Οικονομία και πολιτική
Η ελληνοτουρκική κρίση: Προς “διάλογο” με πολεμικές κραυγές και μεσολαβητές-εμπρηστές του πολέμου

Το πρωτοσέλιδο της αδερφής εφημερίδας στην Τουρκία Sosyalist Isci: “Ο Τουρκικός κι ο Ελληνικός λαός είναι αδέρφια. Όχι στον πόλεμο σε Αιγαίο και Μεσόγειο”.

Είναι δύσκολο να καταμετρήσει κανείς πόσες φορές μέσα στον τελευταίο μήνα το ελληνικό και το τουρκικό κράτος πραγματοποίησαν πολεμικές “ασκήσεις” σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Ανακοίνωσαν navtex ως επί το πλείστον στις ίδιες θαλάσσιες περιοχές. Κήρυξαν έκτακτες επιφυλακές του στρατού, σήκωσαν τα εθνικά λάβαρα και εξέδωσαν πολεμικά ανακοινωθέντα. Αλλά και προχώρησαν σε συναντήσεις με αξιωματούχους χωρών της ΕΕ και των ΗΠΑ και εξέφρασαν τη διάθεσή τους για “ειλικρινή διάλογο”. 

“Επιδιώκουμε με όλους γέφυρες ειρήνης, καλής πίστης και συνεργασίας. Με αυτή την πολιτική αρχών διαπραγματευτήκαμε και υπογράψαμε τις συμφωνίες οριοθέτησης των Θαλασσίων Ζωνών μας με την Ιταλία και, πρόσφατα, με την Αίγυπτο” δήλωσε  πριν από πέντε μέρες στο διάγγελμά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης. “Δεν φοβόμαστε τον διάλογο, ακόμη και τον πιο δύσκολο, γιατί έχουμε πίστη στο δίκαιο των θέσεών μας. Ομως διάλογος με προκλήσεις και σε κλίμα έντασης είναι, προφανώς, άνευ αντικειμένου”.

Η εικόνα που αναπαράγει η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ στην Ελλάδα είναι παρόμοια με αυτή του πρωθυπουργού: Το ελληνικό κράτος επιδιώκει την ειρήνη, το διάλογο και τη σταθερότητα έχοντας στο πλευρό του περίπου όλη τη διεθνή διπλωματία, “αμυνόμενο” απέναντι στις παράλογες επιθετικές διεκδικήσεις του Ερντογάν που ασκεί “πολιτική των όπλων” καταπατώντας τα ελληνικά “κυριαρχικά δικαιώματα”.  

Σε αντίστοιχους τόνους κινείται και η διπλωματία του Ερντογάν που στις 10 Αυγούστου δήλωνε: «H Τουρκία δεν έχει βλέψεις στα νόμιμα δικαιώματα, στα εδάφη ή στις θάλασσες των άλλων. Όμως θέλουμε κι εμείς να μας προσεγγίζουν με τον ίδιο τρόπο. Δεν θα επιτρέψουμε να αγνοούν την Τουρκία με την τεράστια έκταση των 780 τετρ. χιλιομέτρων εδαφών και να προσπαθήσουν να την εγκλωβίσουν στις ακτές της με κάποια νησιά λίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων”. 

Και οι δύο είναι εξίσου υποκριτές - και όταν κουνάνε τάχα “κλαδί ελαίας” και όταν αλαλάζουν απειλώντας να ξεθάψουν το τσεκούρι του πολέμου. Στην πραγματικότητα ο παραλογισμός που ζούμε τις τελευταίες εβδομάδες δεν είναι τίποτε άλλο από την κορύφωση του ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο άπληστες και αδηφάγες άρχουσες τάξεις που τρέχουν να πλασαριστούν στις καλύτερες δυνατές -διπλωματικά και στρατιωτικά- θέσεις πάνω στο ζήτημα όχι μόνο της μοιρασιάς των ΑΟΖ αλλά συνολικότερα του γεωπολιτικού και στρατιωτικού ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου. 

