Οι εικόνες από τα «επίκαιρα» της εποχής, δείχνουν χαμογελαστούς επιστρατευμένους, πεζή ή φορτωμένοι σε τρένα να κατευθύνονται στα έμπεδα και από κει στις μονάδες τους. Η 28η Οκτωβρίου έχει μείνει έτσι στην επίσημη ιστορία και σε μεγάλο βαθμό στη συλλογική μνήμη, σαν ένα γεγονός, η εισβολή της φασιστικής Ιταλίας, που ένωσε «όλους τους Έλληνες».
Βέβαια, υπήρχε ένα στοιχείο αταίριαστο με αυτή την εικόνα. Ο Γ. Σεφέρης το αποτύπωνε με τα δικά του λόγια στο ημερολόγιό του: «Έγινε λοιπόν ο Μεταξάς διχτάτορας με το έλεος του Θρόνου... Τις βαθύτερες ψυχολογικές αντιδράσεις του καθεστώτος τις κανόνιζαν άνθρωποι της Ασφάλειας, που είχαν κρεμασμένες στα γραφεία τους τις εικόνες των μεγάλων λειτουργών της Γκεστάπο. Με δυο λόγια, μοιάζαμε να έχουμε απόλυτη αλληλεγγύη με τα φασιστικά καθεστώτα. Ό, τι τα πείραζε μάς πείραζε, και ό, τι τα εύφραινε μάς εύφραινε...To ‘όχι’ ήταν, μαζί με άλλα, η αντίδραση του ψυχόρμητου του Μεταξά στην προσωπική προσβολή και την απιστία που του είχε κάνει η τροφός του η Γερμανία...» (Γιώργος Ν. Δερμάτης, ΕφΣυν 28/10/240).
Στην πραγματικότητα, η εμπλοκή της Ελλάδας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί αυτό ήταν η 28η Οκτωβρίου, δεν είχε να κάνει σε τίποτα με την ψυχολογία του Μεταξά ή του Μουσολίνι. Είχε να κάνει τα πάντα με τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Όταν ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον Σεπτέμβρη του 1939, η δικτατορία του Μεταξά που κυβερνούσε με τις ευλογίες του Παλατιού, κράτησε στάση «ουδετερότητας». Ο ένας λόγος ήταν οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία. O «Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός», το δημόσιο κάψιμο «αντεθνικών βιβλίων», η υποχρεωτική ένταξη των νέων στην ΕΟΝ, τα «τάγματα σκαπανέων», ήταν όλα δάνεια από τον φασισμό, τον ιταλικό και τον γερμανικό. Οι γερμανικές επιχειρήσεις εντωμεταξύ, εισέδυαν στα Βαλκάνια. Στο τέλος του 1937 το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών (καπνά, μεταλλεύματα) πήγαιναν στην Γερμανία.
Συμφέροντα
Όμως, η ουδετερότητα της Ελλάδας και των άλλων βαλκανικών χωρών βόλευε και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Η δικτατορία είχε επιβληθεί το 1936 με τις ευλογίες του. Τα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών (πχ τραπεζικό, εφοπλιστικό κεφάλαιο) ήταν δεμένα με εκείνα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η Βρετανία δεν είχε δυνάμεις να ανοίξει ένα μέτωπο εδώ και επίσης για πολλούς μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου επεδίωκε την «ευμενή ουδετερότητα» του… Μουσολίνι.
Όμως, τα πράγματα άλλαξαν το φθινόπωρο του 1940. Η Γαλλία είχε καταρρεύσει το καλοκαίρι. Αυτό ανέτρεψε τις ισορροπίες. O Μουσολίνι αποφάσισε ένα σύντομο πόλεμο- αστραπή στην Ελλάδα. Έτσι φτάσαμε στις 28 Οκτώβρη του 1940.
Το «εγχείρημα» του ιταλικού στρατού στέφθηκε με παταγώδη αποτυχία. Η εκστρατεία ήταν κακά οργανωμένη, με ελλιπείς δυνάμεις και οι προσδοκίες των σχεδιαστών της δεν πατούσαν στην πραγματικότητα. Από τα μέσα Νοέμβρη ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την αντεπίθεσή του που τον έφερε βαθιά στο αλβανικό έδαφος.
