Γράμματα και σχόλια
Διονύσης Σαββόπουλος: «Κι όμως εσύ δεν μας ακούς» - εδώ και χρόνια

Στις 21 Οκτώβρη έφυγε ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο «Νιόνιος» των νεανικών μου χρόνων, των χρόνων που τη μουσική και τους στίχους του τραγουδάγαμε στις μαθητικές και φοιτητικές παρέες, στη χούντα και τη Μεταπολίτευση, στις «πλατείες που ήταν γεμάτες» από διαδηλωτές και απεργούς, στην καθημερινή διασκέδαση μιας νεολαίας που έβλεπε σ’ αυτά τα τραγούδια την αντανάκλαση της δικής της ριζοσπαστικοποίησης απέναντι σε κάθε «κατεστημένο». 

Όμως, τίποτα από αυτό το παρελθόν δεν μπορεί να ξεπλύνει την πορεία του τα τελευταία σχεδόν σαράντα χρόνια. Η δεξιά πορεία ενός Σαββόπουλου που στον δημόσιο λόγο του και στο καλλιτεχνικό έργο του είχε φροντίσει να ταυτιστεί με ό,τι πιο συντηρητικό υπάρχει στην ελληνική κοινωνία: από τις εξυπνακίστικες ατάκες του που έβριθαν αρχαιολατρεία, θρησκοληψία, εθνικισμό, στρατολαγνεία, σεξισμό, μέχρι τα κολλητιλίκια του με τη Νέα Δημοκρατία. 

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν ο τραγουδοποιός που σημάδεψε την ελληνική μουσική σκηνή τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Κατέβηκε στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη λίγο πριν τη μεγάλη έκρηξη των Ιουλιανών και συνέθεσε τις πρώτες δημιουργίες του ανάμεσα στο 1964-66. Κάποιες από αυτές, όπως η θρυλική «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα (το 1975 στα «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Το 1966 βγάζει τον πρώτο του μεγάλο άλμπουμ, το «Φορτηγό», που περιλαμβάνει το φοβερό αντιπολεμικό κομμάτι «Βιετνάμ γιε-γιε». Τα τραγούδια του εκείνη την εποχή, με πολύ λιτή ενορχήστρωση, φλερτάρουν με το Νέο Κύμα και τις μπαλάντες του Bob Dylan, και χαρακτηρίζονται από έντονο κοινωνικό και αριστερό πολιτικό στοιχείο. 

Τρία χρόνια αργότερα –κι αφού έχει μεσολαβήσει η επιβολή της δικτατορίας, η σύλληψή του, η φυγή του για λίγο στην Ευρώπη– ο Σαββόπουλος επιστρέφει με τον δίσκο «Το περιβόλι του τρελού» το 1969 κι ακολουθούν ο «Μπάλλος» (1971) και το «Βρώμικο ψωμί» (1972). Με αυτήν την τριλογία κάνει στροφή προς το ροκ και σε έναν πιο σουρεαλιστικό στίχο (συχνά εσκεμμένα υπαινικτικό για να αποφύγει τη χουντική λογοκρισία), διατηρώντας όμως το στοιχείο της κοινωνικής κριτικής. Σε αυτή την ροκ περίοδο ανήκουν αντιπροσωπευτικά κομμάτια όπως τα «Ο παλιάτσος και ο ληστής» και «Άγγελος εξάγγελος» (δυο διασκευές τραγουδιών του Bob Dylan), το μπλουζ «Δημοσθένους λέξις», το «Ζεϊμπέκικο», η «Μαύρη Θάλασσα», το «Κιλελέρ», η «Σημαία από νάιλον» κ.ά. Οι λάιβ παραστάσεις του στο Ροντέο και το Κύτταρο, γεμίζουν ασφυκτικά κάθε βράδυ με νέους και νέες που αρπάζουν την ευκαιρία να εκφράσουν το μίσος τους για τη χούντα και κάθε τι που ένιωθαν να τους καταπιέζει.

