Τα ξημερώματα της 31 Ιανουαρίου του 1968 οι Βιετκόνγκ -όπως υποτιμητικά ονόμαζαν οι Αμερικάνοι κατακτητές τους Βιετναμέζους αντάρτες και στρατιώτες που πολεμούσαν εναντίον τους- κατάφεραν ένα θανάσιμο πλήγμα στο γόητρο του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η «Επίθεση της Τετ», όπως έχει μείνει στην ιστορία, ήταν ένα σημείο καμπής όχι
μόνο για τον ίδιο τον πόλεμο στο Βιετνάμ αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο Μάης του ’68 -η εξέγερση που ξεκίνησε από τους φοιτητές του Παρισιού και απλώθηκε μέσα στους επόμενους μήνες σε ολόκληρο τον κόσμο- χρώσταγε πολλά στο θάρρος και τη μαχητικότητα των ανταρτών που τόλμησαν εκείνο το πρωϊνό να επιτεθούν στον ισχυρότερο στρατό του κόσμου.
Το Βιετνάμ ήταν από το 1800 γαλλική αποικία. Τον Σεπτέμβρη του 1940, με την έγκριση της φιλοναζιστικής γαλλικής κυβέρνησης του Βισύ, Ιαπωνικά στρατεύματα (η Ιαπωνία ήταν σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) εγκαταστάθηκαν στη χώρα. Για τα επόμενα πέντε χρόνια το Βιετνάμ ελεγχόταν από κοινού από τους Γάλλους αποικιοκράτες και τα κατοχικά στρατεύματα της Ιαπωνίας. Οι Ιάπωνες έφυγαν τον Αύγουστο του 1945, μετά τους βομβαρδισμούς της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.
Αλλά το τέλος του πολέμου δεν έφερε την ειρήνη στο Βιετνάμ. Το κέντρο της αντίστασης στη διάρκεια της κατοχής ήταν οι «Βιετμίνχ», ένα εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο που είχε ιδρυθεί το 1941 από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδοκίνας. Το κύριο μέλημα των ΗΠΑ, μετά την αποχώρηση της Ιαπωνίας, ήταν να εμποδίσουν την «κατάληψη» της χώρας από τους «κομμουνιστές». Με τη βοήθεια και την στήριξη τους οι Γάλλοι επέστρεψαν και ο πόλεμος συνεχίστηκε για περίπου δέκα χρόνια ακόμα – μέχρι την ιστορική ήττα των γαλλικών στρατευμάτων στην μάχη του Ντιέν Μπιέν Φου το 1954.
Αλλά ούτε αυτή ήταν αρκετή για να φέρει την ειρήνη: οι «ειρηνευτικές συνομιλίες» που ακολούθησαν χώρισαν το Βιετνάμ στα δυο, σε ένα «κομμουνιστικό» Βόρειο Βιετνάμ και ένα «ελεύθερο» Νότιο Βιετνάμ – που ελεγχόταν στην πραγματικότητα από μια κυβέρνηση μαριονέτα των Αμερικάνων. Και ο πόλεμος συνεχίστηκε, τυπικά για δυο ακόμα δεκαετίες - μέχρι την οριστική και ταπεινωτική αποχώρηση των δυνάμεων των ΗΠΑ τον Απρίλιο του 1975. Οι βάσεις για αυτή την ιστορική ήττα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού τέθηκαν εκείνο το πρωϊνό της 31 Ιανουαρίου του 1968.
Η επίθεση
Η 31η Ιανουαρίου του 1968 ήταν η πρώτη ημέρα της Τετ, του γιορτασμού της Πρωτοχρονιάς (είναι μια κινητή γιορτή στο Βιετνάμ). Οι Αμερικάνοι στρατηγοί πίστευαν ότι οι εχθροπραξίες θα σταματούσαν, όπως γινόταν κάθε χρόνο, εκείνη την ημέρα. Αλλά έπεσαν έξω. Αντί για αυτό βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια συντονισμένη επίθεση σε πάνω από εκατό στρατιωτικές βάσεις και πόλεις – πολλές από τις οποίες «έπεσαν» για πολλές μέρες ή ακόμα και εβδομάδες στα χέρια του εχθρού. Στην ίδια την Σαϊγκόν, την πρωτεύουσα του Νότιου Βιετνάμ, οι αντάρτες επιτέθηκαν στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, σκότωσαν τους φρουρούς και άνοιξαν μια τρύπα στα «τείχη» της – χωρίς να καταφέρουν όμως να την καταλάβουν πραγματικά.
