Κάθε χρόνο στις 15 Ιούλη, στις 8 και 20 το πρωί, παίζουν οι σειρήνες για να θυμίζουν σε όλους την ώρα που ξεκίνησε το πραξικόπημα το 1974. Σπάνια εκδηλώνονται πραξικοπήματα έτσι ώρα, συνήθως ξεκινούν τα χαράματα ή αργά το βράδυ και πιάνουν όλους στον ύπνο.
Το πραξικόπημα στην Κύπρο δεν έπιασε κανένα στον ύπνο, εκτός ίσως από το Μακάριο που είχε την αφέλεια να πιστεύει ότι Έλληνες αξιωματικοί δεν θα έκαναν μια τέτοια «άφρονα ενέργεια». Για όσους παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις από κοντά το ερώτημα δεν ήταν αν θα γίνονταν πραξικόπημα αλλά πότε θα γίνονταν. Λίγες μέρες πριν τις 15 του Ιούλη τα στρατόπεδα είχαν αδειάσει από όσους ήταν γνωστοί σαν αριστεροί και υποστηριχτές του Μακάριου. Τους είχαν δοθεί άδειες και τους έστειλαν στα σπίτια τους, ανάμεσα τους και εγώ που υπηρετούσα τις τελευταίες μέρες της θητείας μου (στις 20 Ιούλη θα απολυόμουν).
Πρέπει να πώ ότι ένοιωσα ανακούφιση όταν το πρωί της Δευτέρας 15 Ιούλη ξημέρωσε χωρίς να κινηθούν τα τανκς. Ήξερα ότι δυνάμεις του εφεδρικού σώματος της αστυνομίας επιτηρούσαν τα βράδια τις μονάδες τεθωρακισμένων, με αντιαρματικά όπλα για να τα εμποδίσουν να βγουν έξω, και αποχωρούσαν λίγο μετά τις 6 το πρωί. Αυτό φυσικά το γνώριζαν και οι πραξικοπηματίες γι’ αυτό και κινήθηκαν πιο αργά.
Παρ’ όλα τα μέτρα που πήρε η χούντα, όμως, η αντίσταση στο πραξικόπημα ξεκίνησε από πολύ νωρίς.
Ο πρώτος νεκρός της αντίστασης ήταν ο καταδρομέας Σωτήρης Αδάμου Κωσταντίνου, ο οποίος αρνήθηκε να πάρει μέρος στην επίθεση. Μαχαιρώθηκε στην πλάτη και πυροβολήθηκε στο κεφάλι από Έλληνα αξιωματικό.
Εκατοντάδες πολίτες, φοιτητές, μαθητές, εργάτες, έτρεξαν αυθόρμητα από την πρώτη στιγμή στα αστυνομικά τμήματα και τα στρατόπεδα του εφεδρικού για να πάρουν όπλα και να αντισταθούν. Παρά το ότι οι πραξικοπηματίες κατέλαβαν το ΡΙΚ και μετέδιδαν συνεχώς ότι «ο Μακάριος είναι νεκρός και πάσα αντίστασης έχει εκλείψει», άρχισαν να οργανώνονται διαδηλώσεις και να στήνονται οδοφράγματα από ένοπλες ομάδες αντιστασιακών.
Παρά το άγριο σφυροκόπημα από τα τανκς και τους όλμους των πραξικοπηματιών, πολλά από τα σημεία αντίστασης κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ της Δευτέρας. Σε πολλά από αυτά ήταν ο ίδιος ο κόσμος που κράτησε την αντίσταση κυρίως στις εργατογειτονιές όπως στο Καϊμακλί στη Λευκωσία, στον Αϊ Γιάννη στη Λάρνακα, στον αστυνομικό σταθμό του Αγίου Νικολάου στη Λεμεσό. Ακόμη και στην Αρχιεπισκοπή βρέθηκε πολύς κόσμος μαζί με τους αστυνομικούς που την υπερασπίζονταν.
Στην Πάφο, η αντίσταση επικράτησε και κατάφερε μέσα σε λίγες ώρες να καταλάβει τα στρατόπεδα της εθνοφρουράς και να στήσει οδοφράγματα στην κύρια οδική αρτηρία από την Λεμεσό προς την Πάφο. Εκεί λειτούργησε και ο ελεύθερος ραδιοσταθμός της Πάφου απ’ όπου ο Μακάριος έκανε το γνωστό διάγγελμα για να πει ότι είναι ζωντανός και να καλέσει σε αντίσταση. Από την Πάφο ξεκίνησε μια αυτοκινητοπομπή με νεολαίους κυρίως για να ενισχύσει την αντίσταση στην Λεμεσό. Λίγο έξω από την Λεμεσό, οι πραξικοπηματίες τους έστησαν ενέδρα και σκότωσαν πολλούς.
