσωρευμένων αντιθέσεων του πολιτικού κόσμου.
Αν και οι κεντρώες και αριστερές δυνάμεις αγωνίστηκαν σε μεγάλο βαθμό ενωμένες στα Ιουλιανά, ποια στάση τελικά κράτησε η κάθε μια από τις δυο πλευρές;
Αν εξετάσουμε την πολιτική της μόνο σε κείνη την περιορισμένη περίοδο, η ΕΔΑ πρέπει να ελεγχθεί γιατί δεν φρόντισε, παρ’ όλες τις ενδείξεις όξυνσης της σύγκρουσης, να τονώσει, μέσα από την κοινή πάλη των δημοκρατικών δυνάμεων, το αυτόνομο πρόσωπό της και την οργανωτική της ετοιμότητα, ώστε να διαφυλάξει και να υπερασπίσει τις δυνάμεις της και γενικότερα τον δημοκρατικό κόσμο εν όψει πιθανού πραξικοπήματος.
Οι δυνάμεις που κρατήθηκαν μέσα στις γραμμές της Ε.Κ και ενάντια στο Παλάτι είχαν πολύ διαφορετικούς στόχους ανάμεσά τους. Ας θυμηθούμε πόσες τάσεις εξακολουθούσαν να υπάρχουν στο «Κέντρο» μετά την «αποστασία». Μέλλοντες συνεργάτες της χούντας, δεξιά, κεντρώα, αριστερή πτέρυγα.
Καθώς οι ενδείξεις για επιβολή δικτατορίας πλήθαιναν -και ενάμιση χρόνο μετά τον Ιούλιο του 1965, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε τελικά να κάνει κάποιο συμβιβασμό με το Παλάτι και τη Δεξιά. Η υποστήριξη, όμως, στην «υπηρεσιακή» κυβέρνηση του Παρασκευόπουλου (τον Δεκέμβριο του 1966) αποδείχθηκε, όπως ακριβώς είχε καταγγείλει η αριστερή πτέρυγα της Ε.Κ., νέα παγίδα του Παλατιού.
Στις 3.4.1967 η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου έπεσε. Και πάλι διαβουλεύσεις, συμβιβασμοί. Η δικτατορία, όμως, ήταν προ των πυλών. Όχι επειδή ο Γ. Παπανδρέου δεν δέχτηκε να είναι πρωθυπουργός «υπό όρους». Ούτε επειδή δεν δέχτηκε -όπως μερικοί υποστηρίζουν- να παραχωρήσει τη θέση του πρωθυπουργού σε κάποιο άλλος στέλεχος της Ε.Κ. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα.
Άλλωστε, το πραξικόπημα δεν έγινε από τη «μεγάλη χούντα». Μέσα στη γενική, μακρόχρονη κρίση προσώπων και θεσμών, που μόνη αυτή οδήγησε τη χώρα στη δικτατορία, η CIA είχε βρει τρόπους και χρόνο να προωθήσει τους δικούς της εκλεκτούς.
Ποια ήταν τελικά η στρατηγική των κομμάτων που συγκρούστηκαν με το Παλάτι και τους παράγοντες που το στήριζαν;
Κανένας δεν υποστηρίζει στα σοβαρά πως η κατάσταση συνειδητά ήταν επαναστατική. Κι αυτό γιατί, παρόλο που, οι διαδηλωτές εκφράζαν την οργή τους εναντίον του Κωνσταντίνου και της Φρειδερίκης με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, βασικά δεν έθεταν -όπως και τα κόμματα- καθεστωτικό. Δηλαδή δεν ζητούσαν αλλαγή του πολιτεύματος. αλλά αντίθετα ζητούσαν την τήρηση του συντάγματος από τον συγκεκριμένο βασιλιά. Από τη στιγμή, όμως, που εκείνος δεν το τηρούσε;
Όπως και να ερμηνεύσει κανείς τις διαθέσεις των μαζών, αναμφισβήτητο είναι πως δεν υπήρχε δυνατότητα εξαναγκασμού του Κωνσταντίνου σε σημαντική υποχώρηση, αφού ούτε η ΕΔΑ ούτε η Ε.Κ. είχαν άλλες δυνάμεις με το μέρος τους, εκτός από τους άοπλους και ουσιαστικά ανοργάνωτους διαδηλωτές. Και ενώ η Ε.Κ. μπορούσε ίσως να υπολογίζει στην υποστήριξη ορισμένων στρατιωτικών, η ΕΔΑ, με το χαμηλό ιδεολογικό-οργανωτικό της επίπεδο, δεν μπορούσε να έχει επιθετική στρατηγική, αφού δεν κατόρθωσε να έχει όπως φάνηκε άλλωστε, στη συνέχεια, ούτε καν αμυντική στρατηγική.
