Αντιπολεμικό κίνημα
Ουκρανία: Κίνημα αντιπολεμικό – Ούτε με το ΝΑΤΟ ούτε με τον Πούτιν

1/3/22, Αντιπολεμική διαδήλωση στην Αθήνα. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε κοστίσει μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού περίπου 1,5 εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες κι αυτή η εκτίμηση, που δεν περιλαμβάνει τις απώλειες των αμάχων, είναι ένα μίνιμουμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη και πιο αιματηρή σύγκρουση στο έδαφος της Ευρώπης από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. 

Για να κατανοήσουμε την αγριότητά και τη διάρκεια αυτού του πολέμου, χρειάζεται να πάμε πέρα από την προπαγάνδα της λεγόμενης «σωστής πλευράς της ιστορίας» σύμφωνα με τον Μητσοτάκη, δηλαδή των ΗΠΑ και της Ε.Ε. Το ίδιο ισχύει για τις δικαιολογίες του Πούτιν και των χειροκροτητών του. 

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια ιμπεριαλιστική σύγκρουση με ρίζες που πάνε πολύ πιο πίσω. Όπως έγραφε η Εργατική Αλληλεγγύη στις αρχές του Φλεβάρη:

«Η Ουκρανία ήταν από τη δεκαετία του ’90 πεδίο ενός σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα στον αμερικάνικο και τους ευρωπαϊκούς ιμπεριαλισμούς από τη μια και τον ρώσικο ιμπεριαλισμό από την άλλη. Αυτός ο ανταγωνισμός, που κεντρικό του διακύβευμα ήταν η ένταξη ή μη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, μετατράπηκε σε ένα πόλεμο “δια αντιπροσώπων” από τα μέσα της δεκαετίας του 2010. Και αυτός ο πόλεμος πήρε καταστροφικές διαστάσεις με τη βάρβαρη εισβολή του Πούτιν τον Φλεβάρη του 2022». 

Τον Φλεβάρη του 1990 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ είχε διαβεβαιώσει τον Γκορμπατσόφ, τον τελευταίο ηγέτη της ενιαίας ΕΣΣΔ, ότι μετά την ενοποίηση της Γερμανίας το ΝΑΤΟ «δεν θα πάει εκατοστό ανατολικότερα». Όμως, τις επόμενες δεκαετίες οι ΗΠΑ επέβαλαν την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Βαλτικής. 

Η τελευταία χώρα που έχει ενταχθεί επίσημα στο ΝΑΤΟ είναι η Σουηδία, το 2024. Έτσι ολοκληρώθηκε η μετατροπή της Βαλτικής σε «ΝΑΤΟϊκή λίμνη» σε άμεση γειτνίαση με το Καλίνινγκραντ (ρωσικό θύλακα στο έδαφος της Πολωνίας) και την Πετρούπολη. 

Ανατολικά

Η επέκταση της Συμμαχίας στα ανατολικά δεν έγινε για να ικανοποιηθεί κάποιο αίσθημα ασφαλείας των λαών της Ανατολικής Ευρώπης. Όλη εκείνη την περίοδο η Ρωσία ήταν βυθισμένη στην οικονομική και κοινωνική κρίση και ήταν προφανές στους πάντες ότι ακόμα κι αν το επιθυμούσε δεν ήταν σε θέση να αποτελέσει απειλή. Αντίθετα, όταν κατέρρευσε το ανατολικό μπλοκ, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να επεκτείνουν την σφαίρα επιρροής τους και να εξασφαλίσουν ότι η Ρωσία θα παραμείνει, το πολύ, μια «περιφερειακή δύναμη». 

Ο Χ. Κολ καγκελάριος της Γερμανίας είχε πει το 1990 ότι «πρέπει να μαζέψουμε τη σοδειά πριν έρθει η θύελλα». Όμως, η επέκταση του ΝΑΤΟ έφερε τη «θύελλα» δηλαδή την αντίδραση της Ρωσίας. Το 2008 ήταν σημαδιακή χρονιά: η Σύνοδος του ΝΑΤΟ αποφάσισε να «χαιρετίσει τις ευρωατλαντικές προσδοκίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας» και δήλωσε ότι αυτές οι δυο χώρες «θα ενταχτούν στο ΝΑΤΟ». 

