Ιδέες
Καπιταλισμός και Δημοκρατία: Ένα απόλυτα αντιδημοκρατικό σύστημα με ένα σκληρά ταξικό κράτος

Το σύνθημα στο πανό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου θα μπορούσε κάλλιστα να απευθύνεται και στην θλιβερή δεξίωση για την “Αποκατάσταση της Δημοκρατίας” στο Προεδρικο Μέγαρο.

Ούτε η σαββατιάτικη πανσέληνος δεν μπόρεσε να “σώσει” τη θλιβερή δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο για την 47η επέτειο από την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας. 

Όλα τα υποκριτικά κλισέ που κάθε χρόνο χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη φιέστα είχαν την τιμητική τους. Ανάμεσα, βέβαια, στους Βορίδηδες και τους Μπογδάνους -με τον τελευταίο να μην παραλείπει για άλλη μια φορά να εκφράσει τα “δημοκρατικά” του αισθήματα, ανακοινώνοντας με χαρά την ακύρωση της βράβευσης του διασώστη Ιάσονα Αποστολόπουλου ύστερα από τις αντιδράσεις ακροδεξιών.

Η πραγματικότητα είναι ότι όσους όρκους πίστης στη δημοκρατία κι αν κάνουν, όσες τιμές στους αγωνιστές της ελευθερίας κι αν αποδώσουν, το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει την ΠτΔ και την κυβέρνηση της ΝΔ είναι όσα πάλεψε ο κόσμος που έριξε τη χούντα και συνεχίζει να παλεύει σήμερα. Το μόνο που τους νοιάζει είναι αντίθετα να τσακίσουν όλες τις κατακτήσεις του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος της Μεταπολίτευσης. Για να εξυπηρετήσουν ένα σύστημα που μπροστά στα κέρδη των καπιταλιστών -της Γιάννας Αγγελοπούλου και των άλλων “υψηλών προσκεκλημένων”- γράφει τη δημοκρατία στα παλιά του τα παπούτσια.

Αυτή η συζήτηση -για τη σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας- ήταν κεντρική στο φεστιβάλ «Μαρξισμός 2021». Ομιλητές ήταν ο Κώστας Παπαδάκης, δικηγόρος Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής και ο Ευκλείδης Μακρόγλου, μέλος ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Τα κείμενα που ακολουθούν βασίζονται στις ομιλίες τους.


Κώστας Παπαδάκης
 

Ο καπιταλισμός ούτε είναι σύμφυτος με τη δημοκρατία, ούτε γεννάει τη δημοκρατία, ούτε βεβαίως η δημοκρατία από μόνη της γεννά καπιταλισμό. Η άρχουσα τάξη έχει ανάγκη να καθιερώσει τόση δημοκρατία όση χρειάζεται για να εδραιώσει την κυριαρχία της απέναντι στις τάξεις από τις οποίες απέκτησε την εξουσία, και, κυρίως, όση χρειάζεται για να την προστατεύσει απέναντι στον προοδευτικό της ανταγωνιστή: την εργατική τάξη, που είναι εκείνη η οποία πρωτοποριακά έχει τη δύναμη να επαναστατήσει και να την αντικαταστήσει, αφού η εργατική τάξη μπορεί να διαχειριστεί την παραγωγή και να καταργήσει την υπεραξία. Οι δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα τα οποία έχουν καθιερωθεί ή καθιερώνονται ή καταργούνται παράλληλα είναι αποτέλεσμα της έκβασης της ταξικής πάλης ανάλογα με τον συσχετισμό των δυνάμεων και την πολιτική συγκυρία κάθε φορά.

Δύο βασικά ιδεολογήματα, με τα οποία η άρχουσα τάξη επιχειρεί να παραστήσει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει την κοινωνία ως δημοκρατία, είναι τα ιδεολογήματα της ισότητας και του δικαίου.

