Με την κατάθεση του μάρτυρα Μύρωνα Σημαντήρη ξεκίνησε η 119η δικάσιμος της δίκης της Χρυσής Αυγής, στις 24/1. Ο μάρτυρας, εργαζόμενος στη Ζώνη ως ελασματουργός, μέλος του ΔΣ του Συνδικάτου Μετάλλου Αττικής, κατέθεσε για το κλίμα απειλών και τρομοκρατίας που επικρατούσε στη Ζώνη μετά την εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής το 2012. Μίλησε επίσης για τη συνάντηση εργολάβων – ηγεσίας της εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό να συμφωνηθεί το «καθάρισμα» της Ζώνης από τους συνδικαλιστές.
«Στις δεύτερες εκλογές του 2012 βρέθηκε δυναμωμένη και άρχισαν οι απειλές ‘μέχρι εδώ ήσασταν’, ‘δε θα ξαναπατήσετε σε πλοίο’, ‘θα σας πετάξουμε στη θάλασσα’. Μας τα μετέφεραν τρομοκρατημένοι συνάδελφοι», είπε για το κλίμα τρομοκρατίας. Στη συνέχεια μαθεύτηκε η συνάντηση της ηγεσίας των νεοναζί (Μιχαλολιάκος, Λαγός, Κασιδιάρης) με εργολάβους από τη Ζώνη. Όπως είπε ο μάρτυρας, στο στόχαστρο βρίσκονταν πλέον τα κεντρικότερα στελέχη του συνδικάτου (ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος, ο επικεφαλής της «αντιπολίτευσης» η οποία πρόσκειτο στο ΣΥΡΙΖΑ). Το γιατί ανατέθηκε στη Χρυσή Αυγή μια τέτοια «δουλειά» ο μάρτυρας εξηγεί ως εξής: «Για κάποιους εργοδότες ήρθε σα μάννα εξ ουρανού. Διέθετε το μηχανισμό για να καθαρίσει. Με τα τάγματα εφόδου και την ιδεολογία της ήταν έτοιμη γι’ αυτή τη δουλειά, όπως αποδείχθηκε και εκ των υστέρων».
Σε ερώτηση αν διαψεύστηκε ποτέ αυτή η συνάντηση από τους εργοδότες, ο μάρτυρας απάντησε: «Στην αρχή ήταν κάθετοι ότι δεν έγινε ποτέ καμιά συνάντηση με τη ΧΑ. Όχι αυτή, καμία. Μετά αναγκάστηκαν να το παραδεχτούν. Ο Αθανασόπουλος [τότε πρόεδρος της Ένωσης των εργοδοτών] παραδέχτηκε ότι έγινε. Όπως είπε “εγώ την έκανα, με το Μεταξά [πρώην πρόεδρο της Ένωσης] αλλά ήταν τελείως εθιμοτυπική, όπως κάνουμε με όλα τα κόμματα”».
Κατά τη γνώμη του μάρτυρα, αν είχε επιτευχθεί ο στόχος της συμφωνίας («νεκροί») θα υπήρχε «τρομοκρατία. Μεγάλος αριθμός συναδέλφων θα μπορούσε να σκύψει το κεφάλι και να πηγαίνει [..] για δουλειά με χαμηλά μεροκάματα, χωρίς μέτρα ασφαλείας». Ο μάρτυρας εξήγησε ότι Χρυσή Αυγή και εργοδότες ταυτίζονται στο ψευδές δίλημμα «χαμηλά μεροκάματα και δουλειά – ψηλά μεροκάματα και ανεργία», στο οποίο μόνο οι συνδικαλιστικοί αγώνες απαντούν. Ανέφερε επίσης την ταύτιση απόψεων της οργάνωσης με τους εργοδότες πάνω στο ότι για την μείωση των πλοίων στη Ζώνη ευθύνονται οι κινητοποιήσεις των εργατών.
