Ο Γκράμσι και οι εργατικές επιτροπές

Μέσα στον πόλεμο είχε πραγματοποιηθεί μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη, με τις βιομηχανίες του Βορρά να τροφοδοτούνται από το κράτος και να μεγαλώνουν με εκρηκτικούς ρυθμούς. Στο τέλος του πολέμου οι εργάτες που δούλευαν στις “επιστρατευμένες” βιομηχανίες έφταναν τους 580 χιλιάδες. Άλλοι 320 χιλιάδες δούλευαν στις αμιγώς στρατιωτικές βιομηχανίες. Ένα μικρό τρίγωνο της χώρας Μιλάνο, Γένοβα, Τορίνο συγκέντρωνε το 80% αυτού του εργατικού δυναμικού.

Οι βιομήχανοι βγήκαν από τον πόλεμο λες και τελείωσε το πιο ξέφρενο πάρτι. Ήταν γεμάτοι ικανοποίηση για τα κέρδη, αλλά και με πολύ πονοκέφαλο για το μέλλον. Η στρόφιγγα της χρηματοδότησης έκλεινε και το ιταλικό κράτος έπρεπε να στραφεί στην εξωτερική βοήθεια. Η κοινωνία έβραζε. Οι φτωχοί αγρότες που γυρνούσαν στα χωριά τους από το μέτωπο είδαν τους γαιοκτήμονες να τους παίρνουν τη γη που τους είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση. Οι εργάτες έβλεπαν τους καπιταλιστές να θέλουν να διατηρήσουν στα εργοστάσια και τη στρατιωτική πειθαρχία και τα υψηλά κέρδη.

Το συνδικαλιστικό κίνημα είχε δυναμώσει μαζί με τη βιομηχανία. Η γενική συνομοσπονδία CGL είχε μαζικοποιηθεί και η διαπραγματευτική ισχύς των συνδικάτων έφερνε αποτελέσματα. Το Φλεβάρη του '19 οι εργάτες της Ιταλίας κέρδισαν το 8ωρο.

Ο Γκράμσι ζούσε στο Τορίνο από το 1911. Είχε πάει εκεί ως φοιτητής -ακολουθώντας παρόμοια πορεία με εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά αγροτών που έφευγαν από τις φτωχές περιοχές της Ιταλίας για να πάνε στο Βορρά. Από το 1913 ενταγμένος στο Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε παρακολουθήσει και συμμετάσχει ενεργά στην πορεία της ταξικής πάλης. Είχε δει τη γενική απεργία τον Αύγουστο του 1917 που ξέσπασε όταν η αστυνομία δολοφόνησε δύο διαδηλωτές σε κινητοποίηση για την έλλειψη ψωμιού. Το απεργιακό κίνημα είχε αποκτήσει αντιπολεμικά χαρακτηριστικά, είχε πολιτικοποιηθεί και λίγο αργότερα οι μεταλλεργάτες θα κηρύξουν διήμερη απεργία αλληλεγγύης στη σοβιετική Ρωσία.

Νέα δομή

Όμως το 1919 το κίνημα στο Τορίνο αποκτούσε καινούργια χαρακτηριστικά. Σε πολλά εργοστάσια υπήρχαν ήδη “εσωτερικές επιτροπές” -όμως αντί για εκπροσώπους της συνδικαλιστικής ηγεσίας, οι εργάτες άρχισαν να εκλέγουν δικούς τους αντιπροσώπους ανά τμήμα. Μια νέα δομή εργατικής δημοκρατίας άρχισε να αναδύεται. Ενας ανά 15-20 εργάτες εκλεγόταν την ώρα της δουλειάς για να μπορέσει μαζί με άλλους από τα άλλα τμήματα του εργοστάσιου να συντονιστεί σε ένα όργανο που είχε πλήρη γνώση της παραγωγικής διαδικασίας. Μέχρι τον Οκτώβρη, 50 χιλιάδες εργάτες είχαν οργανωθεί σε τέτοια εργοστασιακά συμβούλια. Στο τέλος του χρόνου, τα συμβούλια οργάνωναν 150 χιλιάδες εργάτες.

