Η Κ.Ε του ΚΚΕ έχει απευθύνει (από τις αρχές Οκτώβρη) κάλεσμα για «Καμιά Αναμονή-Αγωνιστική συμπόρευση με το ΚΚΕ για να γίνει ο λαός πρωταγωνιστής». Το θετικό σε αυτό το κάλεσμα είναι η διαπίστωση ότι: «Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες κυβερνήσεις -κεντροδεξιές, κεντροαριστερές, φιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές κ.λπ.- αποδεικνύει ότι οι αντιθέσεις οξύνονται, ότι δεν είναι όλα ακίνητα, ότι τελικά δεν είναι παντοδύναμοι. Αντίθετα μπορούν να δημιουργηθούν δυνατότητες κλονισμού της εξουσίας του κεφαλαίου».
Ας θυμηθούμε ότι περίπου ενάμισι χρόνο πριν, το 21ο συνέδριο του κόμματος εκτιμούσε ότι η επιτυχία του συνίστατο στο γεγονός ότι: «βρίσκεται σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει την πολιτική πίεση και τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων». Οι εξελίξεις σε αυτόν τον ενάμισι χρόνο έχουν κάνει πολύ δύσκολη την αναπαραγωγή της θεωρίας του «αρνητικού συσχετισμού» και της παντοδυναμίας της άρχουσας τάξης. Εξ’ ου και τώρα υπάρχουν διατυπώσεις όπως: «Σε όλο τον κόσμο σήμερα υπάρχουν ελπιδοφόρες αντιστάσεις, εστίες αγώνα που φανερώνουν δυνατότητες εργατικής - λαϊκής αφύπνισης».
Το κείμενο του καλέσματος αφού κάνει αναφορά σε αγώνες όπως της Cosco, της efood, των Λιπασμάτων στην Καβάλα (αλλά περιέργως όχι των νοσοκομείων, ή ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία) θέτει το ερώτημα να «σκεφτούμε τι θα γινόταν αν πολλαπλασιαστούν αυτά τα παραδείγματα».
Το ζήτημα είναι τι κάνει όντως το ΚΚΕ για να πολλαπλασιαστούν αυτά τα «παραδείγματα». Αν φύγουμε από τις διατυπώσεις των κειμένων και πάμε στην πράξη, τότε διαπιστώνουμε ότι το καλοκαίρι, με τη μπόχα του σκανδάλου των υποκλοπών να φτάνει παντού, το ΚΚΕ στα συνδικάτα αρνήθηκε κατηγορηματικά να στηρίξει την πρόταση για συμμετοχή στη συγκέντρωση και τη διαδήλωση της 25 Αυγούστου ή έστω να καλέσει μια δική του κινητοποίηση. Αναλύσεις για τη σχέση μονοπωλίων και «βαθιού κράτους», για τις -πραγματικές- «διαχρονικές ευθύνες όλων των κυβερνήσεων», αλλά για διάλυση της ΕΥΠ ούτε κουβέντα.
Πάμε για την γενική απεργία της 9 Νοέμβρη, με το ΚΚΕ να επιμένει στις χωριστές συγκεντρώσεις. Δηλαδή αντί για πολλαπλασιαστής γίνεται διαιρέτης. Στο κάλεσμα για συμπόρευση η μόνη συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα «τι να κάνουμε;» είναι η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ που «κάνει πραγματική αντιπολίτευση». Διαβάζουμε για παράδειγμα:
«Αυτό που επείγει είναι να ενισχυθεί το αγωνιστικό πνεύμα μέσα στην εργατική τάξη και όλο το λαό, σε συμπόρευση με το ΚΚΕ, που θα εκφράζεται και στην αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών παντού: Από το πρωτοβάθμιο σωματείο και το σύλλογο μέχρι τις βουλευτικές εκλογές, που θα γίνουν το αργότερο ως τις αρχές καλοκαιριού του 2023, αλλά και στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές τον Οκτώβρη του 2023».
Την ίδια στιγμή που απευθύνει κάλεσμα «συμπόρευσης» η ηγεσία του ΚΚΕ πολλαπλασιάζει τις επιθέσεις της στην ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά που την καταγγέλλει ως «οπορτουνιστικό ρεύμα»,. Σελίδες επί σελίδων αφιερώνονται στο Ριζοσπάστη για να αποδειχθεί ότι όσοι παλέυουμε μέσα από την επαναστατική αριστερά είμαστε από νεροκουβαλητές του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι υποστηρικτές του ΝΑΤΟ και εν γένει αντικομμουνιστές.
Η συμπόρευση με το ΚΚΕ περιλαμβάνει «τους αυτοαπασχολούμενους των πόλεων και της υπαίθρου, επαγγελματίες, βιοτέχνες, επιστήμονες και αγρότες» αλλά δεν χωράει τους επαναστάτες που ξορκίζει ως «οπορτουνιστές». Ελάτε ως άτομα λέει η ηγεσία του ΚΚΕ αλλά αν είστε οργανωμένοι αριστεροί, τότε είστε «οπορτουνιστές».
Παρά τις αναφορές στο σοσιαλισμό που είναι «η απάντηση στον 21ο αιώνα», η ηγεσία του ΚΚΕ ακολουθεί τη δικιά της εκδοχή απεύθυνσης στην περίφημη «μεσαία τάξη». Είναι η ίδια συμμαχία που έχει γίνει το άλλοθι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στη δεξιά κατρακύλα της. Οι μεγάλες μάχες που έχουμε μπροστά μας χρειάζονται ενωτικές αλλά και αιχμηρές πρωτοβουλίες για να είναι νικηφόρες. Το κάλεσμα του ΚΚΕ είναι πίσω από αυτή την ανάγκη.