Αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα
Η Δίκη Της Χ.Α.: Απολογήθηκαν ο υπαρχηγός, ο εκπαιδευτής και ο εκτελεστής

31/10, Εφετείο. Φωτό: Τατιάνα Μπόλαρη/ Eurokinissi

Με Παππά, Κασιδιάρη και Λαγό ολοκληρώθηκαν οι απολογίες στη δευτεροβάθμια δίκη της Χρυσής Αυγής την Παρασκευή 31 Οκτώβρη (195η δικάσιμος). Μετά από μια συνεδρίαση οκτώμισι ωρών, το δικαστήριο ανακοίνωσε το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας και όρισε ως ημερομηνία για την εισαγγελική πρόταση την Παρασκευή 12 Δεκέμβρη.

Αυτό σημαίνει ότι ανοίγει πλέον ο δρόμος για την τελεσίδικη καταδίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Όπως επίσης και για την επιβολή μεγαλύτερων ποινών τόσο στο διευθυντήριο της συμμορίας όσο και στους δράστες της δολοφονικής απόπειρας κατά του Αιγύπτιου αλιεργάτη Αμπουζίντ Εμπάρακ -δυνατότητα που έχει δώσει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η άσκηση εισαγγελικής έφεσης επί των πρωτοβάθμιων ποινών των συγκεκριμένων καταδικασθέντων.

Μετά από τρεισίμισι χρόνια δίκης ο κλοιός σφίγγει και αυτό ήταν ολοφάνερο στη διαδικασία των απολογιών. Ο Μιχαλολιάκος, ο φύρερ της οργάνωσης δεν εμφανίστηκε καν, ενώ όσοι απολογήθηκαν επέλεξαν μια προσωπική στρατηγική διάσωσης.

Το ίδιο έκανε και η τελευταία τριάδα από το διευθυντήριο. Μπορεί Παππάς, Κασιδιάρης και Λαγός να αναμάσησαν όλο το αφήγημα περί «πολιτικής σκευωρίας και δίωξης», να προσπάθησαν να αναδείξουν την υποτιθέμενη «πλεκτάνη» που στήθηκε σε βάρος τους καθώς και τα «ποταπά πολιτικά κίνητρα» που κρύβονταν πίσω της γιατί για τους ίδιους η ΧΑ «έκοβε ποσοστά» από τη ΝΔ και τον Σαμαρά.

Αλλά όταν το θέμα έφτανε στην ουσία της υπόθεσης, των εγκληματικών πράξεων, εκεί ήταν αναγκασμένοι είτε να πάρουν αποστάσεις από τον Μιχαλολιάκο, είτε να αλλάξουν τις ιδέες τους, είτε να πετάξουν καρφιά ο ένας για τον άλλο, είτε να αρνηθούν ότι έχουν οποιαδήποτε ευθύνη -ή και όλα μαζί. Εκεί πραγματικά «η σπορά των ηττημένων του ‘45» όπως έλεγε κάποτε ο Μιχαλολιάκος έπρεπε να υποστεί άλλη μια ήττα.

Ο υπαρχηγός

«Πρώτη φορά το λέω, δεν ήμουν στον στενό κύκλο του Μιχαλολιάκου ... άλλοι ξημεροβραδιάζονταν στο σπίτι του ... άλλοι βουλευτές είχαν βλέψεις στο προσκήνιο ή το παρασκήνιο για τη θέση του γενικού γραμματέα». Έτσι, στεγνά και απόλυτα, αποφάσισε ο Χρήστος Παππάς, ο άλλοτε “υπαρχηγός” και “ιδεολογικός καθοδηγητής” της οργάνωσης -ιδιότητες που φυσικά αρνήθηκε και απέδωσε σε εφεύρημα των ΜΜΕ- να σώσει το τομάρι του.