Στη συνέχεια κατέθεσε ο συνταξιούχος αστυνομικός Δημήτριος Τσαρουχάς, ο οποίος είχε κληθεί να κάνει έρευνα στα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα τη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου του 2013, ένα 24ωρο μετά την επίθεση σε βάρος των συνδικαλιστών. Μετά από κλήση που δέχτηκε η αστυνομία το βράδυ της 13/9 με καταγγελία ότι υπάρχουν όπλα μέσα στα γραφεία της οργάνωσης, «ενημερώθηκε η εισαγγελία Πειραιά και πήγαμε κατά τη 1πμ για έρευνα. Τρία άτομα από εμάς [Ασφάλεια Περάματος], άλλοι από την υποδιεύθυνση Πειραιά, μια ομάδα ΟΠΚΕ, μια διμοιρία.. σύνολο 50 άτομα».
Έρευνα
Μετά την έρευνα στα γραφεία της οργάνωσης και πριν οι δυνάμεις αποχωρήσουν, όπως είπε ο μάρτυρας, ο κατηγορούμενος Λαγός έφτασε στα γραφεία και άρχισε να φωνάζει, να βρίζει, να ρωτάει «τι ζητάτε εδώ», όντας «έξαλλος». «Ρώτησε τα στοιχεία μας. Κάποιος αξιωματικός του είπε ότι κάνουμε έρευνα με την εισαγγελέα. Και στην εισαγγελέα μίλησε σε έντονο ύφος, ρωτούσε γιατί έγινε αυτό που έγινε. Της είπε ότι θα κάνει μήνυση. Μας έβρισε και μας είπε ‘με ποιο δικαίωμα μπήκατε μέσα’. Έσπρωξε και δύο από εμάς».
Όταν ζητήθηκε από το μάρτυρα να εξηγήσει τη φράση του στην προανακριτική κατάθεση «αποχωρήσαμε προκειμένου να μην εκτραχυνθεί η κατάσταση», εξήγησε ότι ο Λαγός «έριξε μια τζαμαρία από τα νεύρα του» και ξεκαθάρισε ότι η καταγγελία του τελευταίου ότι η αστυνομία προκάλεσε φθορές στα γραφεία της Χρυσής Αυγής δεν ισχύει. Αναγνώρισε μάλιστα τη σπασμένη τζαμαρία σε φωτογραφία που του επιδείχθηκε.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της πολιτικής αγωγής για την ειδική, απ’ ό,τι φάνηκε, μεταχείριση που είχε ο Λαγός, είπε πως «αν σε μια κοινή έρευνα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού μάς έσπρωχνε, παρουσία μάλιστα εισαγγελέα, θα συλλαμβανόταν για αντίσταση... ο Λαγός είναι βουλευτής και χρειαζόταν εντολή από ανώτερους».
Έτσι επιβεβαίωσε την αίσθηση του ακαταδίωκτου που είχαν οι νεοναζί το 2013. Έδωσε την εικόνα ότι ούτε οι αστυνομικές δυνάμεις 50 ατόμων, ούτε η παρουσία της εισαγγελέως αρκούσαν για να πτοηθεί ο Λαγός από το να φερθεί επιθετικά. Είπε μάλιστα ότι η διαδικασία της έρευνας δεν ολοκληρώθηκε, διότι ο Λαγός «δεν τους άφησε».
Στις επόμενες δύο δικάσιμες (Τετάρτη 25/1 και Πέμπτη 26/1), αναμένεται να ολοκληρώσει την κατάθεσή του ο Δ. Τσαρουχάς και να καταθέσει ο μάρτυρας Α. Λυριτζής.
