Διεθνή
Πακιστάν - Αφγανιστάν: Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν, οι ανταγωνισμοί κλιμακώθηκαν

Την περασμένη Κυριακή το Πακιστάν και το Αφγανιστάν υπέγραψαν μια συμφωνία για τον τερματισμό των «εχθροπραξιών» ανάμεσα στις δυο χώρες. Οι πιο σοβαρές «εχθροπραξίες» ήταν ο βομβαρδισμός της Καμπούλ και της Κανταχάρ από την πακιστανική αεροπορία. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ τουλάχιστον 37 Αφγανοί άμαχοι σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς αυτούς. Το Αφγανιστάν απάντησε στους βομβαρδισμούς αυτούς σκοτώνοντας με τη σειρά του δεκάδες Πακιστανούς. 

Η συμφωνία που υπογράφτηκε στην Ντόχα του Κατάρ (που φιλοξένησε την συνάντηση κορυφής ανάμεσα στις αντιπροσωπείες των δυο χωρών) αναφέρει ότι «καμιά από τις δυο χώρες δεν πρόκειται να αναλάβει εχθρική δράση ενάντια στην άλλη, ούτε να υποστηρίξει ομάδες που οργανώνουν επιθέσεις ενάντια στην κυβέρνηση του Πακιστάν».

Η Καμπούλ είναι η πρωτεύουσα του Αφγανιστάν. Από το 2021 και την αποχώρηση των τελευταίων αμερικανικών στρατευμάτων -των υπολειμμάτων του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που είχε ξεκινήσει ο πρόεδρος Μπους το 2001- ελέγχεται, όπως και ολόκληρο το Αφγανιστάν, από τους Ταλιμπάν, μια ισλαμιστική οργάνωση που οι ΗΠΑ και οι δυτικοί τους σύμμαχοι έχουν χαρακτηρίσει «τρομοκρατική». Η Κανταχάρ,  μια πόλη που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό Αφγανιστάν, είναι η «έδρα» των Ταλιμπάν. 

Αφορμή

Η αφορμή για τον βομβαρδισμό της Καμπούλ και της Κανταχάρ ήταν η δράση δυο παράνομων πακιστανικών παραστρατιωτικών οργανώσεων που χρησιμοποιώντας το Αφγανιστάν σαν βάση εξαπολύουν συνεχώς επιθέσεις ενάντια στο Πακιστάν: της Τεχρίκ-ε-Ταλιμπάν Πακιστάν, των Πακιστανών Ταλιμπάν όπως ονομάζονται συντομογραφικά από τον δυτικό τύπο και της Μπαλόχ, μιας οργάνωσης που διεκδικεί την ανεξαρτητοποίηση του Μπαλουχιστάν από το Πακιστάν. Σύμφωνα με την εφημερίδα Financial Times φέτος έχουν σκοτωθεί πάνω από 900  πακιστανοί στρατιώτες στα σύνορα με το Αφγανιστάν από τις επιθέσεις των ανταρτών. Ήταν ο μεγαλύτερος αριθμός νεκρών στα σύνορα Αφγανιστάν – Πακιστάν από το 2009, γράφει η Financial Times. 

Το Πακιστάν κατηγορεί το Αφγανιστάν ότι όχι μόνο δεν μπορεί αλλά και δεν θέλει ουσιαστικά να ελέγξει αυτές τις «τρομοκρατικές οργανώσεις». Το Πακιστάν, όμως, ήταν μέχρι πρόσφατα στην ουσία σύμμαχος των Αφγανών Ταλιμπάν – με τους οποίους συνδέεται άλλωστε με μια μακρά παράδοση. Οι αντάρτικες αυτές ομάδες λειτουργούν πολλά χρόνια – αλλά το Πακιστάν δεν έχει «τιμωρήσει» ποτέ ξανά την Καμπούλ ή την Κανταχάρ για αυτές.

Υπάρχουν δυο γεγονότα που μπορούν ίσως να φωτίσουν τον χρονισμό της έντασης ανάμεσα στις δυο χώρες: ο πρώτος είναι η πρόσφατη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ του Τραμπ και την κυβέρνηση του Πακιστάν. Το υπέδαφος του Πακιστάν είναι πλούσιο σε «σπάνιες γαίες», σε ορυκτά που,  όπως γράφει το αμερικανικό CNN, «είναι απαραίτητες για την κατασκευή των πάντων, από τα iPhones και τους μαγνητικούς τομογράφους ως τα πιο μαχητικά αεροσκάφη και στρατιωτικά όπλα. Η Κίνα κατέχει σχεδόν μονοπώλιο στην παγκόσμια προμήθεια των… ορυκτών αυτών, κυριαρχώντας ιδιαίτερα στην επεξεργασία και τον εξευγενισμό τους. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που το Πεκίνο έχει δείξει ότι γίνεται όλο και πιο πρόθυμο να αξιοποιήσει».

Οι ΗΠΑ δεν έχουν συγχωρήσει τους Ταλιμπάν για την αποτυχία του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας». Ούτε μπορούν να τους συγχωρήσουν. Οι ΗΠΑ ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να εμπλακούν ξανά σε έναν πόλεμο στην κεντρική Ασία. Αλλά ο Τραμπ είναι πάνω από πρόθυμος να δώσει το πράσινο φως στους «φίλους» του αν θελήσουν να το κάνουν.

Το δεύτερο γεγονός είναι πολύ πιο άμεσο: ο βομβαρδισμός της Καμπούλ συνέπεσε (καθόλου τυχαία) με την επίσημη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών του Αφγανιστάν στην Ινδία και το ξανα-άνοιγμα, ύστερα από τέσσερα χρόνια, της πρεσβείας της Ινδίας στην Καμπούλ.

Η Ινδία είναι ο «μεγάλος εχθρός» του Πακιστάν. Οι σχέσεις τους είναι παρόμοιες με τις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία – βρίσκονται σε έναν μόνιμο ψυχρό πόλεμο που διακόπτεται κάθε τόσο από βίαια επεισόδια. Όσο οξύνεται η κρίση του ιμπεριαλισμού τόσο θα οξύνονται και αυτές οι «περιφερειακές» συγκρούσεις.