Το 1919 οργανώθηκαν 1663 απεργίες σε εργοστάσια, σε σύγκριση με 810 απεργίες το 1913. Η ικανότητα δράσης των Συμβουλίων ήταν τέτοια που έφτασε με πέντε λεπτά προειδοποίηση να μπορούν 16 χιλιάδες εργάτες που βρίσκονταν σκορπισμένοι σε 42 διαφορετικά τμήματα της FIAT να κατεβαίνουν σε απεργία. Το Δεκέμβρη του 1919 μόνο μέσα σε μία ώρα οργανώθηκαν 120 χιλιάδες εργάτες από κάθε είδους εργοστάσιο, βγήκαν στους δρόμους και καθάρισαν τις πλατείες από φασιστοειδή που προετοίμαζαν επιθέσεις κατά βουλευτών της Αριστεράς.

Όλα αυτα δεν ήταν απόφαση κάποιου κεντρικού οργάνου ή κόμματος. Ο Γκράμσι έλεγε πως ήταν “προϊόν μιας πραγματικής ιστορικής περίστασης και κατόρθωμα της ίδιας της εργατικής τάξης”. Η αλήθεια ήταν πως ο ίδιος ο Γκράμσι και η ομάδα των συντρόφων του που συσπειρώθηκαν γύρω από την εφημερίδα Όρντινε Νουόβο (Νέα Τάξη) έπαιξαν κομβικό ρόλο στην εξέλιξη αυτού του κινήματος. Για μια περίοδο, ο Γκράμσι έφτανε να μιλάει σε τέσσερις εργατικές συγκεντρώσεις τη μέρα, ενώ το Όρντινε Νουόβο έγινε το έντυπο μέσα από το οποίο εξελίχθηκε ο ζωντανός διάλογος των ίδιων εργατών για το ποιο δρόμο θα έπρεπε να ακολουθήσουν τα εργοστασιακά συμβούλια.

Όλη αυτή η ορμητικότητα του εργοστασιακού κινήματος που θα κορυφωθεί το 1920 δεν θα διαλυθεί από την κατασταλτική δύναμη της κυβέρνησης, ούτε από την ισχύ των φασιστών. Τα εργοστασιακά συμβούλια ηττήθηκαν από το φρένο που πάτησε η ηγεσία των συνδικάτων, αλλά και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Μέσα από αυτήν την εμπειρία, ο Γκράμσι οδηγήθηκε σε μια οξυδερκή ανάλυση για τη φύση της συνδικαλιστικής ηγεσίας που είναι επίκαιρη μέχρι σήμερα.

Μια πρώτη παρατήρηση του Γκράμσι είναι ότι το πρόβλημα της συνδικαλιστικής ηγεσίας δεν έχει να κάνει με το πόσο αριστερή ή λιγότερο αριστερή είναι. Σε ένα κείμενο που με τις κατάλληλες προσαρμογές θα μπορούσε να είχε γραφτεί και σήμερα, ο Γκράμσι έλεγε το 1919: “Η συνδικαλιστική οργάνωση, είτε είχε ρεφορμιστική, είτε αναρχική, είτε αναρχοσυνδικαλιστική πινακίδα, είχε φέρει στην επιφάνεια μια ολόκληρη ιεραρχία από ασήμαντους ή και σημαντικούς ηγέτες, των οποίων τα βασικά χαρακτηριστικά τους ήταν η ματαιοδοξία, μια μανία για συγκέντρωση ανεξέλεγκτης εξουσίας, η ανικανότητα και η δημαγωγία δίχως όριο.”

Οι διαφορές ανάμεσα στην ηγεσία και τη βάση, σε περιόδους κρίσης είναι σημαντικότερες από ό,τι είναι οι διαφορές ανάμεσα στους ηγέτες διαφορετικών αποχρώσεων. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι κληρονομιά της περιόδου της σταθερότητας και υψώνεται σαν ξεχωριστό στρώμα, το οποίο εσκεμμένα ή μη, επιδιώκει να μην υπάρχουν εκρήξεις.

Μέσα στην περίοδο της “σταθερότητας”, γράφει ο Γκράμσι: “συγκροτήθηκε μια πραγματική και ξεχωριστή κάστα υπαλλήλων και δημοσιογράφων συνδικαλιστών, με μια ψυχολογία κάστας που είναι σε απόλυτη αντίθεση με την ψυχολογία των εργατών. Μια κάστα που κατάληξε να πάρει, σε σύγκριση με την εργατική μάζα, την ίδια θέση που έχει η κυβερνητική γραφειοκρατία σε σχέση με το κοινοβουλευτικό κράτος: είναι η γραφειοκρατία που βασιλεύει και κυβερνά”.