Μόνο που οι σχέσεις του με τον φύρερ και η πορεία του στην οργάνωση, όντας ένα από τα πιο παλιά και πιο πιστά όπως φάνηκε τελικά στελέχη της, τον καταδίωκαν συνεχώς. Αυτό συνέβη για παράδειγμα όταν προσπάθησε να πείσει ότι για δεκαπέντε χρόνια, από το 1997 μέχρι το 2012 που εκλέχτηκε βουλευτής, είχε αποκοπεί από την ΧΑ και ήταν ένας απλός καταστηματάρχης επίπλων στα Γιάννενα. Η πρώτη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας με πρόταση του ίδιου του Μιχαλολιάκου και η ένταξή του ξανά τότε -αν είχε φύγει και ποτέ- στην Κεντρική Επιτροπή και το Πολιτικό Συμβούλιο το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε ως «όργανο ταχύτερης λειτουργίας» που έδινε τις «κατευθυντήριες γραμμές», αντέκρουαν την εικόνα του “αποκομμένου” και επιβεβαίωναν το ρόλο του στην πολύ στενή ηγετική ομάδα.

Το ίδιο συνέβη με την απόπειρά του να αποδομήσει το κίνητρο των εγκληματικών πράξεων, τη ναζιστική ιδεολογία. Προσπάθησε να πείσει ότι ο «εθνικοσοσιαλιστικός προσανατολισμός» με τον οποίο ξεκίνησε η ΧΑ όταν ο ίδιος την γνώρισε το ’83 (στην πραγματικότητα την ίδρυσε μαζί με τον Μιχαλολιάκο), εγκαταλείφθηκε μετά το 1992 και πολύ περισσότερο δεν χαρακτήριζε τα κοινοβουλευτικά της χρόνια. Όμως ο σκληρός του δίσκος, μέσα στον οποίο έβριθαν τα χιτλερικά κείμενα, επιστολές, εγκύκλιοι, φωτογραφίες, ένα ανατριχιαστικό υλικό που κάλυπτε όλη την περίοδο ζωής της ΧΑ, αποκάλυπτε την ιδεολογική συνέχεια της συμμορίας.

Εκεί πραγματικά έπρεπε να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Γι’ αυτό και προκαλούσαν τόσο πολύ οι απαντήσεις του. Όχι μόνο τα «ήμουν ρομαντικός το 1989» όπως είπε για την επιστολή του στον στρατηγό των ναζί Ντεγκρέλ. Αλλά και τα «ήταν οικογενειακή πλάκα μετά από εθνική εορτή» που είπε για τις φωτογραφίες με τα παιδιά του που χαιρετούσαν ναζιστικά. Ή τα «ήταν χάριν τιμής προς τον φίλο που με φιλοξενούσε» που είπε για την φωτογραφία του στον τάφο του Μουσολίνι. 

Έφτασε στο σημείο του απόλυτου εξευτελισμού όταν ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει την πρωτότυπη ναζιστική σφραγίδα της οργάνωσης καθώς «κυκλοφορούσαν πολλές στα γραφεία» από κάποιον «κύριο Βασίλη». Εκεί πια, για να αποφύγει περαιτέρω γελοιοποίηση, ο “θεωρητικός” της συμμορίας άρχισε σιγά σιγά να δηλώνει άγνοια για όλα όσα παρέπεμπαν στο ναζιστικό καθεστώς -όπως τι σημαίνει «αγχιβασίην» ή τι ήταν η «λυκοπαγίδα».

Με τον ίδιο τρόπο έβγαλε την ουρά του έξω από όλες τις επιθέσεις. Στο θέατρο Χυτήριο, όπου είχε καταγραφεί να μπαίνει ανενόχλητος σε κλούβα των ΜΑΤ και να απελευθερώνει προσαχθέντα, είπε πως «έναν παππούλη που καθόταν στα σκαλιά της κλούβας βοήθησα». Στον Μελιγαλά δεν είδε κανένα επεισόδιο. Στη Χερσόνησο Ηρακλείου ήταν μέσα στο ξενοδοχείο και δεν πήρε ποτέ χαμπάρι τίποτα. Στην Κόρινθο δεν ήταν σίγουρος αν είχε πάει. Στη Νίκαια πήγε μόνο μια φορά, για κοπή πίττας τον Γενάρη του ’13. «Δεν γνώριζα κανέναν», «δεν ξαναπήγα», είπε, ξεχνώντας τα όσα εκθειαστικά είχε πει τότε για την τοπική. 