Το «έπος της Αλβανίας» ήταν μια σκληρή εμπειρία για τους εργάτες και τους αγρότες που το έζησαν πολεμώντας, αλλά και για τον κόσμο στα μετόπισθεν. Μια εμπειρία που αναδείκνυε ότι «δεν είμαστε όλοι μαζί» ούτε στην ειρήνη ούτε στον πόλεμο.
Όπως αναφέρει ο Θανάσης Χατζής που βρέθηκε στο μέτωπο φαντάρος και μετά έγινε ο πρώτος γραμματέας του ΕΑΜ: «Ήταν και κάτι άλλο που ερέθιζε τους φαντάρους. Οι ηγέτες των μετόπισθεν και των καταφυγίων και οι καλαμαράδες της Αθήνας, παρουσίαζαν τον πόλεμο σαν τρικούβερτο γλέντι με χαρές και τραγούδια για τους Έλληνες φαντάρους και τους Ιταλούς τρομοκρατημένους λαγούς που φεύγανε μονάχα με το άκουσμα της ιαχής ‘Αέρα’. Κρύβανε την πραγματικότητα…». Κι αυτή η πραγματικότητα ήταν βομβαρδισμοί, προβλήματα στον εφοδιασμό, ψείρες, κρυοπαγήματα.
Ο Ελ. Ειμαρμένος που ήταν επιστρατευμένος σε ειδική υπηρεσία στο μέτωπο περιγράφει την κατάσταση στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων: «Από είκοσι ημερών, 4-5 γιατροί του νοσοκομείου Ιωαννίνων χειρουργούσαν αδιάκοπα μέρα νύχτα, χωρίς να ξέρουν ποιον, χωρίς να ρωτάνε αν θέλει, πώς και πού τραυματίσθηκε, χωρίς αναισθητικά, χωρίς αρκετά φάρμακα, με εργαλεία ελλιπή, χωρίς γάντια, χωρίς να λένε λέξη. Ένας νοσοκόμος με ματωμένη ποδιά κουβαλούσε μέσα σε κουτιά τα κομμένα μέλη, δάκτυλα, πόδια, χέρια, μαυροκόκκινα. Κάθε γιατρός πριν τελειώσει καλά-καλά την εγχείριση φώναζε: Άλλος, εμπρός...»
Η «καλή κοινωνία» έκανε «πατριωτικούς εράνους» αλλά βασικά γλεντούσε. Στις εργατογειτονιές όμως άρχιζαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της πείνας που σε λίγους μήνες θα γινόταν ο τρομερός λιμός του 1941-42. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος οι έφεδροι έτρεχαν να καταταγούν πράγματι «με το χαμόγελο στα χείλη» με πλήθη να τους αποχαιρετούν. Όμως, όσο συνεχιζόταν η σφαγή στα βουνά της Αλβανίας, το ταξικό χάσμα, η ανικανότητα και η υποκρισία των «από πάνω» γίνονταν οδυνηρά φανερά στα μάτια των πολλών.
Στις αρχές του 1941 γινόταν φανερό ότι η ναζιστική Γερμανία δεν θα άφηνε την Ελλάδα να αποτελεί βάση για τη βρετανική αεροπορία ΄που θα μπορούσε από τα αεροδρόμιά της να βομβαρδίζει το Πλοέστι της Ρουμανίας με τα πετρέλαιά του, απαραίτητα για τη σχεδιαζόμενη εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η προοπτική, σε συνδυασμό με την αδυναμία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας να στηρίξει ουσιαστικά με στρατό ένα μέτωπο στη Βαλκανική, προκάλεσε πανικό, κρίση και στη συνέχεια διχασμό στους διαχειριστές των υποθέσεων της άρχουσας τάξης.
Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε στις 6 Απρίλη. Ο συντηρητικός ιστορικός Ι. Κολιόπουλος αναφέρει πως: «Συμπτώματα ηττοπάθειας ή και πανικού μεταξύ μελών της Κυβέρνησης και στελεχών του Γενικού Στρατηγείου ήταν έκδηλα ευθύς μετά τη γερμανική εισβολή και ιδίως μετά τη διάσπαση του μετώπου στην Κεντρική Μακεδονία. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο βασιλιάς Γεώργιος αντιμετώπιζε μια πανικόβλητη Κυβέρνηση και ηττοπαθείς αξιωματικούς, και προσπαθούσε με διάφορα μέτρα να συγκρατήσει την κατάσταση». Να την συγκρατήσει μέχρι να ετοιμάσει τις βαλίτσες του δηλαδή.