Η δράση της γραφειοκρατίας λειτουργεί σαν τάπα που κλείνει τις δυνατότητες δράσης της βάσης. Το παράδοξο είναι πως μια πετυχημένη συνδικαλιστική ηγεσία, μπορεί να έχει περισσότερες δυνατότητες περιθωριοποίησης της δύναμης της βάσης. Κάνοντας μια “βλάσφημη” σύγκριση, ο Γκράμσι σε ένα κείμενό του, το 1921, έγραφε:

“Από πολλές απόψεις, ένας συνδικαλιστής ηγέτης αντιπροσωπεύει έναν κοινωνικό τύπο παρόμοιο με αυτόν του τραπεζίτη. Ένας έμπειρος τραπεζίτης που διαθέτει επιχειρηματικό μυαλό και είναι ικανός να προβλέψει με κάποια ακρίβεια την κίνηση των μετοχών και των ομολόγων θα κερδίσει αξιοπιστία για το ίδρυμά του και θα προσελκύσει καταθέτες και επενδυτές. Ένας συνδικαλιστής ηγέτης που μπορεί να προβλέψει το πιθανό αποτέλεσμα όταν συγκρούονται οι αντιμαχόμενες κοινωνικές δυνάμεις, θα προσελκύσει τις μάζες στην οργάνωσή του και μετατρέπεται σε τραπεζίτη ανθρώπων”.

Όλα αυτά δεν οδηγούσαν τον Γκράμσι να αρνηθεί το συνδικαλιστικό κίνημα ή να προτείνει τη διάσπαση. Το αντίθετο. Έμεινε πάντα πιστός στην ανάγκη ενιαίων συνδικάτων που εκφράζουν την ενότητα ολόκληρης της τάξης, πάνω από τα διάφορα επίπεδα συνείδησης. Όμως, έβλεπε μπροστά του μια περίοδο βαθιάς κρίσης, στην οποία η εργατική τάξη θα έπρεπε να δώσει συνολική λύση. Όχι απλά να απεργήσει για να αντισταθεί, αλλά να πάρει στα χέρια της τα εργοστάσια και να τα δουλέψει. Να βάλει μπρος την παραγωγή με στόχο να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων.

Σε τέτοιες στιγμές, έλεγε ο Γκράμσι, οι συνδικαλιστές που βγάζουν ωραίους λόγους και κάνουν δυνατές διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία είναι εντελώς άχρηστοι. Το ζήτημα είναι να ξέρεις πώς δουλεύουν και πώς διορθώνονται οι μηχανές, από πού έρχεται η πρώτη ύλη και πού πάει η παραγωγή. Πάνω από όλα, το κρίσιμο είναι να μπορείς να πείσεις τους συναδέλφους σου -εντός και εκτός εργοστασίου- να σε ακολουθήσουν στη μάχη.

Αυτά τα πράγματα έγιναν πραγματικότητα το 1920. Μετά από μια ηρωική απεργία ενός μήνα τον Απρίλη, που ηττήθηκε επειδή οι ηγεσίες των συνδικάτων δεν την άφησαν να απλωθεί έξω από το Τορίνο, τα συμβούλια επανήλθαν δριμύτερα το Σεπτέμβρη. Αυτή τη φορά, οι καταλήψεις δεν συνοδεύονταν από απεργία, αλλά από συνέχιση της παραγωγής.

Απόλυτοι άρχοντες

Ένας αυτόπτης μάρτυρας περιέγραφε: “Χτες το απόγευμα, τα εργοστάσια παρουσίαζαν ένα μοναδικό θέαμα. Για να φτάσεις, έπρεπε να περάσεις ανάμεσα σε πλήθη γυναικών και παιδιών που πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας φαγητό για τους απεργούς. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος κάποιου επίσημου ή κάποιου αστυνόμου. Οι απεργοί ήταν απόλυτοι άρχοντες της κατάστασης. Όποιος περνούσε, είτε σε αυτοκίνητο είτε σε κάρο, είχε να υποστεί έλεγχο λες και περνούσε σύνορα. Και τον έλεγχο τον ασκούσαν επιφορτισμένες ομάδες εργατών.”