Η ισότητα είναι ένα ψευδές ιδεολόγημα, το οποίο δεν παριστά σε καμία περίπτωση, ούτε αποκαθιστά, τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Είναι, για παράδειγμα ίσος ο Καταραχιάς απέναντι στον εργοδότη που τον απολύει; Είναι ίσος ο διαδηλωτής απέναντι στα ΜΑΤ την ώρα της διαδήλωσης; Είναι ίσος ο πολίτης απέναντι στο αστικό κράτος; Ακόμα και στην ψήφο, που είναι «ίση», στο υπάρχον εκλογικό σύστημα η ψήφος εκείνου που ψηφίζει ένα κόμμα της τάξης του 35% έχει πολλαπλάσια ισχύ, διότι εκλέγει μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών και συγκρότηση κοινοβουλευτικών ομάδων σε κυβέρνηση αυτοδυναμίας, ενώ εκείνος που ψηφίζει ένα κόμμα κάτω από 3% δεν εκλέγει βουλευτή.

Άλλωστε, το ζήτημα της ισότητας το έχει απομυθοποιήσει πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο Μαρξ, ο οποίος επισημαίνει, και ορθά, ότι κάθε ίσο δίκαιο οδηγεί σε ανισότητες, αφού δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε ατόμου, όπως ταλέντα, παραγωγικότητα κλπ. Η διακήρυξη «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» αποτελεί, αντίθετα, άρνηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και τοποθετεί στο επίκεντρο της διανομής του κοινωνικού προϊόντος το κάθε συγκεκριμένο άτομο με τους δικούς του ειδικούς προσδιορισμούς. Θέτει δηλαδή στο επίκεντρο όχι την ισότητα, αλλά τη διαφορά, και αυτά στην προοπτική της σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπως ο Μαρξ διατυπώνει στις σκέψεις του στην «Κριτική στο Πρόγραμμα Γκότα». Πολύ περισσότερο στην καπιταλιστική κοινωνία είναι εμφανές ότι η υποτιθέμενη κοινωνική και πολιτική ισότητα δεν είναι παρά αναπαραγωγική δύναμη της κοινωνικοοικονομικής ανισότητας η οποία υπάρχει στην οικονομία και στην κοινωνία.

Όσον αφορά το δίκαιο, η ίδια η έννοια του δικαίου έχει έναν πολύ επικίνδυνο ηθικό και ιδεολογικό ορισμό με τον οποίο επιχειρείται από κάθε άρχουσα τάξη σε κάθε χώρα να διατυπωθεί το σύνολο των κανόνων με τους οποίους ασκείται η εξουσία και ρυθμίζονται οι σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και η σχέση τους απέναντι στο κράτος. Είναι προφανές ότι το δίκαιο αποτελεί δημιούργημα ανθρώπινο, εντελώς ιστορικού και κοινωνικού-συγκυριακού χαρακτήρα και δεν αποτελεί καμία αποτύπωση ή απεικόνιση οποιουδήποτε προπλάσματος ηθικών κανόνων, προαιώνιων επιταγών ή φυσικών νόμων, όπως οι διάφορες σχολές του αστικού δικαίου επιχειρούν να πείσουν. Πρόκειται για ένα θεσμικό δημιούργημα το οποίο εμφανίζεται ταυτόχρονα με τη συγκρότηση των πρώτων κοινωνιών και της οργάνωσης της παραγωγής, και φυσικά οι κανόνες του δεν ακολουθούν πάντοτε τις ίδιες ηθικές επιταγές, οι οποίες, ανάλογα με την ιστορική περίοδο, αλλάζουν.

Το δίκαιο δεν είναι αυτό που διαμορφώνει την οργάνωση της παραγωγής και της εκμετάλλευσης, αλλά αυτό που την ακολουθεί και την αναπαράγει. Και ανεξάρτητα από τις αποκλίσεις, τις παραλλαγές, τις ερμηνευτικές ασάφειες, τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται και ερμηνεύεται, δεν μπορεί, σε τελική ανάλυση, παρά να υπηρετεί το εκάστοτε κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό σύστημα και την αντίστοιχη εξουσία. Αποτελεί το θεσμικό εποικοδόμημα της οικονομικής παραγωγικής βάσης και της κοινωνικής οργάνωσης και έχει και μια πολύ σημαντική ιδεολογική λειτουργία -γι’ αυτό άλλωστε και το χαρακτηρίζουν και «δίκαιο»- η οποία συνίσταται στη συγκρότηση και στη διαμόρφωση συνείδησης, πειθαρχίας και υποταγής όσων υπόκεινται στους κανόνες τους και συμμορφωτικές επενέργειές τους σε αυτούς.