Οι «ηττοπαθείς αξιωματικοί» ήταν οι διοικητές των μεγαλύτερων μονάδων του μετώπου. Εκείνοι που με επικεφαλής τον Τσολάκογλου θα σχημάτιζαν την πρώτη κυβέρνηση των δωσιλόγων συνεργατών των ναζί. Δεν ήταν γενικά και αόριστα «ηττοπαθείς». Ο Τσολάκογλου, ως επικεφαλής του Γ’ Σώματος Στρατού, ήταν ο νικητής των μαχών του Μόραβα-Ιβάν και ο «πορθητής της Κορυτσάς» τον Νοέμβρη του 1940. Αντίθετα, ποντάριζαν, μαζί με ένα μεγάλο τμήμα της άρχουσας τάξης, στη νίκη της ναζιστικής Γερμανίας. Οι Εγγλέζοι πήραν τον βασιλιά Γεώργιο Β’, το συνάφι του μαζί με τους υπουργούς της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου για να συνεχίσουν τον «αντιφασιστικό» πόλεμο από την Κρήτη και στη συνέχεια την Αίγυπτο.
Ο μεγάλος μαρξιστής επαναστάτης Παντελής Πουλιόπουλος, σημείωνε, απ’ τη φυλακή της Ακροναυπλίας, μετά το ξέσπασμα του ελληνο-ιταλικού πολέμου:
«Ο ιταλοελληνικός πόλεμος είναι απλώς ένας τομέας του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου που γίνεται παγκόσμιος, είναι δηλαδή πόλεμος ιμπεριαλιστικός. Σε αυτόνε κρίνεται η κυριαρχία των μεσογειακών βάσεων και διαβάσεων του αγγλοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην σύγκρουσή του με τον Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική και μ’ αυτόν οι έλληνες ιμπεριαλιστές υπερασπίζοντας το έδαφος της εκμετάλλευσής τους, διεκδικούν συνάμα την επέκτασή τους στην Βαλκανική, στα νησιά της ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου και αλλού».
Ξέφωτο
Τον Μάη του 1941, λίγες βδομάδες μετά το ξεκίνημα της Κατοχής, ο Πουλιόπουλος έγραφε: «Το πρώτο επαναστατικό ‘ξέφωτο’ και η πρώτη νέα επαναστατική εξόρμηση των μαζών μπορεί ν' αρχίσει στην Ευρώπη κι από τα Βαλκάνια», και δυο μήνες μετά συμπλήρωνε: «Το προλεταριάτο αρχίζει να σηκώνει κεφάλι και πάλι. Τα τανκς και τα στούκας του Χίτλερ, οι μεραρχίες και οι καραμπινιέροι του Μουσολίνι, οι νέοι Μανιαδάκηδες και Τσολάκογλου… δεν θα μπορέσουν να πνίξουν το ξέσπασμα της αγανάκτησης των μαζών που άρχισε κιόλας».
Οι επαναστάτες στην πάλη ενάντια στο φασισμό έλεγαν, για χρόνια, ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να βασίζεται σε αυτόν τον αγώνα σε δυνάμεις που θέλουν να την πνίξουν: τις αστικές τάξεις και τις ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις. Tο ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη είχε διαφορετική γραμμή. Στις 2 Νοέμβρη, δημοσιεύεται η περίφημη «Ανοιχτή Επιστολή» του: «Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις χωρίς επιφύλαξη...» έγραφε.
Ήταν ο προάγγελος μιας γραμμής που θα αφόπλιζε το κίνημα, ιδεολογικά και κυριολεκτικά τα επόμενα χρόνια: η γραμμή που έλεγε ότι αυτό που προέχει είναι η «Εθνική Ενότητα» στον «μεγάλο πόλεμο των Συμμάχων». Ήταν η πολιτική που έφερε τους συμβιβασμούς που οδήγησαν σε συντριβή το συγκλονιστικό κίνημα της Αντίστασης. Το κίνημα που έδιωξε τους ναζί, αλλά προδόθηκε από τη συμμαχία Τσώρτσιλ-Ρούζβελτ-Στάλιν.