Ομολογουμένως όμως έδρα και ακροατήριο έμαθαν και καινούργια πράγματα από την απολογία του. Όπως ότι τις σιδηρογροθιές μπορούσε κάποτε να τις βρει κανείς παντού. Αυτή που είχε στο σπίτι του την είχε πάρει, είπε, από «ένα πανηγύρι» όταν ήταν στη δευτέρα γυμνασίου. Το λάθος του ήταν πως ήταν «μαζώχτρα» και την κράτησε, μαζί με τις φωτογραφίες, τα κείμενα και όλο το υλικό του παρελθόντος. Αυτό το «κακό χούι», κατέληξε, “πληρώνει” τώρα που βρέθηκε στο στόχαστρο των πολιτικών του αντιπάλων.

Ο εκπαιδευτής

Όλο τουπέ και φιγούρα ήταν η απολογία του Ηλία Κασιδιάρη. Με αυτό τον τρόπο προσπάθησε να μετριάσει κάπως το γεγονός ότι, δίπλα στα μεγαλόστομα περί πολιτικής δίωξης, έπρεπε να ξεγυμνωθεί για δεύτερη φορά μπροστά στο δικαστήριο. Γιατί αυτό ακριβώς έκανε από την αρχή μέχρι το τέλος, με υφάκι και υπεροψία μεν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό δε.

Ο φυρερίσκος και εκπαιδευτής των ταγμάτων εφόδου αποκήρυξε τη βία, μιλώντας για «άθλια και καταδικαστέα εγκλήματα» για τα οποία ο ίδιος και η ηγεσία της ΧΑ δεν φέρουν καμία ευθύνη. Ομοίως, απεκδύθηκε της ναζιστικής ιδεολογίας, περιγράφοντας πχ τη φωτογραφία του με τη σημαία της Βέρμαχτ ως προϊόν «φωτομοντάζ» που του έστειλε για πλάκα κάποιος φίλος και διέρευσε στην Εφημερίδα των Συντακτών μέσω της αστυνομίας -παρότι υπερασπίστηκε ως ελευθερία της έκφρασης το να χρησιμοποιεί κανείς όποια σύμβολα θέλει.

Με ένταση αρνήθηκε και τις στρατιωτικές εκπαιδεύσεις όπως και το ρόλο του εκπαιδευτή, ισχυριζόμενος ότι οι σχετικές φωτογραφίες είναι από επίσημες τελετές της λέσχης εφέδρων και την προσωπική του ζωή. Φτάνοντας στον σχεδόν παιδικό ισχυρισμό ότι τα αρχεία που ο ίδιος είχε ονοματίσει με τη λέξη “trainer” ήταν επειδή δεν χωρούσε το... “personal trainer”. Αντίστοιχα απαρνήθηκε τη σβάστικα στο μπράτσο και το ναζιστικό χαιρετισμό, επαναλαμβάνοντας τη γελοία εξήγηση που έχουν επιστρατεύσει όλοι περί “αρχαιοελληνικών παραστάσεων και συμβόλων”.

Παρότι απέφυγε να σχολιάσει δηλώσεις του Μιχαλολιάκου, τονίζοντας μόνο με νόημα ότι έχει φύγει πια από τη ΧΑ, “άδειασε” ψυχρά, όπως είχε κάνει και πρωτόδικα, τα τάγματα εφόδου και τη Νίκαια. «Να μην μιλήσω!» δήλωσε εμφατικά για την συγκεκριμένη τοπική και το σενάριο που έχουν κατασκευάσει κάποιοι εκ των κατηγορουμένων ότι το βράδυ της δολοφονίας Φύσσα μαζεύτηκαν για να μοιράσουν τρικάκια.