Το νόμιμο και το δίκαιο

Είναι γεγονός ότι έχουμε ένα καθήκον ιδεολογικό να αποκρούσουμε την φιλοσοφία περί του ότι ένα σύστημα νόμων που ισχύει ανά πάσα στιγμή σε μια χώρα συνιστά δίκαιο. Εάν καθετί νόμιμο ήταν δίκαιο, δεν θα είχαμε κανένα λόγο να είμαστε αντίθετοι σ’ αυτήν την κοινωνία. Αν πάλι καθετί δίκαιο γινότανε νόμιμο θα είχαμε φτάσει ήδη σε ένα άλλο μοντέλο κοινωνίας, σοσιαλιστικής, όπως αυτό που θέλουμε. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχει ισότητα και δικαιοσύνη, όταν υπάρχει ταξική ανισότητα, ταξική εκμετάλλευση, οικονομικοκοινωνική οργάνωση της παραγωγής, της διανομής και της κοινωνίας με υπεραξία και ανισότητα στη γέννησή του.

Σημαίνει αυτό ότι είμαστε αδιάφοροι απέναντι στα δικαιώματα και τις ελευθερίες; Όχι. Ασφαλώς και παλεύουμε γι’ αυτά. Και αυτό δεν το κάνουμε μόνο για να μπορούμε να ζούμε καλύτερα. Το κάνουμε γιατί μέσα από την κατάκτησή τους, πάμε ένα βήμα μπροστά την κατάκτηση της προόδου για μια επαναστατική ανατροπή και για μια άλλη κοινωνία με εργατική εξουσία. Αν για την αστική τάξη τα δικαιώματα σημαίνουν το μερίδιο εκείνης της εξουσίας που της είναι αναγκαίο για να εδραιώνει την κυριαρχία της και να συμμορφώνει και να πειθαρχεί, για μας είναι αναγκαίο το σύνολο η το μεγαλύτερο δυνατό μέρος του συνόλου εκείνων των δικαιωμάτων και ελευθεριών που να μπορούν να νομιμοποιούν και να ενισχύουν τις μορφές πάλης μας, την απεργία, την διαδήλωση και οτιδήποτε άλλο, και να μας βοηθάνε στον αγώνα για την ανατροπή.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Μεταπολίτευση είναι στο ιδεολογικό στόχαστρο όλων των επιτελείων των think tanks του συστήματος. Είναι η μόνη περίοδος στην Ελλάδα που μπόρεσε η Αριστερά να πετύχει μεγάλες νίκες, να κατακτήσει τη νομιμότητα της πολιτικής της ύπαρξης και δράσης, να κατοχυρώσει το δικαίωμα της απεργίας, να μπορέσει να πετύχει καλύτερες υλικές συνθήκες, μεροκάματα, κοινωνικό κράτος κλπ, να κατοχυρώσει το δικαίωμα του συνδικαλισμού, όσο μπόρεσε να το κατοχυρώσει.

Κατά συνέπεια, όταν μας λένε για δημοκρατία, οφείλουμε να θέτουμε το ερώτημα: Δημοκρατία για ποιον; Διότι είναι άλλο πράγμα η δημοκρατία για την αστική τάξη, είναι η εξασφάλιση των κανόνων δικαίου οι οποίοι διασφαλίζουν την ταξική της κυριαρχία στην παραγωγή και την προφυλάσσουν από τις άλλες τάξεις. Και είναι άλλο πράγμα η δημοκρατία για τον λαό και την εργατική τάξη, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, τα οποία δεν μας τα χαρίσανε, τα κατακτήσαμε. Είναι αυτά που σε περιόδους ανόδου του κινήματος διευρύνονται, θεσπίζονται, νομοθετούνται, ή αντίστοιχα, ανελεύθεροι νόμοι πέφτουν σε αχρησία και καταργούνται, συνήθως στο πεζοδρόμιο και έπειτα στη Βουλή. Αντίθετα, σε περιόδους πτώσης και κινηματικής άμπωτης, έχουμε περιορισμό και συρρίκνωση ελευθεριών και δικαιωμάτων και αυτό είναι ένα φαινόμενο το οποίο, εν πάση περιπτώσει λειτουργεί και από χώρα σε χώρα, ανάλογα με την έκβαση της ταξικής πάλης.