Η Γεωργία έχει ατυχία να βρίσκεται πάνω στο στρατηγικό σταυροδρόμι του Καυκάσου και της Μαύρης Θάλασσας με τα τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου. Όμως, ο έλεγχος της Ουκρανίας ήταν και παραμένει καθοριστικός. O Ζ. Μπρεζίνσκι, ένας από τους αρχιτέκτονες της υψηλής διπλωματίας των ΗΠΑ έγραφε το 1994: «Η Ρωσία χωρίς την Ουκρανία παύει να είναι αυτοκρατορία. Αλλά με την Ουκρανία εξαγορασμένη και μετά υποταγμένη γίνεται αυτομάτως αυτοκρατορία». Η Ουκρανία, με τις πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές της τα δίκτυα των αγωγών που τη διασχίζουν είναι το «παράθυρο» της Ρωσίας στην Κεντρική Ευρώπη και την Μαύρη Θάλασσα.

Σε αυτή την εικόνα πρέπει να προσθέσουμε και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι παραμύθι η εικόνα της «φιλειρηνικής» ΕΕ που ξαφνικά ξύπνησε τώρα σοκαρισμένη και αποφάσισε να επανεξοπλιστεί για να ανασχέσει τον «ρωσικό επεκτατισμό». Η ΕΕ έγινε συνέταιρος του ΝΑΤΟ στην επέκταση στ’ ανατολικά μετά τις καταρρεύσεις του 1989-1991. Το ΝΑΤΟ πήρε το προβάδισμα βάζοντας την «ασφάλεια» και την πίεση στη Ρωσία. Και ακολουθούσε η ΕΕ για να επιβλέψει την ενσωμάτωση στην «ενιαία αγορά» αφού το δρόμο τον είχαν ανοίξει οι νεοφιλελεύθερες «θεραπείες-σοκ» του ΔΝΤ. Πρόκειται για διαδικασίες που συμπλήρωναν η μια την άλλη, έστω και αν υπήρχαν καυγάδες ανάμεσα σε ΗΠΑ Γερμανία και Γαλλία για τη ταχύτητα, τους χειρισμούς και τα συμφέροντα των πολυεθνικών τους. 

Στην περίπτωση της Ουκρανίας αυτή η συνεργασία έφερε απέραντη δυστυχία και αίμα. Ένα από τα πρώτα επίσημα κείμενα συνεργασίας της Ουκρανίας με το ΝΑΤΟ το 1997, δήλωνε για παράδειγμα ότι οι συμβαλλόμενοι «προσβλέπουν στην ενσωμάτωση της Ουκρανίας στις ευρωπαϊκές και ευρωατλαντικές δομές». «Ευρωπαϊκές» σημαίνει Ε.Ε. 

Η αφορμή που οδήγησε τον πρώτο γύρο πολεμικής αντιπαράθεσης στη χώρα ήταν η απόφαση, τον Νοέμβρη του 2013, της τότε κυβέρνησης Γιανουκόβιτς να εγκαταλείψει τις διαπραγματεύσεις για την Βαθιά και Συνολική Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου (DCFTA) με την Ε.Ε και να στραφεί προς την Ευρασιατική Τελωνειακή Ένωση της Ρωσίας. 

Τελικά αυτή την συμφωνία την υπέγραψε η κυβέρνηση του προέδρου Ποροσένκο το 2016. Δηλαδή η ίδια κυβέρνηση που έβαλε στο Σύνταγμα της Ουκρανίας την επιδίωξη να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ.

Ρωσία

Οι απολογητές του Πούτιν, και ο ίδιος, υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι η εισβολή στην Ουκρανία είναι μια αμυντική κίνηση, δικαιολογημένη γιατί το ΝΑΤΟ θέλει να στραγγαλίσει τη Ρωσία και να την εκμηδενίσει σαν έθνος. Η προώθηση του ΝΑΤΟ και η απόπειρα «περικύκλωσης» της Ρωσίας δεν είναι πλάσματα της φαντασίας του Πούτιν και των συνεργατών του όπως προσπαθεί να πείσει η δυτική προπαγάνδα. 