Από στενά στρατιωτική άποψη η επίθεση της Τετ ήταν αποτυχία. Οι ΗΠΑ μετά το αρχικό σοκ εξαπέλυσαν μια τρομαχτική αντεπίθεση σε βάρος των δυνάμεων των «Βιετκόνγκ» που βύθισε τη χώρα στο αίμα. Από τις 84 χιλιάδες των μαχητών που είχαν πάρει μέρος στην επίθεση οι 58 χιλιάδες δεν επέστρεψαν ποτέ – άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι τραυματίστηκαν βαριά και άλλοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Από τους 19 «κομμάντο» που προσπάθησαν να καταλάβουν την αμερικανική πρεσβεία δεν επέζησε κανένας. Οι πόλεις και τα χωριά που είχαν «συνεργαστεί με τους κομμουνιστές» τιμωρήθηκαν παραδειγματικά. Η Μπεν Τρε, μια πόλη κοντά στην Σαϊγκόν, ισοπεδώθηκε από τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς. «Έπρεπε να καταστρέψουμε την πόλη για να τη σώσουμε» δήλωσε κυνικά ο Αμερικάνος στρατηγός που ήταν υπεύθυνος για την ανακατάληψή της. Στη Χιού, μια άλλη πόλη κοντά στην Σαϊγκόν, ισοπεδώθηκε, ύστερα από μια μάχη που κράτησε 26 ημέρες, το 80% των κατοικιών της. Τον Μάρτιο του 1968 ο αμερικανικός στρατός δολοφόνησε εν’ ψυχρώ πάνω από 300 αμάχους -γέρους, νέους και μικρά παιδιά στο χωριό Μι Λάι. Σήμερα υπεύθυνος για αυτό το φριχτό έγκλημα θεωρείται ο επικεφαλής της διμοιρίας Γουίλιαμ Κάλεϋ. Αλλά είναι προφανές ότι δεν ήταν ένα μεμονωμένο έγκλημα: οι λιγοστοί αμερικανοί στρατιώτες που προσπάθησαν να σταματήσουν τη σφαγή καταγγέλθηκαν στη γερουσία σαν «προδότες» και δέχονταν για πολύ καιρό «ανώνυμες» απειλές.
Πανωλεθρία για τις ΗΠΑ
Πολιτικά, όμως, η επίθεση της Τετ ήταν μια πανωλεθρία για τις ΗΠΑ. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν ήδη μισητός στις ΗΠΑ, πολύ πριν την 31η Ιανουαρίου του 1968. Στις 17 Απριλίου 1965 μια μεγάλη συγκέντρωση στην Ουάσιγκτον συγκέντρωσε χιλιάδες αντιπολεμικούς διαδηλωτές. Τον Οκτώβρη του 1965 έγιναν διαδηλώσεις σε πάνω από 40 αμερικανικές πόλεις. Τον Απρίλιο του 1967 διαδήλωσαν στη Νέα Υόρκη πάνω από 300 χιλιάδες. Ο πόλεμος δεν ήταν μόνο άδικος απέναντι στο ίδιο το Βιετνάμ: ήταν άδικος απέναντι και στα ίδια τα φτωχά, λαϊκά στρώματα της νεολαίας που η κυβέρνηση έστελνε στο μέτωπο να πεθάνουν.
Το αντιπολεμικό κίνημα συναντήθηκε, όχι τυχαία, με το κίνημα για τα δικαιώματα των Μαύρων που είχε ξεσπάσει λίγα χρόνια πριν στις ΗΠΑ. «Ο πόλεμος αυτός», έλεγε τον Απρίλη του 1967 ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο πιο διάσημος ηγέτης του κινήματος για τα δικαιώματα των Μαύρων, «έχει καταστρέψει και τις εγχώριες τύχες μας… Οι υποσχέσεις της μεγάλης κοινωνίας έχουν εκτελεστεί στα πεδία των μαχών του Βιετνάμ. Οι επιταγές αυτού του διευρυμένου πολέμου έχουν στενέψει τις υποσχέσεις των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας κάνοντας τους φτωχούς – και τους Νέγρους- να πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα τόσο στο μέτωπο όσο και εδώ».