Τρεις αστυνομικοί κατέθεσαν κατά την 118η δικάσιμο (20/1) της δίκης της Χρυσής Αυγής. Ο πρώτος, Ελευθέριος Καρδάμης, είχε ξεκινήσει την κατάθεσή του την προηγούμενη ημέρα (117η δικάσιμος, 19/1). Είναι αστυνομικός της ΑΔ Πειραιά και συμμετείχε στα μέτρα τάξης έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής την επόμενη της επίθεσης στους συνδικαλιστές του Περάματος. Κατέθεσε ότι βρήκε στην εξωτερική μονάδα του κλιματιστικού ένα ξύλο με μεταλλικό κύλινδρο στην άκρη, «και πάνω σε αυτό με ηλεκτροκόλληση ένα έλασμα μεταλλικό, γυρισμένο σα γάντζος». Απαντώντας στις ερωτήσεις του αναπληρωτή εισαγγελέα και της πολιτικής αγωγής, ήταν κατηγορηματικός ότι με χτύπημα από ένα τέτοιο αντικείμενο «μένεις στον τόπο». Κατέθεσε επίσης ότι ήταν τοποθετημένο έτσι ώστε να μη φαίνεται το επικίνδυνο κομμάτι του.
Ακολούθησε ο μάρτυρας Πέτρος Παναγιωτίδης, που ήταν επίσης στα μέτρα τάξης στις 13/9/13 και ο οποίος επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του συναδέλφου του για τη φονικότητα του αντικειμένου. Είπε συγκεκριμένα: «Αυτό μόνο κατ’ ευφημισμό είναι εργαλείο. Όπλο είναι. Αν έρθει στο κεφάλι σου θα μείνεις στον τόπο. Δε συνάδει με καμία εργασία, ούτε για σημαία κάνει».
Επιβεβαίωση
Επιβεβαίωσε επιπλέον το σημείο της προανακριτικής του κατάθεσης στο οποίο έλεγε «έδινε την εντύπωση ότι είναι μέρος της στήριξης της μονάδας [κλιματιστικού]» κάτι που ενισχύει την εικόνα ότι οι χρυσαυγίτες προσπαθούσαν να το κρύψουν. Από τις απαντήσεις του σε ερωτήσεις σχετικά με το αν και πώς θα μπορούσε να φανεί αν το αντικείμενο είχε χρησιμοποιηθεί μια ημέρα πριν, προκύπτει η προχειρότητα με την οποία χειρίστηκε η αστυνομία το εύρημα, καθώς ούτε φωτογραφήθηκε, ούτε δόθηκε στη ΔΕΕ για έλεγχο βιολογικού υλικού.
Τέλος, ο μάρτυρας Σταύρος Παράσχος κλήθηκε να καταθέσει για το τηλεφώνημα που δέχτηκε στην Ασφάλεια Περάματος σχετικά με το εύρημα. Αντιφάσκοντας πλήρως με την προανακριτική του κατάθεση (ως προς το χρόνο και το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος), αναγκάστηκε να αλλάξει στάση μόνο όταν αυτό του επισημάνθηκε από την έδρα, ενώ παρίστανε ότι δεν έβλεπε κάτι ουσιωδώς διαφορετικό στις δύο καταθέσεις. Ζητούσε από τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής να «μη φωνάζουν», τη στιγμή που άλλοι μάρτυρες, όπως οι φίλοι του Παύλου Φύσσα και οι συνδικαλιστές του Περάματος αντιμετωπίζουν από την υπεράσπιση απειλές ποινικής δίωξης για ψευδομαρτυρία λόγω διαφορετικής σύνταξης μιας πρότασης! Ο μάρτυρας αποκάλυψε ωστόσο στο δικαστήριο ότι γνωρίζει τον πυρηνάρχη Περάματος Πανταζή για υποθέσεις δεκαετίας.
Νωρίτερα την 117η ημέρα ο μάρτυρας Ι.Πουντίδης ολοκλήρωσε την κατάθεσή του. Ανέφερε το πρόσφατο περιστατικό τραμπουκισμού σε σχολείο του Περάματος στο οποίο πρωτοστατούσε ο περιφερειάρχης Λαγός, όταν ρωτήθηκε από την υπεράσπιση αν οι σημερινοί βουλευτές της Χρυσής Αυγής «αποδέχονται την εγκληματική δράση» (!).