Όμως, αυτό δεν κάνει την Ρωσία θύμα και αμυνόμενη. Δεν διεξάγει ένα δίκαιο πόλεμο. Όλες οι δικαιολογίες που προβάλει ο Πούτιν και οι υπουργοί του για τον πόλεμο είναι κλεμμένες από τα ψέματα και τις υποκρισίες που λέγανε και λένε οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για τους δικούς τους βρόμικους πολέμους και επεμβάσεις. 

Από τη δεκαετία του ’90, η Ρωσία προσπαθεί να αποκαταστήσει τον έλεγχό της στις πρώην ομόσπονδες δημοκρατίες της ΕΣΣΔ που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους από το 1991 και μετά. Μια ημιεπίσημη ορολογία τις περιγράφει σαν «εγγύς εξωτερικό» της Ρωσίας. Χρειάζεται αυτό τον έλεγχο γιατί έχει φιλοδοξίες να (ξανα)γίνει μια παγκόσμια δύναμη, με λόγο στα κλαμπ των πιο ισχυρών κρατών του πλανήτη και με τα αντίστοιχα ωφελήματά για τις δικές της τράπεζες, και μεγάλες εταιρείες. 

Όμως δεν είναι μόνο η Ουκρανία που έχει γνωρίσει ρωσικό πόλεμο και επεμβάσεις. Η Ρωσία έχει διεξάγει δυο πολέμους στην Τσετσενία, το 1992-94 και το 2000-2003. 

Σήμερα, οι δυο πόλεμοι που έκανε στην Τσετσενία έχουν ξεχαστεί. Ο πρώτος από τον Γιέλτσιν, τον προκάτοχο του Πούτιν. Η Τσετσενία, μια μικρή χώρα στο βόρειο Καύκασο είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της από τη Ρωσική Ομοσπονδία το 1991. Ο ρωσικός στρατός ισοπέδωσε κυριολεκτικά την πρωτεύουσά της το Γκρόζνι. 

Ο Κιμ Τζανγκόλεφ πρώην αναπληρωτής υπουργός εθνοτήτων της Ρωσικής Ομοσπονδίας εξηγούσε το λόγο για αυτό τον πόλεμο: «Η Ρωσία παίρνει μέρος στην αντιπαράθεση δυνάμεων παγκοσμίου επιπέδου μέσα σε πολύ μειονεκτικές συνθήκες. Όμως, παρόλα αυτά, πρέπει να υπερασπίσουμε το προγεφύρωμά μας στον Καύκασο».

Το καλοκαίρι του 2008 εισέβαλε στην Γεωργία. Μια χώρα που βρίσκεται σε στρατηγική θέση για τον έλεγχο του Καυκάσου και της Μαύρης Θάλασσας με τα πλούσια κοιτάσματα σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Τα ρωσικά τανκς προέλασαν μέχρι τις πύλες της Τιφλίδας, επιβάλλοντας μια ταπεινωτική ήττα στην γεωργιανή κυβέρνηση που στηριζόταν από τις ΗΠΑ (παρεμπιπτόντως, και το Ισραήλ). Το 2015 η Ρωσία ξεκίνησε την στρατιωτική επέμβασή της στην Συρία και συνεχίζει να διατηρεί τις βάσεις της σε αυτή την πολύπαθη χώρα και μετά την ανατροπή του Άσαντ.

Η άρχουσα τάξη της Ουκρανίας και οι φατρίες που την απαρτίζουν, μετά την ανεξαρτησία του 1991 προσπάθησε να παίξει σε δυο ταμπλό. Οι οικονομικοί δεσμοί με την Ρωσία παρέμειναν πολύ ισχυροί, άλλωστε οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί ολιγάρχες βγήκαν από την ίδια μήτρα. Ταυτόχρονα άνοιγε και η προοπτική των στενότερων σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι άρχισαν οι ταλαντεύσεις, ποιους θα επιλέξουν. Και οι ταλαντεύσεις έγιναν διλήμματα και καυγάδες στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης, γιατί και οι δυο «γείτονες» της έβαζαν το μαχαίρι στο λαιμό.