Πρόκειται για έναν αγώνα δρόμου στον οποίο βέβαια εμπλέκονται και οι υπόλοιπες μεγάλες τοπικές περιφερειακές αλλά και οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που ήδη έχουν μπει ενεργά στο παιχνίδι αναπτύσσοντας διπλωματικές πρωτοβουλίες σε ρόλο “διαμεσολαβητή”. Έναν αγώνα δρόμου που έχει ήδη πίσω του τουλάχιστον μια δεκαπενταετία, από τότε που δίπλα στους παλαιότερους ελληνοτουρκικούς ανταγωνισμούς για το Αιγαίο και την Κύπρο, ήρθαν να προστεθούν οι  καινούργιοι, για τις ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Διπλωματία και πολεμικές κινήσεις

Tην τελευταία διετία αυτός ο αγώνας δρόμου έφτασε μέχρι και το έδαφος της Λιβύης με το ελληνικό κράτος να υποστηρίζει τον πολέμαρχο Χαφτάρ απέναντι στην κυβέρνηση του Σάρατζ την οποία στήριζε η Τουρκία, με τα δύο μέρη να εμπλέκονται ξεδιάντροπα και ενεργά στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται στη χώρα. 

Ο ανταγωνισμός κλιμακώθηκε ξανά το καλοκαίρι με τον Ερντογάν να στέλνει τη μια το Ορούτς Ρέις την άλλη το Μπαρμπαρός σε ΑΟΖ που είτε η Ελλάδα, είτε η Αίγυπτος, είτε η Κύπρος θεωρούν δικές τους με τους στόλους να φτάνουν στα πρόθυρα θερμών επεισοδίων – όπως αυτό στα τέλη Ιούλη, που αποκλιμακώθηκε με παρέμβαση της Μέρκελ και υποσχέσεις και από τις δύο πλευρές για διάλογο.

Αυτό που ακολούθησε ήταν το ταξίδι του Δένδια στην Αίγυπτο και η υπογραφή της μερικής Ελληνο-Αιγυπτιακής συμφωνίας για τις ΑΟΖ που ήρθε σαν απάντηση στο χαρτί της Τουρκο-Λιβυκής συμφωνίας. Προκειμένου να εξασφαλίσει στα γρήγορα το διπλωματικό χαρτί της συμφωνίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συμφώνησε σε όλα τα αιτήματα της Αιγύπτου που μέχρι τώρα απέρριπτε ενώ οι δύο χώρες φρόντισαν να αφήσουν απ' έξω το κομμάτι ανατολικά της Ρόδου έως και το Καστελόριζο, περιοχή για την οποία θα συνεχιστούν οι συνομιλίες. Η απάντηση από τον Ερντογάν ήταν νέα έξοδος του Ορούτς Ρέις και νέο επεισόδιο που έφτασε μέχρι και σε σύγκρουση μιας τουρκικής και μιας ελληνικής φρεγάτας εν μέσω “ελιγμών” ενώ πραγματοποιούνταν ελληνογαλλική άσκηση στην περιοχή.

Σε αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι οι διπλωματικές κινήσεις προκαλούν και εναλλάσσονται με  βόλτες των πολεμικών στόλων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ενόψει μιας διαπραγμάτευσης που έχει αρχίσει να παίρνει διεθνή χαρακτήρα. 

Το πόσο ψεύτικες είναι οι διακηρύξεις ότι οι διαφορές θα λυθούν με διάλογο φαίνεται και από τον ρόλο όλων των διεθνών “διαμεσολαβητών” που παρεμβαίνουν προφανώς για τα δικά τους συμφέροντα: 

Της Γαλλίας, που διεκδικεί όλο και πιο ενεργό ρόλο, υποστηρίζοντας τον Χαφτάρ στη Λιβύη, έχοντας αμολήσει τον γαλλικό στόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και με τον Μακρόν να το παίζει “εγγυητής” στο Λίβανο και υποστηρικτής της ελληνικής κυβέρνησης. 

Της Γερμανίας, η οποία μην έχοντας και αεροπλανοφόρο στη Μεσόγειο, επιδιώκει τουλάχιστον να βρεθεί στο επίκεντρο διπλωματικών πρωτοβουλιών παζαρεύοντας ανταλλάγματα που σχετίζονται με την οικονομική της δύναμη – για παράδειγμα στην ΕΕ και τις χρηματοδοτήσεις στην Τουρκία για το προσφυγικό και όχι μόνο. 

Αλλά και των ΗΠΑ και της Ρωσίας με ακόμη μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, που δεν θέλουν να μείνουν έξω από τη σκακιέρα στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Η εμπλοκή τους, όπως έχει συμβεί κάθε φορά μέχρι τώρα στην παλαιότερη και πρόσφατη ιστορία, δεν οδηγεί σε αποκλιμάκωση αλλά σε κλιμάκωση των ανταγωνισμών και της πολεμικής απειλής στην περιοχή.

Αυτή είναι η βρώμικη εικόνα των συμμαχιών και των συμφερόντων που κρύβεται πίσω είτε από τις εθνικιστικές κορώνες είτε από τις φιλειρηνικές δηλώσεις του Μητσοτάκη. 