«Ψέματα», «συκοφαντίες», «αθλιότητες» υποστήριξε για όλες τις μαρτυρίες και τα στοιχεία που τον εμπλέκουν σε επιθέσεις της οργάνωσης, όπως στο παλιό Εφετείο, το πογκρόμ του 2011 ή τον Μελιγαλά -ακόμα κι αν προέρχονται από συνομιλίες μελών της οργάνωσης. Δήλωσε επίσης ότι δεν του άρεσαν οι στολές παραλλαγής και γι’ αυτό δεν τις φορούσε -παρά μόνο «το μπλουζάκι που ήταν σήμα κατατεθέν εκείνη την εποχή»- καθώς και ότι η παρέλαση στον Μελιγαλά ήταν στο πρότυπο των σχολικών εορτών «προς τιμήν των πεσόντων».

Για όλες τις ατάκες του που υποδήλωναν εγκλήματα είχε και από μία απίστευτη ερμηνεία. Όπως για παράδειγμα ότι όταν έλεγε «οι καλύτερες δουλειές γίνονται τη νύχτα» αναφερόταν «στη δράση των αστυνομικών δυνάμεων» που κάνει «βραδυνές εφόδους». Και ισχυρίστηκε ότι αν είπε και μια κουβέντα παραπάνω, όπως πχ στη Χερσόνησο Ηρακλείου όπου απειλούσε τον αστυνομικό διευθυντή «με νεκρούς μέχρι το βράδυ» ή αν σήκωσε και καμιά φορά το χέρι, όπως πχ με τα χαστούκια την Κανέλη, αυτά ήταν ξεσπάσματα της στιγμής, «απρεπέστατα» και «ατυχή» που τα μετάνιωσε αμέσως. Μόνο “νερό και αλάτι” δεν είπε.

Το “ευαγγέλιο” του Κασιδιάρη ήταν η εισαγγελική πρόταση της Αδαμαντίας Οικονόμου στο πρωτόδικο δικαστήριο. Σε όλη τη διάρκεια της απολογίας του, διάβαζε και ξαναδιάβαζε αποσπάσματα από εκείνη την προσβλητική για τα θύματα αθωωτική αγόρευση που απέδιδε τα εγκλήματα σε μεμονωμένα μέλη και όχι σε κεντρικό σχεδιασμό ή εντολή. «Ο δολοφόνος του Φύσσα δολοφόνησε και τη ΧΑ», επανέλαβε από την Οικονόμου, προχωρώντας το και σε προσωπικό επίπεδο. «Με δολοφόνησε κι εμένα, γιατί έχω περάσει έξι χρόνια στη φυλακή», είπε θρασύτατα, βεβηλώνοντας τη μνήμη του Παύλου και δείχοντας μια άνευ προηγουμένου ασέβεια προς την οικογένειά του.

Για να στηρίξει μάλιστα το αφήγημα των μεμονωμένων μελών, δήλωσε ότι αναγνωρίζει ως λάθος της ηγεσίας της ΧΑ το ανεξέλεγκτο άνοιγμα γραφείων μετά την εκλογική άνοδο του 2012, καθώς έτσι “τρύπωναν” οι Ρουπακιάδες. Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι εκεί μέσα “γεννιούνταν” οι Ρουπακιάδες -εκεί εκπαιδεύονταν και γίνονταν “τούμπανο”, από εκεί εφορμούσαν. Όπως ακριβώς προειδοποιούσε από την πρώτη στιγμή το αντιφασιστικό κίνημα, όταν μιλούσε για “γραφεία-ορμητήρια” δολοφονικών επιθέσεων κάτω από τη μάσκα του “νόμιμου πολιτικού κόμματος”.

Κι ο εκτελεστής

Καμία έκπληξη δεν προκάλεσαν όσα ισχυρίστηκε ο Γιάννης Λαγός. Τα περισσότερα τα έχει πει και ξαναπεί με διάφορους τρόπους στα τρεισίμιση χρόνια της δίκης, αδυνατώντας κάθε φορά να δικαιολογήσει το γεγονός ότι και τα τρία μείζονα εγκλήματα της δίκης (δολοφονία Φύσσα, απόπειρα ανθρωποκτονίας Αμπουζίντ Εμπάρακ, επίθεση στους συνδικαλιστές της Ζώνης) έγιναν στη δική του περιοχή ευθύνης εκ μέρους της συμμορίας. Όπως και το γεγονός ότι σε όλα έχει βάλει την σφραγίδα του, με μηνύματα, προαναγγελίες, συνομιλίες.

