Γέμισε την Τρίτη 25 Φλεβάρη η αίθουσα της ΕΣΗΕΑ στην εκδήλωση για τη δουλεία στην αρχαιότητα που οργάνωσε το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο με αφορμή την παρουσίαση της επανέκδοσης του βιβλίου του Δημήτρη Κυρτάτα «Δούλοι, δουλεία και δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα» με ομιλητές τον συγγραφέα του βιβλίου και τους Κώστα Βλασόπουλο και Ευτυχία Μπαθρέλλου. Τη συζήτηση συντόνισε η Φύλια Πολίτη, δημοσιογράφος και ακολούθησε πλούσια συζήτηση με πολλές παρεμβάσεις και ερωτήσεις. Παρακάτω δημοσιεύουμε αποσπάσματα από τις εισηγήσεις των τριών ομιλητών. Ολόκληρη τη συζήτηση μπορείτε να την παρακολουθήσετε στην ιστοσελίδα https://www.youtube.com/watch?v=yRVXeTNLSPE
Κώστας Βλασσόπουλος
Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1987, όχι από έναν μεγάλο πανεπιστημιακό ή εμπορικό εκδοτικό οίκο, αλλά από τις εκδόσεις του Πολίτη, ένα περιοδικό της Αριστεράς. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη συζήτηση, γιατί είναι αποκύημα των πολύ μεγάλων κινημάτων, αγώνων και επαναστάσεων που ξεκινάνε τη δεκαετία του ’60 με το Μάη του ’68 κι αν μιλάμε για την Ελλάδα, το Πολυτεχνείο και το κίνημα της Μεταπολίτευσης.
Θέλω να επικεντρωθώ σε τρεις κομβικές έννοιες που έφερε η μαρξιστική προσέγγιση του Δ. Κυρτάτα στη μελέτη της αρχαιότητας. Τις έννοιες της τάξης, της εκμετάλλευσης και του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής που άλλωστε αναφέρεται στον τίτλο του βιβλίου.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου ο Δημήτρης καταλήγει και σωστά ότι η έννοια της τάξης είναι κομβική, σε συνδυασμό με την έννοια της εκμετάλλευσης. Ότι δηλαδή μια τάξη βγάζει τον πλούτο και τη δύναμή της από την εργασία μιας άλλης τάξης. Αυτό είναι απολύτως καθοριστικό για να καταλάβουμε πως λειτουργούσε η δουλεία στην αρχαιότητα. Κι όπως αναφέρει, οι έννοιες της τάξης και της εκμετάλλευσης, της ταξικής πάλης παίζουν απόλυτα καθοριστικό ρόλο στην κατανόηση της ιστορίας της αρχαιότητας ακόμα και στις περιπτώσεις που οι δούλοι δεν είχαν τη δυνατότητα να παλέψουν συλλογικά.
Η άλλη βασική έννοια είναι του τρόπου παραγωγής. Η δουλεία δεν παίζει τον ίδιο ρόλο σε κάθε κοινωνία που υπάρχει και χρειαζόμαστε «κλειδιά» για να κατανοήσουμε τον κάθε φορά ρόλο της. Θα μπορούσαμε να διαιρέσουμε τα νοικοκυριά της αρχαιότητας σε δυο κατηγορίες. Τα νοικοκυριά των ανεξάρτητων μικροπαραγωγών, είτε μιλάμε για αγρότες είτε για μικρεμπόρους ή τεχνίτες, όπου βασικά καταναλώνουν αυτά που παράγουν. Όντως υπάρχει εργασία δούλων σε κάποια από αυτά τα νοικοκυριά, αλλά κατά βάση είναι συμπληρωματική.
Αντίθετα, στα νοικοκυριά των πλουσίων η δουλεία παίζει καταλυτικό ρόλο. Γιατί χωρίς τη δουλεία δεν θα υπήρχε άλλη πηγή από την οποία οι πλούσιοι άνθρωποι στις αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές κοινωνίες θα προσπορίζονταν το πλεόνασμά τους, τον πλούτο τους να το πούμε απλά.