Όμως, το κύριο μέτωπο της αντιπαράθεσης ήταν η Ουκρανία. 

Ουκρανία

Την προηγούμενη βδομάδα ο Ζελένσκι τέθηκε επικεφαλής των τελετών για την Ημέρα της Ανεξαρτησίας της Ουκρανίας. Στις ειδήσεις είδαμε τον ίδιο και μια σειρά εκπροσώπους της «δημοκρατικής Δύσης» (ο πρωθυπουργός του Καναδά ήταν ο πιο υψηλόβαθμος) να δηλώνουν την υποστήριξή τους στην Ουκρανία. 

Τον Αύγουστο του 1990 το ουκρανικό κοινοβούλιο κήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας. Όταν τον Δεκέμβρη του 1991 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, τα ποσοστά υπέρ της ήταν συντριπτικά. Όχι μόνο στη δυτική Ουκρανία, αλλά και στα ανατολικά, εκεί που κατοικεί η πλειοψηφία του ρωσικού και ρωσόφωνου πληθυσμού. Στο Ντονέτσκ και στο Λουγκάνσκ έφτασαν το 83%. Ακόμα και στην Κριμαία, που θεωρείται προπύργιο του ρωσικού «εθνικού αισθήματος», το 54% τάχθηκε υπέρ της ουκρανικής ανεξαρτησίας.

Ό,τι και να λένε ποικίλες αναλύσεις σήμερα, η εργατική τάξη και ο φτωχός κόσμος στην Ουκρανία έλπιζε από την ανεξαρτησία. Όχι μόνο λόγω της ιστορίας της χώρας και τα βάσανα που είχε υποστεί στη δεκαετία του ’30 και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και γιατί τα κύματα των μαζικών αγώνων, όπως οι απεργίες των ανθρακωρύχων, που συνόδεψαν την κρίση και την κατάρρευση του καθεστώτος του κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, τροφοδότησαν το αίτημα για ανεξαρτησία. 

Ωστόσο, οι ελπίδες που συνόδευαν την ανεξαρτησία και η δυνατότητα για μια ενωμένη εργατική τάξη, συντρίφτηκαν πάνω στη σκληρή πραγματικότητα της μετάβασης από τον κρατικό καπιταλισμό στον καπιταλισμό δυτικού τύπου, αυτού που οι απολογητές του συστήματος αποκαλούν «ελεύθερη αγορά». Η οικονομική κατάρρευση της δεκαετίας του ’90 προκάλεσε τεράστια δυστυχία σε όλες τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά η Ουκρανία πλήγηκε χειρότερα από όλες. 

Χαρακτηριστικό για το μέγεθος της κατάρρευσης είναι το γεγονός ότι ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε από 51.5 εκατομμύρια το 1991 σε 43 στις αρχές της τωρινής δεκαετίας. Τριάντα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, η Ουκρανία έχει την πέμπτη χειρότερη οικονομική επίδοση στον κόσμο, το ΑΕΠ της δεν έχει επιστρέψει καν στα επίπεδα του 1990.

Την εξουσία την κράτησε η παλιά άρχουσα τάξη που τα μέλη της μεταμορφώθηκαν σε «ολιγάρχες» με τις «φαμίλιες» τους να βασίζονται σε διαφορετικές περιοχές και πόλεις. Και στους καυγάδες για τη νομή της πολιτικής εξουσίας, τα κόμματά τους χρησιμοποίησαν το χαρτί του εθνικισμού και της γλώσσας.

Αυτή η άρχουσα τάξη προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στις αντίρροπές πιέσεις των ΗΠΑ/ΕΕ από τη μια και της Ρωσίας από την άλλη. Και για μια ολόκληρη περίοδο στη δεκαετία του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αυτή η άσκηση ισορροπίας έμοιαζε να δουλεύει. Η Ουκρανία συνέχιζε να έχει στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και να ανοίγεται, βημα-βήμα στη Δύση. 