Στα Ιουλιανά, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με μαχητικότητα ή επαναστατικότητα του λαού;
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι τότε η πλειοψηφία του λαού,· οι εργαζόμενοι, αγωνίστηκαν ενάντια στην αστική νομιμότητα. Αντίθετα, υπερασπίστηκαν με μαχητικό, βέβαια, τρόπο το αστικό σύνταγμα και τη λειτουργία του αστικού κοινοβουλίου από τις ωμές παραβιάσεις και τις παρεμβάσεις του Κωνσταντίνου.
Ωστόσο, η λαϊκή αγωνιστικότητα κατά την περίοδο των Ιουλιανών περιείχε κατά τη γνώμη μας, και μια παράλληλη, πολύ πιο ριζοσπαστική προοπτική. Μια προοπτική που -κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις- ξεπερνούσε τα αστικά πλαίσια και τους στόχους των συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων. Αυτό το επαναστατικό στοιχείο υπήρχε στη δυναμική των γεγονότων, των βασικών συγκρούσεων που οδήγησαν στα Ιουλιανά, στις διαθέσεις των μαζών, ανεξάρτητα από τη χαμηλή, γενικά, πολιτική συνειδητότητά τους. Από τη στιγμή που δεν συνέτειναν όλοι οι υποκειμενικοί παράγοντες, η κατάσταση σίγουρα δεν ήταν επαναστατική. Οι διαθέσεις, όμως, μιας σημαντικής μερίδας του κόσμου ήταν για μια περίοδο επαναστατικές.
Η Αριστερά, βέβαια, δεν μπορούσε απότομα να αλλάξει πρόσωπο. Ωστόσο, η γενική κατάσταση -και τα Ιουλιανά- της έδειχναν αυτή την ανάγκη. Κάτω από μια σταδιακή αλλαγή πλεύσης, τα Ιουλιανά θα μπορούσαν να γίνουν ένας σημαντικός ιστορικός κρίκος προς μια ριζική, κοινωνική αλλαγή στη χώρα μας και όχι μόνο προς μια ριζική πολιτική αλλαγή.
Είπαμε, όμως: η κριτική της Ιστορίας δέχεται πολύ φειδωλά τα «αν» και τα «εφόσον». Γεγονός είναι ότι πολλοί παράγοντες έδρασαν, ώστε στα χρόνια που ακολούθησαν να μην υλοποιηθεί αυτή η πλευρά των Ιουλιανών. Πράγμα που σημαίνει πως αυτή η προοπτική, στον βαθμό -μικρό ή μεγαλύτερο- που υπήρχε, ήταν σε αναντιστοιχία με το γενικό πολιτικό επίπεδο της εποχής. Αυτό αποδείχτηκε κι από το ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να πραγματοποιηθούν απλώς οι βασικές πολιτικές θεσμικές αλλαγές που τα Ιουλιανά είχαν προαναγγείλει.
Οι εργαζόμενοι, όμως, δεν μπορούσαν να σταματήσουν τους αγώνες τους μόνο και μόνο επειδή τότε δεν υπήρχαν όλοι οι όροι της τελειότερης έκβασής τους, προς όφελος των πολιτικών και των κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων τους. Μια τέτοια αναστολή αγώνων δεν έγινε ποτέ στην ιστορία. Μέσα από τις κινητοποιήσεις, την πείρα, τα λάθη, τις ήττες και τις επιτυχίες, δημιουργούνται και οι όροι για την επίτευξη, κάθε φορά από διαφορετική αφετηρία, των άμεσων και των μακροπρόθεσμων κοινωνικών στόχων των εργαζομένων.