Για να τσακίσουν την αντίσταση στην Πάφο έστειλαν το 281 τάγμα πεζικού που ήταν επιφορτισμένο με την επάνδρωση της γραμμής άμυνας στην Κερύνεια. Εκεί βρίσκονταν όταν άρχισε η Τουρκική εισβολή στις 20 του Ιούλη.
Επιθέσεις
Οι πραξικοπηματίες εκτός από τις ανελέητες επιθέσεις και τους βομβαρδισμούς σε όλα τα σημεία που υπήρχε αντίσταση, δολοφονούσαν κρατουμένους ή πυροβολούσαν στο ψαχνό για να επιβάλουν την τρομοκρατία. Στην Λάρνακα δολοφόνησαν τέσσερεις νεολαίους που περνούσαν με αυτοκίνητο από την πλατεία στην περιοχή του σωματείου Αλκή.
Στο Γέρι δολοφόνησαν τον Κώστα Μισιαούλη μαζί με άλλους τρείς αριστερούς. Όσους συλλαμβάνανε τους οδηγούσαν στις κεντρικές φυλακές όπου περνούσαν από φρικτά βασανιστήρια. Παρόλα αυτά ακόμη και μετά από μέρες υπήρχαν πυρήνες αντίστασης.
Αυτή η ηρωική αντίσταση ήταν που εμπόδισε τη Χούντα να πετύχει τους στόχους της. Η αντίσταση στο προεδρικό επέτρεψε στο Μακάριο να διαφύγει και η άμεση κινητοποίηση και αντίσταση της νεολαίας και των εργαζομένων δεν επέτρεψε καμιά στιγμή στην Χούντα και τον εγκάθετό της, Σαμψών να εδραιωθούν. Οκτώ μέρες μετά αναγκάζεται να παραιτηθεί και αναλαμβάνει ο Κληρίδης που ήταν πρόεδρος τη Βουλής.
Αυτή η αντίσταση δεν προέκυψε από το πουθενά, αλλά ήταν το αποτέλεσμα ενός κινήματος που την προηγούμενη περίοδο βρισκόταν στους δρόμους με διαδηλώσεις και συλλαλητήρια ενάντια στους σχεδιασμούς του Γρίβα και της Χούντας. Δυο χρόνια πριν, το Φλεβάρη του 1972, πάνω από 200.000 κόσμος, σχεδόν ο μισός πληθυσμός του νησιού συμμετείχε σε διαδήλωση και περικύκλωσε την Αρχιεπισκοπή σαν απάντηση στις πληροφορίες για επικείμενο πραξικόπημα του Γρίβα. Μπορεί το ’74 να κατάφεραν να το οργανώσουν τελικά, αλλά η αντίσταση τούς χάλασε τα σχέδια και η Τουρκική εισβολή τούς έδωσε το χαριστικό πλήγμα
Δυστυχώς ο Μακάριος με την επιστροφή του, πρόσφερε κλάδο ελαίας με αποτέλεσμα να μην τιμωρηθεί κανείς από αυτούς τους εγκληματίες. Οι απόγονοι και υμνητές τους σήμερα, το ΕΛΑΜ, η Χρυσή Αυγή Κύπρου, σηκώνουν ξανά κεφάλι. Χρειάζεται να αξιοποιήσουμε αυτές τις εμπειρίες και να στήσουμε ένα μαζικό αντιφασιστικό κίνημα που να τσακίσει τους νοσταλγούς του Γρίβα και της ΕΟΚΑ Β.
Ντίνος Αγιομαμίτης
Στις 15 Ιούλη του 1974, η χούντα του Ιωαννίδη που κυβερνούσε στην Αθήνα έδωσε την εντολή για την εφαρμογή του σχεδίου της ανατροπής –και δολοφονίας– του προέδρου Μακάριου. Για την εκτέλεση του πραξικοπήματος κινήθηκαν οι μονάδες της ελληνοκυπριακής Εθνικής Φρουράς, που τη διοικούσαν Ελλαδίτες αξιωματικοί, με την ΕΛΔΥΚ και την παραστρατιωτική ΕΟΚΑ Β’΄του φασίστα Γρίβα σε ρόλο υποστήριξης. «Πρόεδρο» διόρισαν τον Νίκο Σαμψών, που ήταν γνωστός και ως «χασάπης της Ομορφίτας», από τη συμμετοχή του στην εκκαθάριση του τουρκοκυπριακού χωριού Ομορφίτα και τη μαζική σφαγή αμάχων τα Χριστούγεννα του 1963.