Η επίθεση της Τετ άλλαξε ριζικά τον τρόπο που η αμερικανική κοινή γνώμη αντιμετώπιζε τον πόλεμο και έδωσε νέα ώθηση στο κίνημα. Το αφήγημα της αμερικανικής κυβέρνησης μέχρι τότε ήταν ότι ο πόλεμος όπου ‘νάναι τελειώνει -με την συντριβή των «ερυθρών» εννοείται. Οι θυσίες του αμερικανικού λαού πιάνουν τόπο. Τώρα ξαφνικά φαινόταν ότι απλά έλεγαν ψέματα. Η βιαιότητα με την οποία τα αμερικανικά στρατεύματα έπνιξαν το Βιετνάμ στο αίμα μετά την επίθεση -και ειδικά το έγκλημα στο Μι Λάι- άρχισαν να προσθέτουν σε αυτά και ηθικά ερωτήματα: ήταν οι ΗΠΑ πράγματι στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», όπως έλεγε ο κυβέρνηση μέχρι τότε;
Το πλήγμα ήταν πολύ βαρύ και για την στρατιωτική ιεραρχία και για τον Πρόεδρο Τζόνσον – που αποφάσισε να μην διεκδικήσει την επανεκλογή του. Οι «Βιετκόνγκ» είχαν καταφέρει να ξεγελάσουν τα αμερικανικά επιτελεία. Χιλιάδες μαχητές από τον βορρά είχαν συγκεντρωθεί στην Σαϊγκόν και τις άλλες πόλεις του νότου κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των αμερικανικών δυνάμεων που νόμιζαν απλά ότι είναι χωρικοί που έρχονται στις πόλεις για να γιορτάσουν την Τετ με τους συγγενείς τους. Χιλιάδες όπλα είχαν κρυφτεί όπου μπορεί να φανταστεί κανείς -τα μετέφεραν ακόμα και σε φέρετρα που υποτίθεται ότι είχαν νεκρούς, χωρίς να τους πάρουν ποτέ είδηση ούτε η αστυνομία της «κυβέρνησης» του Νότου ούτε οι ίδιοι οι Αμερικάνοι. Ακόμα χειρότερα οι Βιετκόνγκ είχαν σκηνοθετήσει μια «μεγάλη επίθεση» ενάντια στην στρατιωτική βάση του Κχε Σανχ που ώθησε τα αμερικανικά επιτελεία να στείλουν ενισχύσεις από τις πόλεις – που έμειναν έτσι πρακτικά ανυπεράσπιστες. Κάποιοι δημοσιογράφοι συνέκριναν το μέγεθος του φιάσκου με την αποτυχία πρόβλεψης της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ στον Β ’Παγκόσμιο Πόλεμο -της χειρότερης πανωλεθρίας του αμερικανικού ναυτικού μέχρι σήμερα.
Το «μείγμα» του αντιπολεμικού κινήματος, των ηθικών ενδοιασμών, της αποκάλυψης των ψεμάτων της κυβέρνησης και της ανικανότητας των στρατιωτικών επιτελείων διέλυσε τον ηθικό του στρατεύματος. Στην ουσία οι φαντάροι σταμάτησαν να πολεμάνε.
Στρατιωτικά, ναι, η επίθεση της Τετ ήταν αποτυχία. Οι «Βιετκόνγκ» έχασαν τη μάχη. Και ο λαός του Βιετνάμ πλήρωσε πολύ ακριβά σε αίμα την ταπείνωση του αμερικάνικου στρατού. Αλλά οι Βιετκόνγκ κέρδισαν τελικά τον πόλεμο. Το 1975 οι τελευταίοι αμερικανοί στρατιώτες έφυγαν με τα ελικόπτερα από την πρεσβεία στην Σαϊγκόν. Και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός προσπαθεί ακόμα να ξεπεράσει το «Σύνδρομο του Βιετνάμ».