Αυτό μας επιτρέπει να κατανοήσουμε κάποιες ιδιομορφίες των αρχαίων κοινωνιών. Στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, οι εργάτες δεν έχουν έλεγχο στα μέσα παραγωγής, δουλεύουν για τους καπιταλιστές που τον έχουν. Το ίδιο ισχύει στον Μεσαίωνα με τους αγρότες και τους φεουδάρχες. Στην αρχαιότητα, η κατάσταση είναι διαφορετική, γιατί η μεγάλη πλειοψηφία του ελεύθερου πληθυσμού δεν δουλεύει για τους πλούσιους, δουλεύουν για τον εαυτό τους. Σε μια τέτοια κοινωνία από που θα έβρισκαν τον πλούτο τους οι γαιοκτήμονες, αυτοί που είχαν τα εργαστήρια κλπ; Εδώ, ο ρόλος της δουλείας είναι καταλυτικός. Ένα δεύτερο παράδειγμα. Η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία στηριζόταν στην άμεση συμμετοχή της μεγάλης μάζας των πολιτών. Ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν αδύνατον να υπάρξει χωρίς την ύπαρξη της δουλείας.
Θα ρωτήσετε, τι σημασία έχουν όλα αυτά σήμερα; Όταν δημοσιευόταν το βιβλίο το 1987, νέες τάσεις άρχισαν να κυριαρχούν στο πανεπιστήμιο και αυτού του τύπου οι αναλύσεις έγιναν μειοψηφικές. Έχει σημασία, λοιπόν, να επιστρέψουμε σε αυτό το βιβλίο, για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι η ευρύτερη συζήτηση για την αρχαιότητα. Αυτό που έχει κυριαρχήσει στη μελέτη της οικονομικής ιστορίας της αρχαιότητας είναι μια βαθιά νεοφιλελεύθερη προσέγγιση. Χαρακτηριστικό είναι το βιβλίο του Τζος Όμπερ για την Ανοδο και Πτώση της Κλασσικής Ελλάδας, που μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τζος Όμπερ είναι ο κάτοχος της έδρας Μητσοτάκη στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ.
Τι λέει το βιβλίο; Ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν σπουδαία, γιατί υπήρχε πλούτος, και υπήρχε πλούτος γιατί υπήρχε δημοκρατία, αλλά όχι τίποτα ακραίων, προστάτευε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, και έτσι οι αγορές απέκτησαν τεράστιο ρόλο. Άρα, ο συνδυασμός δημοκρατίας και αγοράς έκαναν την αρχαία Ελλάδα φοβερή και τρομερή. Δεν κάνω μια καρικατούρα, είναι ακριβώς το βάθος του επιχειρήματος του βιβλίου. Δεν υπάρχει εργασία των δούλων σε αυτή την εικόνα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι στα 35 χρόνια που έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου έχουν γίνει πολύ σημαντικές αλλαγές στη μελέτη της δουλείας στην αρχαιότητα. Είναι η προσπάθεια να μελετηθούν άλλες όψεις της δουλείας πέρα από τον οικονομικό της ρόλο. Όμως, θα αποκτήσουν την πραγματική τους αξία, αν ενσωματωθούν σε ένα μοντέλο που είναι σε θέση να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα. Από αυτή την άποψη, οι μεγάλες εξελίξεις στη μελέτη της δουλείας στην Αρχαιότητα σε αυτά τα 35 χρόνια, δεν αναιρούν την αξία των εργαλείων που παρουσίασα πριν, αλλά στην πραγματικότητα επιτείνουν τη σημασία τους.
Ευτυχία Μπαθρέλλου
Νομίζω ότι η μέχρι τώρα κουβέντα μας έχει δείξει ότι μία από τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσφέρει η επανέκδοση του βιβλίου του Δημήτρη Κυρτάτα είναι η υπόμνηση, η επανασυνειδητοποίηση, της ανάγκης οι δούλοι να ξανα-ιδωθούν ως ιστορικά υποκείμενα.
Πρώτα όμως δυο λόγια γενικά για την εκμετάλλευση και τη βία που βίωναν οι αρχαίοι δούλοι, και κάποιους από τους τρόπους τους να αντιστέκονται σε αυτήν και να βελτιώσουν τις ζωές τους. Πρώτον, η εργασία των δούλων ήταν πανταχού παρούσα στις αρχαίες οικονομίες της Μεσογείου, και ειδικά το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Δημήτρη Κυρτάτα αποτελεί εξαιρετική εισαγωγή σε αυτό. Οι δούλοι, ως μεταλλωρύχοι, κτηνοτρόφοι, ψαράδες, εργάτες γης, τεχνίτες, παρήγαν πλούτο για τα αφεντικά τους. Οι δούλοι παρείχαν υπηρεσίες κάθε είδους. Εργάζονταν ως διοικητικοί υπάλληλοι, τραπεζίτες, δάσκαλοι, μουσικοί –ακόμα και ως στρατιώτες. Παρείχαν οικιακές υπηρεσίες, θήλαζαν και μεγάλωναν τα παιδιά των αφεντάδων. Η οικονομία του σεξ στην αρχαιότητα, άμεσα ή έμμεσα, στηριζόταν πάνω στα κορμιά των δούλων.