Τα πράγματα όμως δεν ήρθαν όπως τα είχαν υπολογίσει. Αυτό που συνάντησαν οι πραξικοπηματίες ήταν η άμεση αντίσταση των εργαζόμενων και της νεολαίας της Κύπρου – εικόνες της οποίας μας μεταφέρει σε αυτή τη σελίδα ο Ντίνος Αγιομαμμίτης από την οργάνωση Εργατική Δημοκρατία στην Κύπρο. 91 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 250 τραυματίστηκαν, αλλά μέσα σε λίγες ώρες το πραξικόπημα είχε καταλήξει σε φιάσκο.
Πέντε ημέρες μετά το πραξικόπημα, στις 20 Ιούλη, ξεκίνησε η τουρκική απόβαση και στις 23 Ιούλη ο Σαμψών είχε ήδη αποχωρήσει. Όμως η διχοτόμηση της Κύπρου, οι χιλιάδες νεκροί, το ξερίζωμα και οι ανταλλαγές πληθυσμών, ήταν πλέον γεγονός.
Η συνήθης συνομωσιολογική εξήγηση στο ερώτημα γιατί η χούντα του Ιωαννίδη προχώρησε στο πραξικόπημα στην Κύπρο είναι ότι τους έβαλαν οι Αμερικάνοι για να μπορέσει να επέμβει η Τουρκία. Αλλά η ελληνική χούντα δεν ξεκίνησε τον πόλεμο για να τον χάσει. Ένας προφανής πολιτικός της στόχος ήταν, μετά το αδιέξοδο και την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει μετά το Πολυτεχνείο, ότι ένα πετυχημένο πραξικόπημα στην Κύπρο θα λειτουργούσε σαν τονωτική ένεση για το καθεστώς της Αθήνας.
Ανταγωνισμοί
Όμως, ο πόλεμος του 1974 δεν ήταν αποτέλεσμα απλά μιας καιροσκοπικής ενέργειας της χούντας. Ήταν ένα ακόμα κεφάλαιο στη μακρόχρονη ιστορία των ανταγωνισμών ανάμεσα στον τουρκικό και τον ελληνικό καπιταλισμό για τον έλεγχο του Αιγαίου και της Κύπρου.
Ήδη από τον Ιούνη του ’74, το ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είχε δημιουργήσει σκηνικό έντασης. Το βασικό διακύβευμα ήταν η ίδια η Κύπρος. Από την κρίση του 1963-64, ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός (14% του πληθυσμού) είχε εγκλωβιστεί σε μικρούς θύλακες-γκέτο (4% του εδάφους).
Το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» μετά την αποχώρηση των Βρετανών αποικιοκρατών είχε γίνει το μήλο της έριδος ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας που το διεκδικούσαν η καθεμιά για λογαριασμό δικό της και βέβαια του ΝΑΤΟ του οποίου και οι δύο ήταν μέλη.
Για την ελληνική πλευρά, το πραξικόπημα του Σαμψών αποτελούσε την «προσφορά» της «μητέρας πατρίδας» στον τάχα ενδόμυχο και διακαή πόθο των Ελληνοκύπριων για «Ένωση» με την Ελλάδα – σε αντίθεση όχι μόνο με το τουρκικό κράτος αλλά και με έναν τρίτο άξονα, τους Ελληνοκύπριους καπιταλιστές, που εκπροσωπούσε ο Μακάριος, που θέλανε όλο το νησί δικό τους και το «εθνικό κέντρο» σε ρόλο υποστηρικτή. Στις 12 Ιούλη του 1974, ο Μακάριος με επιστολή του ζήτησε την απομάκρυνση των αξιωματικών της εθνοφρουράς. Η απάντηση του Ιωαννίδη ήταν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.
Η εμπειρία του 1974 είναι σήμερα περισσότερο πολύτιμη από ποτέ για να μην επιτρέψουμε τους ανταγωνισμούς που οξύνονται ξανά, αλλά και τους απόγονους της Χούντας που σηκώνουν σήμερα κεφάλι ζητώντας νέα πραξικοπήματα, να οδηγήσουν σε νέες καταστροφές την εργατική τάξη και στις τέσσερις πλευρές του Αιγαίου και της Κύπρου.