Η έκρηξη της Μεταπολίτευσης και το μαζικό κύμα αριστερής ριζοσπαστικοποίησης δίνουν ώθηση στον τρίτο δημιουργικό κύκλο του Σαββόπουλου. Το 1976 κυκλοφορεί το σάουντρακ για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη για τη Μακρόνησο «Happy day». Ακολουθούν το 1977 οι «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, που προορίζονταν αρχικά ως μουσική για την παράσταση του Καρόλου Κουν, με έντονο ξανά το αντιπολεμικό στοιχείο. Ο κύκλος κλείνει το 1979 με το διπλό άλμπουμ «Ρεζέρβα». Εκεί, λέει ο Σαββόπουλος σ’ ένα τραγούδι, απευθυνόμενος υποτίθεται σε έναν μέλος αριστερού κόμματος: «αύριο να δούμε ποια πόρτα θα χτυπάς».

Δεξιές πόρτες

Το θέμα είναι «ποιες πόρτες χτύπησε» στη συνέχεια ο Σαββόπουλος. Ξεκίνησε τις νέες αναζητήσεις του από τη χριστιανική νέο-ορθοδοξία και περνώντας μέσα από εθνικιστικές κορώνες κατέληξε υποστηριχτής της Δεξιάς. Στον επόμενο δίσκο του «Τα τραπεζάκια έξω» (1983) τραγουδάει: «Kι είτε με τις αρχαιότητες, είτε με ορθοδοξία, των Eλλήνων οι κοινότητες, φτιάχνουν άλλο γαλαξία»! 

Η πορεία του διευκολύνεται από την πολιτική της ίδιας της κοινοβουλευτικής Αριστεράς που το 1989 επιλέγει σαν «εναλλακτική» να κάνει συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία. Με το «Κούρεμα», που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά, ο Σαββόπουλος ολοκληρώνει τη δεξιά του απογείωση: «Ο γιος μου πάει στον στρατό ενώ εγώ δεν πήγα / μόν’ πήγα κι απαλλάχτηκα κι εν τέλει μετανιώνω / Καλύτερα στο στράτευμα παρά στους λουφαδόρους / νισάφι και η τρέλα τους και τα τρελόχαρτά τους». Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, επί κυβέρνησης μπαμπά Μητσοτάκη περιοδεύει σε στρατόπεδα στον Έβρο υπό την αιγίδα του υπουργείου Άμυνας. Το 1999 (στο άλμπουμ «Χρονοποιός») καταγγέλλει την «παρακμή» αντιπαραθέτοντας το αγωνιστικό πνεύμα …του Νίκου Γκάλη που «ενώνει όλους τους έλληνες». Κραδαίνοντας «σημαίες από νάιλον» συμμετέχει στα κρατικά πανηγύρια του Μιλένιουμ, αναλαμβάνει την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 και εμπλέκεται στους πατριδοκάπηλους εορτασμούς της Γιάννας Αγγελοπούλου για τα 200 χρόνια του 1821.

Οι μεγάλες στιγμές του κινήματος, τα Ιουλιανά της δεκαετίας του ’60, το αντιδικτατορικό κίνημα, η έκρηξη των αγώνων της Μεταπολίτευσης και η αριστερή ριζοσπαστικοποίηση λίπαναν το έδαφος για να αναδειχθεί το μουσικό και στιχουργικό ταλέντο που είχε ο Σαββόπουλος. Ήταν μια αλληλοτροφοδότηση που την διάκοψε ο ίδιος όταν διάλεξε το αντίπαλο στρατόπεδο: δεν γύρισε την πλάτη μόνο σε ένα μεγάλο μέρος του ακροατήριού του, έχασε και τη δυναμική που του πρόσφερε έμπνευση και περιέπεσε σε δημιουργική καχεξία. 

Ο Σαββόπουλος δεν είναι ο μοναδικός παλιός αριστερός καλλιτέχνης που τα αδιέξοδα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς τον έσπρωξαν σε μια δεξιά πορεία. Είναι, όμως, αυτός που με τον πιο κραυγαλέο τρόπο (όπως και ίδιος συνειδητά επέλεξε να το κάνει) αγκάλιασε τη Δεξιά και όλο το ιδεολογικό της οπλοστάσιο. Κι όπως έγραφε ο Χρ. Κάσδαγλης στο βιβλίο του «Διονύσης Σαββόπουλος  -  Βρώμικο ψωμί»: «Δεν ξέρω αν ο ρόλος του καθεστωτικού του αρέσει, είμαι όμως σίγουρος ότι βολεύεται σε αυτόν».