Και η Αριστερά; 

Δυστυχώς όμως η αντιπολίτευση που κάνουν οι ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς στην κυβέρνηση της ΝΔ για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών είναι από τα δεξιά. 

Ο Τσίπρας και συνολικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όταν δεν συναινεί με τη Νέα Δημοκρατία για τις κινήσεις της, την εγκαλεί για “έλλειψη στρατηγικής” ή ακόμη χειρότερα την καλεί να βγάλει τις φρεγάτες πιο αποφασιστικά.  Ο Τσίπρας έφτασε στο σημείο σε συνέντευξη του στην ΕφΣυν να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι η συμφωνία με την Αίγυπτο ευνοεί την Τουρκία, ενώ το Δεκαπενταύγουστο ξεπέρασε και τους δεσποτάδες σε ύμνους για την “υπέρμαχο στρατηγό” Παναγία.

Το ΚΚΕ, ό,τι γενικόλογα και να λέει ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και υπέρ της ειρήνης των λαών, στην πράξη καταλήγει να μιλάει αποκλειστικά για την “επιθετικότητα της τουρκικής αστικής τάξης” ξεχνώντας την ελληνική επιθετικότητα. Αποδέχεται ότι οι ΑΟΖ αποτελούν  “κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας” - κάνοντας κριτική στην κυβέρνηση, πχ για την πρόσφατη ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία ότι “αφήνει αδιευκρίνιστο το τι ανήκει σε ποιον από τη Ρόδο και ανατολικά μέχρι το Καστελόριζο και μειωμένη επήρεια ακόμα και για την Κρήτη”. 

Το ΜέΡΑ25 με δικό του δελτίο Τύπου ισχυρίζεται ότι: “Απαντώντας σε ερώτημα του Γραμματέα του ΜέΡΑ25, ο Πρωθυπουργός είπε ότι το Oruc Reis βρίσκεται σε περιοχή εκτός της ΑΟΖ που συμφωνήθηκε πρόσφατα με την Αίγυπτο και στο απώτατο όριο της υφαλοκρηπίδας που θα κατοχύρωνε το Δικαστήριο της Χάγης στην Ελλάδα ακόμα κι αν αποδεχόταν εκατό τοις εκατό τα ελληνικά επιχειρήματα. Από αυτή την άποψη, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε αισιόδοξος ότι η ένταση των ημερών βαίνει προς εκτόνωση και δείχνει το δρόμο προς διαπραγματεύσεις". Η πρόταση που κάνει για “Διεθνή Διάσκεψη όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου” καλλιεργεί την αυταπάτη ότι όλα αυτά τα αρπακτικά θα μπορούσαν να καταλήξουν ωραία και ειρηνικά και μάλιστα χωρίς την επιδιαιτησία των μεγάλων προστατών τους, που ήδη παίρνουν τις πρωτοβουλίες για τέτοιου τύπου διεθνείς διασκέψεις.   

Η μόνη ρεαλιστική απάντηση που έχει να προτείνει η Αριστερά στην εργατική τάξη και στις δύο πλευρές του Αιγαίου κόντρα στα επικίνδυνα παιχνίδια της ελληνικής και της τουρκικής άρχουσας τάξης, κόντρα στα παιχνίδια των ιμπεριαλιστών και βέβαια των μεγάλων πολυεθνικών τα συμφέροντα των οποίων εκφράζουν, είναι αυτή της διεθνιστικής εργατικής αλληλεγγύης. Δεν πολεμάμε για τις ΑΟΖ, δεν πολεμάμε σε ένα πόλεμο που είναι άδικος και ενάντια στο κοινό ταξικό συμφέρον της εργατικής τάξης σε Ελλάδα και Τουρκία. 

Αντίθετα συγκρουόμαστε με την πολεμοκάπηλη και εθνικιστική πολιτική δίνοντας τη μάχη ο καθένας μέσα στη δική του χώρα ενάντια στην πολιτική των κυβερνήσεων που θυσιάζουν τις ανάγκες μας στο βωμό όχι μόνο του κέρδους αλλά και των ανταγωνισμών τους. Λέγοντας στοπ στις πολεμικές δαπάνες που συνεπάγονται αυτοί οι ανταγωνισμοί και απαιτώντας δαπάνες για την Υγεία, την Παιδεία, την αντιμετώπιση της ανεργίας -ιδιαίτερα σήμερα, με τη νέα βαθιά οικονομική κρίση να έχει ξεκινήσει και με την απειλή της επιδημίας του κορονοϊού να συνεχίζεται.