Κατά συνέπεια, απομυθοποιούμε την αστική έννοια της δημοκρατίας, απομυθοποιούμε και αμφισβητούμε την ταύτιση της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό, βάζουμε το ερώτημα «Δημοκρατία για ποιον;», δίνουμε την απάντηση «Δημοκρατία για την εργατική τάξη», αγωνιζόμαστε για τις ελευθερίες του σήμερα για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση αύριο.

Κώστας Παπαδάκης


 

Οι θέσεις του μαρξισμού για τη δημοκρατία και το κράτος επιβεβαιώνονται συνεχώς. Παρά τις απόψεις για τη συρρίκνωσή του στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, βλέπουμε όλο το τελευταίο διάστημα το κράτος να επιστρέφει για να εξασφαλίσει την κερδοφορία των καπιταλιστών σε νέες συνθήκες. Και γι' αυτό θωρακίζεται αυταρχικά.

Όλο και περισσότερο γίνεται κατανοητό ότι το κράτος δεν είναι ένας ουδέτερος μηχανισμός, γενικά υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Αυτό που έλεγαν ο Μαρξ και ο Λένιν, ότι το κράτος είναι βασικά το «όργανο ταξικής κυριαρχίας για την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης από τους καπιταλιστές» παραμένει βασική αφετηρία για να εξηγήσουμε την παρούσα κατάσταση.

Αυτή τη στιγμή τα κράτη διεθνώς δίνουν τρισεκατομμύρια στους πλούσιους για να μη μειωθούν τα κέρδη τους και η δυνατότητα να κερδοσκοπούν, την ώρα που οι άρρωστοι στην Ινδία έψαχναν φιάλες οξυγόνου στη μαύρη αγορά και όσοι ανάρρωναν στις ΗΠΑ έβλεπαν το μπιλιετάκι του νοσοκομείου να φτάνει δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε νοσήλεια.

Εδώ η κατάσταση είναι λίγο-πολύ γνωστή. Εκατομμύρια σε καναλάρχες, Aegean, Fraport, εξωφρενική ανακεφαλαιοποίηση της Πειραιώς με το Δημόσιο να παραιτείται από κάθε δικαίωμα. Τα “χιλιάδες νήματα” που συνδέουν το κράτος με τους καπιταλιστές γίνονται όλο και πιο φανερά. Και βέβαια οι καπιταλιστές, ο ΣΕΒ και τα αφεντικά, υπαγορεύουν τις διατάξεις του νόμου Χατζηδάκη, τις επιθέσεις στις συντάξεις και όλα τα αντιδραστικά νομοσχέδια.

Κομμάτι αυτής της εικόνας είναι οι παλινωδίες με το πρόγραμμα εμβολιασμού και τις πατέντες, το “γη και ύδωρ” στους ανταγωνισμούς των φαρμακευτικών και η σπέκουλα για τις παρενέργειες, η συνολική εγκληματική διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση, την ώρα που εμβολιασμοί διεθνώς δεν μπορούν να “προλάβουν” τις μεταλλάξεις του ιού.

Η κυβέρνηση ως κορυφή της γραφειοκρατίας της δημόσιας διοίκησης, το επιτελικό κράτος που μας διαφημίζουν, είναι όπως έγραφε ο Λένιν «η εκτελεστική επιτροπή για τη διαχείριση των υποθέσεων της κυρίαρχης τάξης». Εφαρμόζει τις γενικές κατευθύνσεις ως ένα κομμάτι μόνο του σύνθετου πλέγματος εξουσίας στον καπιταλισμό. Αυτή η εξουσία συμπληρώνεται από «σχηματισμούς ένοπλων ατόμων», δηλαδή από την αστυνομία, τον στρατό, τα δικαστήρια και τις φυλακές.

