Την Κυριακή η Καθημερινή, μια εφημερίδα που δεν έχει κρύψει ποτέ τους δεσμούς της ούτε με τους εφοπλιστές, τους τραπεζίτες και τους βιομήχανους ούτε με το κόμμα τους, τη Νέα Δημοκρατία, κάλυψε ζωντανά μέσα από την ιστοσελίδα της, σχεδόν ώρα με την ώρα, τις εκλογές για την ανάδειξη του νέου αρχηγού του ΠΑΣΟΚ.
Και όχι τυχαία. Η άρχουσα τάξη περίμενε πολλά από τις εκλογές αυτές. Για να το πούμε συνοπτικά είχε ποντάρει σε ένα σενάριο μαζικής συμμετοχής που θα έφερνε στον δεύτερο γύρο την Άννα Διαμαντοπούλου ή έστω τον Παύλο Γερουλάνο και θα έστελνε στα τάρταρα τον Χάρη Δούκα, τον δήμαρχο Αθηναίων που ξεφτίλισε πριν από ένα χρόνο τον Κώστα Μπακογιάννη. Και έχασε και τα τρία στα τρία.
Πρώτον, παρά τους θριαμβευτικούς τόνους που κυριαρχούσαν όλη την ημέρα και επαναλάμβαναν πιστά όλα σχεδόν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης η συμμετοχή δεν ήταν καθόλου «εντυπωσιακή». Η ίδια η Καθημερινή που την Κυριακή δημοσίευε (στην ιστοσελίδα της) κάθε τόσο και ένα νέο άρθρο με τίτλο του στυλ «Ψήφισαν 65.672 πολίτες μέχρι τις 11 το πρωί», «Ψήφισαν πάνω από 160 χιλιάδες πολίτες – Τα μηνύματα των έξι υποψηφίων», «Ψήφισαν πάνω από 234.400 πολίτες – Αίτημα Δούκα για παράταση» ανακάλυψε την Δευτέρα ότι η συμμετοχή δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Για την ακρίβεια ήταν μάλλον μικρή: «παρότι αριθμητικά σε αυτές τις εσωκομματικές εκλογές προσήλθαν περισσότεροι, αυτοί ως ποσοστό του συνόλου των ψηφοφόρων του κόμματος παραμένουν στο 60%... Το 60% είναι το αντίστοιχο ποσοστό που είχαμε και στις εσωκομματικές εκλογές του 2021. Παρατηρούμε λοιπόν ένα κράτημα…».
Οι ίδιοι οι αριθμοί είναι από μόνοι τους αποκαλυπτικοί: τον Φεβρουάριο του 2004 στην πρώτη εκλογή προέδρου του ΠΑΣΟΚ «απευθείας από τον λαό» είχαν προσέλθει στις κάλπες πάνω από ένα εκατομμύριο «μέλη και φίλοι του Κινήματος» και ο Γιώργος Παπανδρέου, ο μοναδικός υποψήφιος, είχε εκλεγεί από την πρώτη Κυριακή με ένα ποσοστό 99,7%. Στον Α’ γύρο των εκλογών του Δεκεμβρίου του 2021, τις οποίες κέρδισε (στον Β’ γύρο) ο Νίκος Ανδρουλάκης, η συμμετοχή είχε φτάσει στις 270 χιλιάδες. Την περασμένη Κυριακή ψήφισαν 300.000 – ένα νούμερο που αντιστοιχεί σε μια αύξηση της τάξης του 10% και η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αυταπάτες ότι θα μπορέσει το ΠΑΣΟΚ να μετατραπεί ξανά στον εναλλακτικό πόλο ενός δικομματικού συστήματος.
Το δεύτερο χαστούκι στις ελπίδες της άρχουσας τάξης ήταν οι επιδόσεις της Άννας Διαμαντοπούλου – που αποκλείστηκε από τον Β’ γύρο. Η Άννα Διαμαντοπούλου αντιπροσωπεύει την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ. Ήταν, ανάμεσα στα άλλα, υφυπουργός Ανάπτυξης στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη που «έβαλε την Ελλάδα στο Ευρώ», επίτροπος Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων στις Βρυξέλες την πενταετία 1999-2004 και υπουργός Παιδείας 2009-2012. Οι βάσεις για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, τη διαγραφή των «αιώνιων φοιτητών» και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών τέθηκαν για πρώτη φορά με τον διαβόητο νόμο «Διαμαντοπούλου» που ψηφίστηκε από τη Βουλή το 2011. Ο ελληνικός λαός την «τίμησε» για την προσφορά της αυτή αφήνοντάς την εκτός Βουλής από το 2012 μέχρι σήμερα.
Μια τυχόν νίκη της Διαμαντοπούλου θα άνοιγε διάπλατα τον δρόμο για μια μελλοντική κυβερνητική συνεργασία ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, έναν «Μεγάλο Συνασπισμό» σαν αυτόν που κυβερνούσε πριν μερικά χρόνια τη Γερμανία και θα απομάκρυνε με αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο της ακυβερνησίας και της ανοιχτής πολιτικής κρίσης που έχουν φέρει στο προσκήνιο το 28% της Νέας Δημοκρατίας και οι ανανεωμένες διαμάχες ανάμεσα στους Μητσοτακικούς, τους Καραμανλικούς και τους Σαμαρικούς. Αλλά αντί για πρώτη ή έστω δεύτερη η Διαμαντοπούλου ήρθε τέταρτη την περασμένη Κυριακή.