Οι σιδηροδρομικοί έπαιξαν κομβικό ρόλο. Ξεφόρτωναν καύσιμα, τρόφιμα, πρώτες ύλες και συντόνιζαν τις προμήθειες ανάμεσα στα διάφορα εργοστάσια. Αρνήθηκαν να μεταφέρουν στρατεύματα για να κατασταλούν οι καταλήψεις. Εργάτες-επίτροποι είχαν αναλάβει να εξασφαλίζουν το φαγητό των εργατών και των οικογενειών τους. Κόκκινες φρουρές υπεράσπιζαν τα εργοστάσια από τυχόν επιθέσεις και περιπολούσαν στις εργατογειτονιές. Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να σπάσει αυτές τις καταλήψεις, οι οποίες απλώθηκαν όχι μόνο στο βιομηχανικό τρίγωνο του Βορρά, αλλά σχεδόν σε όλα τα εργοστάσια της χώρας. Το κίνημα έφτασε στα εριουργεία και τα υφαντουργεία, τα ορυχεία και τα ζυθοποιεία. Τα λιμάνια έκλεισαν και τα πλοία καταλήφθηκαν από τα πληρώματα. Οι άκληροι αγρότες του Νότου έκαναν καταλήψεις στα τσιφλίκια.

Ο Γκράμσι υπογράμμιζε την κοσμοϊστορική αλλαγή: “Κοινωνικές ιεραρχίες έχουν πλέον διαλυθεί και ιστορικές αξίες έχουν αναποδογυριστεί. Οι εργαζόμενες τάξεις έχουν πάρει οι ίδιες την ηγεσία του εαυτού τους και βρήκαν τους αντιπροσώπους τους μέσα στις ίδιες τις γραμμές τους”.

Οι καπιταλιστές πίεζαν για καταστολή, όμως η κυβέρνηση ακολούθησε έναν διαφορετικό δρόμο που αποδείχθηκε πιο πετυχημένος. Στήριξε τις ελπίδες της στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκαν την κατάσταση οι γραφειοκράτες παραμένει παροιμιώδης για το πόσο αριστερά μπορεί να κινηθεί μια ηγεσία για να καταφέρει να ελέγξει την κατάσταση. Στα λόγια υποστήριξαν τις καταλήψεις και έφτασαν να μιλάνε για την αναγκαιότητα της επανάστασης. Έτσι έθεσαν την επανάσταση ως ερώτημα δημοψηφίσματος στα μέλη των συνδικάτων. Οι μεταλλεργάτες (περιπου 93 χιλιάδες) επέλεξαν την αποχή -και τελικά η “επανάσταση” ήττηθηκε παίρνοντας 410 χιλιάδες ψήφους με 590 χιλιάδες εναντίον. Με “δημοκρατικές” διαδικασίες, η συνδικαλιστική ηγεσία κατάφερε να απογοητεύσει και τελικά να απομονώσει το κίνημα. Αν νόμιζε όμως ότι θα έπαιρνε πάλι στα χέρια της τον έλεγχο, ήταν γελασμένη.

Μετά από τέτοια έφοδο στον ουρανό, τίποτα δεν μπορούσε να είναι ξανά το ίδιο. Ο Γκράμσι προειδοποιούσε: “Η παρούσα φάση των ταξικών αγώνων στην Ιταλία είναι η φάση που προηγείται είτε της κατάκτησης της πολιτικής εξουσία από το επαναστατικό προλεταριάτο και τη μετάβαση σε νέους τρόπους παραγωγής και διανομής... ή μια τρομακτική αντίδραση από την πλευρά των ιδιοκτήτριων τάξεων και της κυβερνητικής κάστας. Κανένας δεν θα κάνει οικονομία στη βία με σκοπό να μετατρέψει το βιομηχανικό και αγροτικό προλεταριάτο σε υπάκουη μάζα”.

Η πρόβλεψη ήταν δυστυχώς σωστή. Η “τρομακτική αντίδραση από την πλευρά των ιδιοκτητριών τάξεων” ήρθε το 1922 με τη μορφή του Μουσολίνι για να διαλύσει όχι μόνο τα εργοστασιακά συμβούλια, αλλά κάθε είδους συλλογικότητα.