Τι έκαναν οι δούλοι απέναντι σε όλο αυτό; Κάποιοι επέλεγαν την υπακοή και την αφοσίωση στον αφέντη, για να επιβιώσουν. Κάποιοι έκαναν ερωτικές σχέσεις με τον αφέντη τους ή άλλους ‘δυνατούς’ ελεύθερους και προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις σχέσεις αυτές προς όφελός τους. Άλλοι δραπέτευαν. Πολλοί όμως επέλεγαν δρόμους λιγότερο ατομικούς. Έχτιζαν σχέσεις οικογενειακές, ερωτικές, φιλίας, συνεργασίας – και μεταξύ τους και με άλλους φτωχούς ανθρώπους. Κάποιες φορές προκαλούσαν μαζί προβλήματα στους αφέντες τους, δραπέτευαν ή και εξεγείρονταν, αν και σπάνια. Κυρίως, όμως, δημιουργούσαν ή εντάσσονταν σε κοινότητες: κοινότητες θρησκευτικές, εθνικές και, όπως θα δούμε σε λίγο, κοινότητες στους χώρους δουλειάς.
Η πηγή που θα δούμε είναι μια επιτύμβια στήλη με χαραγμένο επάνω της ένα ποίημα. Χρονολογείται γύρω στο 200 μ. Χ. (στο 2ο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα ή στο 1ο μισό του 3ου) και βρέθηκε στο Σινγίδουνον – το σημερινό Βελιγράδι – μια ρωμαϊ-κή τότε πόλη, όπου είχε την έδρα της μια ρωμαϊκή λεγεώνα. Δυστυχώς δεν μπορώ να σας δείξω τη στήλη, αλλά σας διαβάζω το ποίημα.
Του Ξένου είναι ο τάφος που βλέπετε, του ημιονηγού.
Ο Άδης έριξε τη σκιά του και άρπαξε από τα ίδια μου τα χέρια τα ηνία απ’ τα ζευγάρια που οδηγούσα.
Με είχε άχτι, να μη δω τη γη της πατρίδας μου, την Κίβυρα, που ποθούσα,
και, αφού σύρθηκε μέσα στο παχνί της δουλείας, ελευθέρωσε το σώμα ενός που ανήκε στο θάνατο.
Αυτή τη στήλη την ανέγειρε ο Ιέρακας, που ήταν σύνδουλός του.
Δε θα σταθώ στη συγκινητική νοσταλγία αυτού του δούλου μουλαρά από κάπου στη νότια Μικρά Ασία (πολύ ανατολικά από την Αλικαρνασσό, βόρεια από την Αντάλεια), που το όνομά του είναι Ξένος και, όπως πολύ ωραία και διακριτικά το αναδεικνύει ο ποιητής, πέθανε κυριολεκτικά «ξένος», στο Βελιγράδι, χωρίς να καταφέρει να ξαναδεί τη μακρινή πατρίδα του, που τόσο ποθούσε. Θα επιστήσω μόνο την προσοχή μας στο ότι τη στήλη και το ποίημα (ποίημα καλού ποιητή – που άρα δε θα είχε αμελητέο κόστος) τα πλήρωσε και φρόντισε για αυτά ένας άλλος δούλος του ίδιου αφέντη, ο σύνδουλος του Ξένου Ιέρακας. Ο Ξένος, αν και ξένος στην κυριολεξία, συνδέθηκε, όπως φαίνεται, στενά με άλλους που είχαν την ίδια μοίρα με αυτόν.
Όταν κοιτάμε την αρχαιότητα, συχνά τραβάνε την προσοχή μας μόνο δούλοι σαν αυτούς των εξεγέρσεων στη Σικελία ή ο, πιο γνωστός, Σπάρτακος και οι σύντροφοί του, και απογοητευόμαστε που οι εξεγέρσεις τέτοιου τύπου όχι μόνο ήταν λίγες, όχι μόνο αποτύχανε, αλλά και ποτέ δεν είχαν ως αίτημα την κατάργηση της δουλείας. Η απογοήτευσή μας, δικαιολογημένη ίσως, είναι άτοπη. Ένας τρόπος να το σκεφτούμε διαφορετικά είναι να αναλογιστούμε γιατί, ενώ έχει κηρυχτεί γενική απεργία με αφορμή το έγκλημα των Τεμπών και των οικονομικών και πολιτικών πρακτικών που οδήγησαν σε αυτό, δεν είναι εξίσου εύκολο να γίνει κάτι παρόμοιας εμβέλειας με αφορμή το έγκλημα στην Πύλο – ακόμα κι αν βγάλουμε τελείως έξω από την εξίσωση το ρατσισμό. Η διαφορά που σας καλώ να εντοπίσουμε παρέα δεν έχει να κάνει τόσο με το ρατσισμό, όσο με τις διαφορετικές δυνατότητες και ευκαιρίες οργάνωσης που έχουν τα θύματα του ενός εγκλήματος σε σχέση με τα θύματα του άλλου.