Για τους «ολιγάρχες» ήταν μια χρυσή εποχή, γεμάτη ευκαιρίες για να ζήσουν τη μεγάλη ζωή με τις βίλες και τα κότερα στην Αγγλία, τις μίζες και τη διαφθορά, όπως κάνουν οι καπιταλιστές σε όλον τον κόσμο άλλωστε. Όμως, για τον απλό κόσμο η ζωή ήταν με το ζόρι ανεκτή. Το πρόβλημα ήταν ότι τις εκρήξεις της κοινωνικής δυσαρέσκειας στην «πορτοκαλί επανάσταση» το 2010 και την «Επανάσταση του Μαϊντάν» το 2014 τις ενσωμάτωσαν αντίπαλες πτέρυγες της άρχουσας τάξης με τη δική τους ατζέντα και τον εθνικισμό τους. 

Όταν η πολιτική κρίση έφτασε στο σημείο να κρίνει ποια πλευρά θα διαλέξει η Ουκρανία ήρθε η στιγμή του πολέμου. Και αυτή η κατάληξη δεν ήταν αποκλειστικό προϊόν των εσωτερικών ουκρανικών εξελίξεων και των επεμβάσεων στη χώρα των μεγάλων δυνάμεων. Συνδεόταν με την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών παγκόσμια. 

Ανταγωνισμοί

Δεν μπορούμε να κρίνουμε αν ένας πόλεμος είναι δίκαιος ή άδικος απλά προσπαθώντας να διαπιστώσουμε ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά. Χρειάζεται να εξετάσουμε ποιες δυνάμεις εμπλέκονται και ποιανών τα κοινωνικά συμφέροντα εκπροσωπούν. Iμπεριαλισμός δεν σημαίνει απλά και μόνο μια μεγάλη χώρα που θέλει να καταπιεί μια μικρότερη ή πιο αδύνατη. Σημαίνει ένα παγκόσμιο σύστημα ανταγωνισμών όπου κάθε άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί όχι μόνο την οικονομική αλλά και την πολιτική ισχύ για να επιβάλλει τα συμφέροντά της. 

Ο σημερινός ιμπεριαλισμός θυμίζει πολύ τον ιμπεριαλισμό της εποχής του Λένιν από αυτή την άποψη. Είναι ένας «πολυπολικός» ιμπεριαλισμός, ένα σύστημα ιμπεριαλισμών που τσακώνονται, συμφωνούν και τσακώνονται ξανά, με νέες δυνάμεις να αναδύονται ενώ οι  συσχετισμοί ανάμεσά τους αλλάζουν. 

Σήμερα, το επίκεντρο αυτών των ανταγωνισμών είναι η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας. Για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό αυτή είναι η κρίσιμη αναμέτρηση που θα κρίνει την παγκόσμια ηγεμονία. Η Ουκρανία ήταν ένα δευτερεύον μέτωπο που θα έβαζε στη θέση της την Ρωσία και θα έστελνε ένα μήνυμα στην Κίνα. Γι’ αυτό τον λόγο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ενίσχυσε -και συνεχίζει να ενισχύει- την ουκρανική κυβέρνηση με ένα πακτωλό χρημάτων και όπλων. 

Ο Τραμπ έχει επί της ουσίας την ίδια στρατηγική με τους προκατόχους του. Σε αυτό που διαφέρει είναι στην εκτίμηση ότι η Ουκρανία χάνει τον πόλεμο και άρα το μέτωπο πρέπει να κλείσει με κάποιου τύπου συμφωνία. Όχι για να σταματήσει το θανατικό αλλά για να λύσει τα χέρια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. 


Μιλάνε για ειρήνη, συνεχίζουν τον πόλεμο

Ο Τραμπ και το επιτελείο του συνεχίζουν να παριστάνουν ότι οι διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό ή έστω παύση του πολέμου στην Ουκρανία όπου να ‘ναι θα ξεκινήσουν και θα έχουν και αίσιο αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, όλα τα ζητήματα που άνοιξαν στην συνάντηση Τραμπ-Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο την περασμένη βδομάδα και στη σύναξή τους με τους ευρωπαίους ηγέτες που ακολούθησε έχουν βαλτώσει. 