Η δεύτερη επιλογή της άρχουσας τάξης και της δεξιάς μετά τη Διαμαντοπούλου ήταν ο Παύλος Γερουλάνος. Σε αντίθεση με την Διαμαντοπούλου ο Γερουλάνος δεν έχει τη φήμη (αν μπορεί να ονομαστεί κάτι τέτοιο φήμη) του σιχαμερού νεοφιλελεύθερου. Ο Γερουλάνος θεωρείται δημοκράτης, μετριοπαθής και πραγματιστής. Το ακροατήριο του επεκτείνεται σε όλο το φάσμα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Αυτό που έχει κοινό με την Διαμαντοπούλου είναι ότι είναι ανοιχτός σε μια συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία. Υπήρξε άλλωστε και αυτός, όπως και η Διαμαντοπούλου, υπουργός στην μισητή μνημονιακή συγκυβέρνηση «τεχνοκρατών» του Λουκά Παπαδήμου. Αλλά ούτε αυτός κατάφερε να φτάσει στον Β’ γύρο.
Θέση
Ο Χάρης Δούκας κατέκτησε την δεύτερη θέση με ένα ποσοστό 21% και μια διαφορά περίπου 800 ψήφων μπροστά από τον Γερουλάνο. Την πρώτη θέση κατέκτησε ο Νίκος Ανδρουλάκης με ένα 29% και μια διαφορά περίπου 25 χιλιάδων ψήφων από τον Δούκα.
Ο Δούκας με τη νίκη του στις περσινές εκλογές για τη δημαρχία της Αθήνας, κατάφερε στον Β’ γύρο να εκφράσει όλο το μίσος που τρέφει ο κόσμος για τη Νέα Δημοκρατία και τον Μητσοτάκη και να νικήσει τον Κώστα Μπακογιάννη (τον υποψήφιο της ΝΔ και ανιψιό του πρωθυπουργού) με ένα εντυπωσιακό 56%.
Από το 2012 μέχρι σήμερα η άρχουσα τάξη ζει συνεχώς με τον φόβο του «πεζοδρομίου». Οι εικόνες της Αθήνας πλημμυρισμένης συνεχώς με εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές και οι μνήμες από τις μνημονιακές κυβερνήσεις να πέφτουν, κάτω από την πίεση του κινήματος η μια μετά την άλλη, τους καταδιώκουν συνεχώς.
Ο Δούκας δεν έχει καμιά πραγματική σχέση ούτε με τον κόσμο που εξεγέρθηκε το 2012 ενάντια στα μνημόνια ούτε με τον κόσμο που αντιστέκεται στις επιθέσεις της κυβέρνησης σήμερα. Ο λόγος του, το πρόγραμμά του -ακόμα και στις πιο «αριστερές» του στιγμές- είναι γενικόλογος και μετρημένος. Το πρώτο πράγμα που έκανε, μόλις αναδείχτηκε στον Β’ γύρο ήταν να προσπαθήσει να απευθυνθεί στους ψηφοφόρους του Γερουλάνου και της Διαμαντοπούλου – στο δικό τους ταμπλό: «Θέλω να εκφράσω τις ανησυχίες όλων των ψηφοφόρων που ψήφισαν τον Παύλο, την Άννα, τη Νάντια και τον Μιχάλη. Έχουμε κοινές αγωνίες με τους συνυποψήφιους. Η κοινή μας αγωνία είναι να μεγαλώσει το ΠΑΣΟΚ, να ανοίξει, να γίνει συμπεριληπτικό να έχουμε όλα τα μέλη και οι φίλοι ρόλο, λόγο και ευθύνη».
Το πρωί της Δευτέρας οι πολιτικοί σχολιαστές προέβλεπαν μια εύκολη νίκη για τον Ανδρουλάκη στον Β’ γύρο. Αλλά, όπως αναγκάστηκε ακόμα και η Καθημερινή να παραδεχτεί, δεν είναι στην πραγματικότητα καθόλου βέβαιο. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν χωράνε αυταπάτες, όποιος και αν εκλεγεί από τους δυο.
Το ΠΑΣΟΚ γεννήθηκε στη Μεταπολίτευση με πρότυπο τα μεγάλα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα της μεταπολεμικής δυτικής Ευρώπης. Έγινε κυβέρνηση για πρώτη φορά το 1981 με ένα πρόγραμμα «κρατικού παρεμβατισμού» (που ερχόταν τότε σε σύγκρουση με τον αναδυόμενο νεοφιλελευθερισμό της Θάτσερ και του Ρέιγκαν) που υποσχόταν οικονομική ανάπτυξη μέσα από την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και τις διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με τον πλούσιο Αραβικό κόσμο. Η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου έδωσε αυξήσεις στους εργαζόμενους, συντάξεις στους αγρότες, αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση και υποδέχτηκε με τιμές αρχηγού κράτους στην Αθήνα τον Γιασέρ Αραφάτ, τον ηγέτη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Αλλά το 1985 ο Παπανδρέου έκανε στροφή 180 μοιρών, έβαλε στο υπουργείο Οικονομικών τον νεοφιλελεύθερο Κώστα Σημίτη και επιτέθηκε στα εργατικά δικαιώματα – όπως ακριβώς έκαναν την ίδια περίπου περίοδο και όλα τα άλλα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη.
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν έχει ούτε τη δύναμη ούτε το πρόγραμμα για να παιξει ξανά το ρόλο που έπαιζε σαν κολώνα του δικομματισμού στο πολιτικό σύστημα.