Μια από τις πολλές υπηρεσίες που προσφέρει η επανέκδοση του βιβλίου του Δημήτρη Κυρτάτα σήμερα, και κλείνω με αυτό, είναι ακριβώς ότι μας βοηθά να κάνουμε διακρίσεις τέτοιου τύπου. Ενώ μας δείχνει δρόμους προσέγγισης της αρχαίας δουλείας που αφορούν και εμάς σήμερα, ταυτόχρονα οι δρόμοι αυτοί μάς οδηγούν και στην καλύτερη και βαθύτερη κατανόησή της.
Δημήτρης Κυρτάτας
Η πρωτοβουλία του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου να επανεκδώσει το βιβλίο μου για τη δουλεία μετά από 38 χρόνια μου δίνει μεγάλη χαρά. Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 που προσπαθούσα να μυηθώ στη μελέτη της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας, οι θεωρητικές συζητήσεις βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Κανείς ιστορικός δεν μπορούσε να αγνοήσει τις μεγάλες αφηγήσεις, έστω κι αν είχε στόχο να τις απορρίψει. Ακόμα και οι μικρές λεπτομέρειες τις οποίες διερευνούσαν οι ειδικοί μελετώντας παπύρους και άλλα αρχαιολογικά θραύσματα εντάσσονταν συνήθως σε γενικότερα ερμηνευτικά σχήματα.
Από τη δεκαετία του ’90 οι τάσεις αυτές άρχισαν να υποχωρούν, ακόμα και στη Γαλλία που βρισκόταν στην πρωτοπορία των θεωρητικών αναζητήσεων, ιδιαιτέρως γύρω από την ερμηνευτική αξία του μαρξισμού. Στις μέρες μας και η απλή μνεία των διενέξεων εκείνης της εποχής θεωρείται παρωχημένη. Χαίρομαι λοιπόν ιδιαιτέρως που μπορώ σήμερα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία για να συζητήσω μαζί σας ζητήματα που συνεχίζουν να με απασχολούν, χωρίς να βρίσκω εύκολα συνομιλητές.
Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος (1847-48) και σε διάφορες άλλες ευκαιρίες, κάνοντας σύντομες αναφορές στην ταξική πάλη της αρχαιότητας αντιπαράθεταν τους δούλους με τους ελεύθερους ως τυπικούς εκπροσώπους καταπιεζόμενων και καταπιεστών. Ωστόσο, έγκυροι και εμβριθείς μελετητές του μαρξισμού έχουν παρατηρήσει από καιρό ότι αυτό δεν είναι ακριβές. Οι δούλοι θα έπρεπε να αντιπαρατεθούν στους ιδιοκτήτες δούλων, τους δεσπότες, όχι γενικώς σε όλους τους ελεύθερους. Η διαπίστωση αυτή είναι απολύτως εύλογη.
Ο δούλος είχε υποβιβαστεί σε αντικείμενο το οποίο βρισκόταν στην κατοχή ενός δεσπότη. Όπως σημειώνει πολύ ωραία ο Μαρξ ενώ στη μισθωτή εργασία το απλήρωτο τμήμα της εμφανίζεται ως πληρωμένο, στη δουλεία το σύνολο της εργασίας εμφανίζεται ως απλήρωτο. Στην πραγματικότητα, κέρδος για τον δεσπότη δεν ήταν το σύνολο του παραγόμενου από τον δούλο έργο, αλλά μόνο το περίσσευμα της παραγωγής του, αυτό που οφειλόταν στην υπερεργασία του. Αυτές οι σχέσεις εκμετάλλευσης αφορούσαν έτσι μόνο τον δούλο και τον δεσπότη του, όχι τους ελεύθερους ανθρώπους που δεν κατείχαν δούλους.