Η τυπική αστική δημοκρατία δεν αφορά αυτόν τον σκληρό πυρήνα. Δεν εκλέγουμε τον αρχηγό της ΕΛΑΣ, που μπορεί να απαγορεύει διαδηλώσεις και συναθροίσεις χωρίς βάση στο νόμο, το Σύνταγμα κλπ. Ούτε τους “επιτελείς” της κρατικής διοίκησης, ούτε τα αφεντικά που υπαγορεύουν τα νομοσχέδια όπως αυτό του Χατζηδάκη. Ούτε βέβαια τα δικαστήρια που μπορεί σε λίγους μήνες να πουν ότι όλα αυτά είναι μια χαρά.

Μπορούμε να εντοπίσουμε διάφορες παραλλαγές στο πόσο “δημοκρατικά” είναι τα κράτη διαχρονικά, αλλά και μεταξύ τους. Όμως εξετάζοντας τη μεγάλη εικόνα, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως η αυταρχική θωράκιση του κράτους και η ένταση της καταστολής παντού είναι σήμερα ένα επεισόδιο, ένα σύμπτωμα της ακραίας κρίσης και των τεράστιων αντιφάσεων που αντιμετωπίζουν οι από τα πάνω συνολικά. Δεν είναι “χρυσή ευκαιρία” των κυβερνήσεων, είναι σημάδι της αδυναμίας τους να αποσπάσουν τη συναίνεση με άλλα μέσα, ιδιαίτερα όσο οι κοινωνικές αντιστάσεις αυξάνονται. Σε τέτοιες συνθήκες, η όξυνση της καταστολής παραμένει βασικό εργαλείο που το εργατικό κίνημα θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει ξανά και ξανά.

­Ξεκινάμε λοιπόν από την αφετηρία ότι οι επιθέσεις δεν έρχονται από θέση ισχύος. Ακόμα και οι ιδεολογικές/πολιτικές επιθέσεις της κυβέρνησης συναντούν τεράστια προβλήματα και οδηγούν σε υποχώρηση και αναδίπλωση. Δείτε τι έγινε με την πανεπιστημιακή αστυνομία, με το νόμο για τις διαδηλώσεις, με την προσπάθειά της να απολύσει τον Καταραχιά. Η εικόνα αυτή βασίζεται στο ότι υπάρχει μια δύναμη στα συνδικάτα και τους φοιτητικούς συλλόγους που δεν αντιλαμβάνεται την ήττα της “πρώτη φορά αριστεράς” σαν δική του αδυναμία, δεν δέχεται να κάτσει στη γωνία και το έδειξε από την πρώτη φάση της καραντίνας 1,5 χρόνο πριν.

Συλλογική πάλη

Οι απαγορεύσεις και η καταστολή δεν συνάντησαν το φόβο, αλλά την οργή. Η επαναστατική αριστερά είχε δίκιο να επιμείνει σπάζοντας μαζικά τις απαγορεύσεις στις 17/11 και τις 6/12, χωρίς να μένει σε συμβολικές εκδηλώσεις για λίγους, σε εκκλήσεις και καταγγελίες από τα κοινοβουλευτικά έδρανα. Αυτό που τελικά έκανε τη διαφορά ήταν η οργάνωση της συλλογικής πάλης, των συνδικάτων. Όπως η 7/4/2020 ήταν κομβική για το ότι δεν “θα λογαριαστούμε μετά”, έτσι και η απεργία της 15/12/2020 ενάντια στον προϋπολογισμό, ήταν η αρχή μαχών που έδωσε τη σκυτάλη στο φοιτητικό κίνημα να ξεδιπλωθεί και να ενωθεί με τους αγώνες των εκπαιδευτικών αλλά και των νοσοκομειακών που δεν σταμάτησαν τις απεργίες τόσους μήνες.