Παρόλα αυτά, επέμεινε ότι ουδέποτε έδωσε εντολή για τη δολοφονία Φύσσα και ότι τα τηλεφωνήματά του εκείνο το βράδυ με τον πυρηνάρχη Πατέλη ήταν για την προετοιμασία ομιλίας του Μιχαλολιάκου στην τοπική δυο μέρες μετά (ο φύρερ πρωτόδικα είχε πει ότι δεν είχε αποφασίσει αν θα πάει) καθώς και συσσιτίου της οργάνωσης τέσσερις μέρες αργότερα. Όσο για τα τηλεφωνήματα που έγιναν αμέσως μετά τη δολοφονία και όλες τις επόμενες μέρες, είπε πως ήταν για να μάθει και να βγάλει άκρη για το τι ακριβώς συνέβη.

Μη μπορώντας να ισχυριστεί όπως οι υπόλοιποι της ηγεσίας ότι δεν γνώριζε τον Ρουπακιά, τον παρουσίασε σαν έναν «κακομοίρη άνεργο» που τον είχε λυπηθεί ο Πατέλης και τον είχε για να βοηθάει στα γραφεία. Συμπληρώνοντας στη συνέχεια κι αυτός πως όλα έγιναν από τη «χαώδη κατάσταση» που έφερε το άνοιγμα πολλών γραφείων.

Για ακόμα μια φορά αρνήθηκε ότι η δολοφονική επίθεση στους Αιγύπτιους αλιεργάτες έγινε από μέλη της οργάνωσης και ότι όσα είχε πει ο ίδιος το ίδιο πρωί δημόσια ότι «οι Αιγύπτιοι ψαράδες στο εξής θα δίνουν λογαριασμό στη ΧΑ» αποτελούσαν προαναγγελία. Ομοίως αρνήθηκε ότι οργάνωσε το χτύπημα στους συνδικαλιστές της Ζώνης, παρότι τα μηνύματά του πριν και μετά την επίθεση αλλά και οι αντίστοιχες δημόσιες απειλές εναντίον τους ένα μήνα νωρίτερα δεν αφήνουν καμία αμφιβολία.

Όσο και αν προσπάθησε να συγκρατηθεί και να διατηρήσει ένα χαμηλό προφίλ -σε αντίθεση με αυτό των ξεσπασμάτων που είχε κατά τη διάρκεια της δίκης με φωνές και βρισιές προς την έδρα- ο ρατσισμός και το αντιαριστερό μένος του έβραζαν. Έτσι δεν άντεξε να μην επιτεθεί στους Αιγύπτιους κατηγορώντας τους ότι «πουλούσαν τα ψάρια τους πιο φτηνά» ή στο ΠΑΜΕ που «σιγά, μια φορά έφαγαν ξύλο κι αυτοί από χρυσαυγίτες» και έγινε ολοκληρο θέμα για «το τριχωτό της κεφαλής του Πουλικόγιαννη».

Με τον ίδιο τρόπο μείωσε τη σημασία όλων των γεγονότων, όπως στο Μελιγαλά ή την επίθεση στο Συνεργείο -για την οποία θυμίζουμε έχει καταδικαστεί αμετάκλητα. Ίσως η πιο ειλικρινής του στιγμή ήταν στο τέλος όταν παραδέχτηκε ότι συνεχίζει στη σκληρή χρυσαυγίτικη γραμμή. «Δεν αδειάζω εγώ», «όλοι λιγοψύχησαν», «θα το ξαναέκανα αν μου δινόταν η ευκαιρία», «γι’ αυτό έφυγα, γιατί ήθελα να πολεμήσω», «να είμαστε παρών στο πεζοδρόμιο», ήταν κάποια από τα λόγια του, έστω κι αν ισχυριζόταν ότι δεν εννοούσε ως διευθυντής εγκληματικής οργάνωσης.