Στη Γερμανική Ιδεολογία, θα διαπιστώσουμε ότι γίνεται διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές δουλείας που ανήκουν σε αρχαϊκότερες και κλασσικότερες κοινωνίες. Στις πρώτες, ας τις αποκαλέσουμε πατριαρχικές, αρχικά υποδουλώθηκαν οι γυναίκες και τα παιδιά μέσα στην οικογένεια και, στη συνέχεια, προέκυψαν και σχετικά λιγοστοί δούλοι με διάφορους άλλους τρόπους αλλά ως κοινοτική ιδιοκτησία. Στην περίπτωση αυτή η διάκριση μεταξύ δούλων και ελευθέρων είναι επαρκής και ακριβής. Στις κλασσικές κοινωνίες ωστόσο οι δούλοι έγιναν ατομική ιδιοκτησία συγκεκριμένων δεσποτών, αφήνοντας έτσι απέξω ελεύθερους ανθρώπους. Στην περίπτωση αυτή θα περίμενε λοιπόν κανείς κάποια ακριβέστερη διατύπωση.
Νομίζω ότι ο Μαρξ ειδικά είχε μια πολύ πιο επεξεργασμένη ερμηνεία για το φαινόμενο της δουλείας. Μπορεί για την αρχαιότητα τα στοιχεία που διέθετε να ήταν ανεπαρκή και συχνά παραπλανητικά, τόσο αυτός ωστόσο, όσο και ο Ένγκελς, παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή το φαινόμενο της δουλείας στη δική τους εποχή, που παρέμενε δυναμικό στο Σουρινάμ, τη Βραζιλία και τις Νότιες Πολιτείες της Αμερικής.
Τον Μαρξ τον ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις της δουλείας στην παγκόσμια οικονομία. Στην προσέγγιση αυτή έχουμε από τη μια μεριά τους δούλους και από την άλλη το σύνολο των ανθρώπων που καρπώνονταν τα αγαθά της βαμβακοπαραγωγής και της βιομηχανίας, χωρίς να είναι αναγκαστικά δεσπότες. Το μεγάλο αίτημα από την πλευρά της ταξικής πάλης δεν ήταν πλέον η απελευθέρωση των δούλων από τους δεσπότες τους, αλλά η κατάργηση της δουλείας από τα παραγωγικά συστήματα συνολικώς, ένας αγώνας που ξεκίνησε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα με την έκρηξη του αμερικάνικου εμφυλίου πολέμου και προσέλαβε οικουμενικό χαρακτήρα. Τηρουμένων των αναλογιών μπορούμε να προσεγγίσουμε με έναν παρόμοιο τρόπο και τον θεσμό της δουλείας στην αρχαιότητα.
Με το παράδειγμα αυτό ελπίζω να έδωσα μια ιδέα για τρόπο που εργάστηκα και έγραψα το βιβλίο. Στριφογύριζα διάφορα θεωρητικά σχήματα σπουδαίων μελετητών και εξέταζα από πολλές σκοπιές, όχι για να επιβεβαιώσω ή να απορρίψω μια θεωρία, αλλά για να κατανοήσω καλύτερα την κοινωνική πραγματικότητα. Καθώς οι γνώσεις μου για τα πραγματολογικά δεδομένα ήταν περιορισμένες και καθώς η ιστορική έρευνα έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία πενήντα χρόνια, πολλοί από τους συλλογισμούς μου χρειάζονται διορθώσεις. Πιστεύω ωστόσο ότι η μέθοδος που ακολούθησα πηγαινοερχόμενος ακατάπαυστα από την κοινωνική πραγματικότητα στο μοντέλο και πάλι πίσω στην πραγματικότητα δεν χάνει την αξία της.
Αν είχα μάλιστα να δώσω μια συμβουλή σε πολλούς νέους ιστορικούς σήμερα θα τους έλεγα να συνεχίσουν τις σημαντικές τους έρευνες γύρω από τα επί μέρους θέματα που τους ενδιαφέρουν και τους απασχολούν αλλά να επιστρέψουν στα μεγάλα θεωρητικά σχήματα που διαμορφώθηκαν από το μέσον περίπου του 19ου αιώνα και τα οποία παρέμεναν ζωντανά και δημιουργικά για έναν περίπου αιώνα. Αυτό θα τους βοηθήσει να αξιοποιούν καλύτερα ακόμα και μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής. Μάλιστα, αν οι μικρές λεπτομέρειες αποκτούν έτσι νόημα στη μελέτη της αρχαιότητας, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το αποκτούν όταν μελετούμε τη σύγχρονη πραγματικότητα.