Έτσι φτάσαμε στις ακόμα μεγαλύτερες απεργιακές κινητοποιήσεις 6/5, 10/6 και 16/6, με χιλιάδες να διαδηλώνουν ενάντια στις επιθέσεις της κυβέρνησης. Έτσι φτάσαμε και στην αναβολή της νέας επίθεσης για το ξεπούλημα του ασφαλιστικού που πάει για Σεπτέμβρη. Και είναι η καλύτερη στιγμή για απεργιακή κλιμάκωση, για ένα καυτό φθινόπωρο με αρχή το διήμερο της ΔΕΘ 10-11/9.

Αυτή είναι η εικόνα που πραγματικά έκανε σμπαράλια τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης. Η εργατική τάξη διεκδικώντας τα δικά της αιτήματα, το δικό της περιεχόμενο για τη δημοκρατία, την προάσπιση των συνδικάτων και του δικαιώματος στην απεργία, σάρωσε την καταστολή, τους νόμους για τις διαδηλώσεις. Αυτή η συλλογική δύναμη της εργατικής τάξης είναι η καλύτερη εγγύηση ότι οι επιθέσεις θα μείνουν στα χαρτιά, ότι οι νόμοι θα καταργηθούν πρώτα στην πράξη, και μετά και τυπικά. Αυτή είναι η σειρά των πραγμάτων.

Αυτό μας φέρνει στην κουβέντα για τη στρατηγική. Πού μπορεί και πρέπει να πάει αυτό το κίνημα;

Το κράτος αυτό δεν μεταρρυθμίζεται από τα μέσα. Μόνο ανατρέπεται από τα έξω. Η κυβέρνηση δεν είναι η κατάκτηση του κρίσιμου κρίκου της αλυσίδας για να συνεχιστεί η μάχη από καλύτερες θέσεις. Είναι κομμάτι του κράτους που πρέπει να τσακιστεί συνολικά, να γίνει κομμάτια όπως λέει ο Λένιν, για να αντικατασταθεί από την εργατική δημοκρατία.

Ακόμα και οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα καταργήσει τους αντιδραστικούς νόμους της ΝΔ μετριάζονται την επόμενη μέρα από της σελίδες της Αυγής που προειδοποιεί πως η συνέχεια του κράτους και το “πολιτικό κεφάλαιο” της κάθε κυβέρνησης βάζει στενά όρια σε τέτοιες προσπάθειες. Τα όρια για πιο βαθιές παρεμβάσεις είναι ακόμα στενότερα. Χρειάζεται να αντιληφθούμε, 6 χρόνια μετά το δημοψήφισμα, τι εννοούσε ο τότε πρόεδρος της ΝΔ όταν έλεγε πως «αν δεν έχουμε συμφωνία μέχρι την Τετάρτη η αστική τάξη θα αντιδράσει πολύ διαφορετικά». Χρειάζεται να θυμηθούμε τη Χιλή του Αλιέντε αν θέλουμε να σκεφτούμε τι μπορεί να είναι αυτή η αντίδραση.

Χρειαζόμαστε μια Αριστερά που να αρπάζει τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που δίνει η εργατική αντίσταση. Να οργανώνει από τη μία τις απεργιακές μάχες σε πείσμα των φωνών του ρεαλισμού και του ώριμου φρούτου, και ταυτόχρονα να τις συνδέει. Να συνδέει τα αιτήματά τους και να μπολιάζει τους αγώνες με τη συνολική προοπτική της ανατροπής αυτού του εγκληματικού συστήματος, για το τσάκισμα του κράτους των αστών, για την προοπτική της εργατικής δημοκρατίας.

Χρειαζόμαστε μια αριστερά βασισμένη στις επαναστατικές παραδόσεις του Μαρξ και του Ένγκελς, του Λένιν και του Τρότσκι. Την Αριστερά που συνδέει τις μάχες του σήμερα με την προοπτική της επανάστασης. Η πάλη ενάντια στο απολυταρχικό καθεστώς του Τσάρου ήταν μάχη για το σοσιαλισμό. Έτσι και τώρα. Παλεύουμε ενάντια στη δεξιά, και ταυτόχρονα παλεύουμε για τον σοσιαλισμό. Σε αυτή τη μάχη δεν περισσεύει κανένας και καμία.

Ευκλείδης Μακρόγλου