Στο τέλος της συνεδρίασης, ο συνήγορος του Ρουπακιά διάβασε μια δήλωση του πελάτη του με την οποία ο δολοφόνος του Φύσσα έκανε μια αποτυχημένη απόπειρα να εξηγήσει τι έγινε εκείνο το βράδυ βγάζοντας λάδι τη ΧΑ και ζητώντας υποκριτικά συγνώμη από την οικογένεια του Παύλου. Η αποχώρηση της Μάγδας Φύσσα και των υπόλοιπων συγγενών και φίλων από την αίθουσα ήταν η απάντηση που πήρε.

 


 

Μέχρι την καταδίκη

Δυναμική ήταν η αντιφασιστική συγκέντρωση έξω από το Εφετείο Αθηνών την τελευταία μέρα των απολογιών των νεοναζί δολοφόνων της Χρυσής Αυγής. Πλήθος κόσμου ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της ΚΕΕΡΦΑ και άλλων οργανώσεων και συλλογικοτήτων, φωνάζοντας συνθήματα που απαιτούσαν την αμετάκλητη καταδίκη της ναζιστικής συμμορίας. Πολλοί/ες μπήκαν στην δικαστική αίθουσα και παρακολούθησαν τη διαδικασία στη συνέχεια, στο πλευρό της Μάγδας Φύσσα και άλλων θυμάτων της εγκληματικής οργάνωσης.

Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης έγιναν σύντομοι χαιρετισμοί. «Οι εργαζόμενοι/ες αυτής της χώρας, με τα συνδικάτα και τα σωματεία μας, ήμασταν πάντα στην πρώτη γραμμή σε κάθε αγώνα και μάχη ενάντια στον φασισμό, ενάντια στη ΧΑ, ενάντια στις φασιστικές επιθέσεις», είπε η Κατερίνα Πατρικίου, πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζόμενων Νοσοκομείου Άγιος Σάββας. «Δεν αφήσαμε καμία επίθεση σε μετανάστη, σε εργαζόμενο, σε νεολαίο, αναπάντητη. Με αποφάσεις, με συζητήσεις, με διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις, βρεθήκαμε πάντα στο δρόμο», συνέχισε, φέρνοντας το παράδειγμα των υγειονομικών:

«Οι εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία βρεθήκαμε απέναντι σε κάθε ρατσιστική απόφαση της κυβέρνησης και του Υπουργείου. Δεν αφήσαμε ποτέ κανένα μετανάστη με ή χωρίς χαρτιά, με ή χωρίς ΑΜΚΑ να μείνει χωρίς περίθαλψη, παρά τις απειλές και τις επιθέσεις. Έτσι θα συνεχίσουμε, με την πάλη και τον αγώνα, ενωμένοι ενάντια στον ρατσισμό, για σύνορα ανοιχτά, για χαρτιά για όλους, για να μπουν στη φυλακή για πάντα οι νεοναζί».

«Χαιρετίζω τη σημερινή αντιφασιστική συγκέντρωση και επισημαίνω ότι τώρα που η δίκη της ΧΑ, μετά από 195 δικασίμους σε τρισήμισι χρόνια, από τις 15 Ιουνίου 2022, πλησιάζει προς το τέλος της, πρέπει να είμαστε εδώ πιο συχνά, μέσα και έξω από τα δικαστήρια και σε εκδηλώσεις, για να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε τη νίκη του αντιφασιστικού κινήματος με μια τελεσίδικη καταδίκη και να μην τους δώσουμε την ευκαιρία είτε να αθωωθούν είτε να πέσουν στα μαλακά», τόνισε ο Κώστας Παπαδάκης, δικηγόρος της Πολιτικής Αγωγής. «Συνεπώς δεν επαναπαυόμαστε στο αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης, ο αγώνας συνεχίζεται, για να αποτελέσει οριστικό παρελθόν η εγκληματική δράση των ταγμάτων εφόδου και να μην έχουμε άλλο Σαχζάτ Λουκμάν, Παύλο Φύσσα».