Όπως η υποτιθέμενη συνάντηση Ζελένσκι-Πούτιν που θα ακολουθούσε μέσα σε δυο βδομάδες. Τίποτα συγκεκριμένο δεν έχει οριστεί. Ο Πούτιν ταξιδεύει στην Κίνα για να συμμετέχει στη συνάντηση του «Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης» της χαλαρής οικονομικής και πολιτικής συμμαχίας που προσπαθεί να οικοδομήσει το κινεζικό καθεστώς στην Ασία. Η συνάντηση με τον Ζελένσκι θα γίνει, λέει η ρωσική διπλωματία, όταν «οριστεί σαφώς η ατζέντα», δηλαδή γίνουν δεκτοί οι όροι της Ρωσίας. 

Κι εδώ τίθενται ακόμα πιο αξεπέραστα εμπόδια. Ένα από τα ζητήματα αυτής της «ατζέντας» είναι οι «εγγυήσεις ασφαλείας» που θα λάβει η Ουκρανία. Ο Λαβρόφ, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας έσπευσε να δηλώσει ότι στις εγγυήτριες δυνάμεις πρέπει να συμπεριλαμβάνονται η Ρωσία και η Κίνα.

Πινγκ-πονγκ

Ο Ζελένσκι απέρριψε μετά βδελυγμίας αυτή την προοπτική. Για να λάβει την απάντηση από τον Λαβρόφ, ότι αυτό που ζητάει δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο: στις αρχές του πολέμου η Ουκρανική αντιπροσωπεία είχε προτείνει στις διαπραγματεύσεις της Κωνσταντινούπολης μια παρόμοια φόρμουλα. Δηλαδή στις εγγυήτριες δυνάμεις θα συμπεριλαμβάνονταν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ άρα και η Ρωσία. Και το πινγκ-πονγκ των δηλώσεων και κόντρα δηλώσεων συνεχίζεται. 

Ο Τραμπ δηλώνει ότι και βέβαια οι ΗΠΑ θα στηρίξουν την Ουκρανία και την ασφάλειά της. Ισως και «από αέρος» (ό,τι και να σημαίνει αυτό). Αλλά το κύριο βάρος πρέπει να το αναλάβουν οι Ευρωπαίοι. Δηλαδή να ανοίξουν τα πορτοφόλια τους και το κυριότερο να προσαρμοστούν στις επιλογές των ΗΠΑ. 

Η έκτακτη τηλεδιάσκεψη των ηγετών της ΕΕ την περασμένη βδομάδα το μόνο που είχε να πει ήταν ότι θα βαθύνει τον συντονισμό με τις ΗΠΑ για τις «εγγυήσεις ασφαλείας». Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει η ΕΕ είναι να προετοιμάζεται για πόλεμο. Το πρόγραμμα επανεξοπλισμού προχωράει, την ίδια στιγμή που οι μισθοί, οι κοινωνικές δαπάνες, τα δημοκρατικά δικαιώματα δέχονται το ένα χτύπημα μετά το άλλο. 

Ο Μητσοτάκης συμμετείχε στη τηλεδιάσκεψη εκφράζοντας την «ικανοποίησή» του για το γεγονός ότι οι ΗΠΑ θα συμβάλλουν στις εγγυήσεις ασφαλείας και με αγέρωχες δηλώσεις για το «απαραβίαστο των συνόρων». Η κυβέρνηση της ΝΔ συμμετέχει στον πόλεμο στην Ουκρανία και ταυτόχρονα διεκδικεί ένα κομμάτι από την πίτα του «επανεξοπλισμού» για το ελληνικό κεφάλαιο. Αυτήν την κυβέρνηση του πολέμου και της φτώχειας πρέπει και μπορούμε να ανατρέψουμε. Είναι ο δρόμος για να μπλοκάρουμε τη μηχανή του θανάτου που σκορπίζει θάνατο και φρίκη στην Ουκρανία.