Στη συνέχεια ενημέρωσε για τη δικαστική διαδικασία και έκλεισε λέγοντας: «Αντιλαμβάνεστε ότι η αποδεικτική διαδικασία τελειώνει σήμερα. Ο χρόνος που επακολουθεί είναι για την εισαγγελική πρόταση που πρέπει να είμαστε πάλι εδώ, στη συνέχεια για τις αγορεύσεις των συνηγόρων υποστήριξης κατηγορίας και στη συνέχεια των συνηγόρων υπεράσπισης. Η συνέχεια επί της οθόνης».

Κλιμάκωση

«Οι φοιτητές/ριες ήταν πάντα μπροστά στον αγώνα ενάντια στον ρατσισμό και τον φασισμό, με αποφάσεις από τους φοιτητικούς συλλόγους, με μαζικό φοιτητικό κίνημα», ξεκίνησε η Μαριάννα Σπυριδάκη, μέλος του Φοιτητικού Συλλόγου Φιλοσοφικής. «Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη βάζει μπάτσους μέσα στις σχολές και εντείνει την καταστολή, το φοιτητικό κίνημα μαζί με το εργατικό είναι δυνατά και μπορούν να κλείσουν για πάντα τους φασίστες στη φυλακή, μπορούν να ρίξουν την κυβέρνηση και το σύστημά της», συνέχισε, καλώντας «στις 6 Νοέμβρη στο πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο που θα ενωθεί με τους απεργούς εργαζόμενους των νοσοκομείων» και σε κλιμάκωση «με καταλήψεις στα πανεπιστήμια για να ανοίξουμε το δρόμο για μια άλλη κοινωνία».

«Είναι ώρα να τσακίσουμε τους φασίστες και τη ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησης που τους ανοίγει ξανά το δρόμο. Αυτή η δίκη πρέπει να ολοκληρωθεί, να πάνε ξανά στη φυλακή οι νεοναζί δολοφόνοι με μεγαλύτερες ποινές. Να μην τολμήσουν να τους ρίξουν στα μαλακά», τόνισε με τη σειρά του ο Πέτρος Κωνσταντίνου, συντονιστής της ΚΕΕΡΦΑ. «Αν έπαιξε ρόλο κάτι για να φτάσουμε να διαλύσουμε τη ΧΑ, δεν ήταν τα δικαστήρια. Ξέρουμε πόσα χρόνια είχαν ασυλία οι νεοναζί, για να μαχαιρώνουν και να χτυπάνε τα τάγματα εφόδου στις γειτονιές μας. Αυτό που τους σταμάτησε ήταν η αντιφασιστική πάλη στις γειτονιές, το εργατικό κίνημα με τις απεργίες, οι φοιτητές που βρέθηκαν σε όλες τις μάχες εναντίον τους», θύμισε και συνέδεσε τα μέτωπα:

«Μας λένε ότι για όλα τα προβλήματα, την ακρίβεια και τη φτώχεια, φταίνε οι μετανάστες. Ενώ ξέρουμε πολύ καλά ότι οι δισεκατομμυριούχοι φίλοι τους είναι που κάνουν τις αρπαχτές, ότι οι έμποροι όπλων τρίβουν τα χέρια τους με τα δισεκατομμύρια που δίνουν για να κάνουν τους χωροφύλακες σε βάρος του λαού της Γάζας. Θα μας βρουν μπροστά τους. Συνεχίζουμε για να διώξουμε την κυβέρνηση των Τεμπών και της Πύλου, αυτών που ευθύνονται για το μεγαλύτερο ρατσιστικό έγκλημα, τον πνιγμό 600 προσφύγων. Όλες οι μάχες ενώνονται σε ένα κοινό ρυάκι της σύγκρουσης με αυτό το σύστημα», είπε και έκλεισε καλώντας στο μονοήμερο εκδηλώσεων του ΣΕΚ στις 9 Νοέμβρη στο Πάντειο «Το μέλλον μας δεν είναι ο καπιταλισμός».