H κρίση στην Ευρώπη: Διπλή ύφεση και πολιτική αντίσταση

Θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης παρουσίασαν τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία. "Τεχνικά", είπαν, η Βρετανία βρίσκεται σε ύφεση. Οι οικονομολόγοι ορίζουν ότι μια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση όταν συρρικνώνεται συνεχώς επί έξι μήνες. Η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2011 και ξανά το πρώτο τρίμηνο του 2012. Έτσι λοιπόν βρίσκεται σε ύφεση -και δεν υπάρχει τίποτα το "τεχνικό" σε αυτό.

Η πραγματικότητα είναι μάλιστα πολύ χειρότερη. Το 2008-9 η Βρετανική οικονομία έζησε την χειρότερή της καθίζηση από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Και, όπως γράφουν τόσο ο Κεϋνσιανός Πολ Κρούγκμαν όσο και ο Μαρξιστής Μίκαελ Ρόμπερτς στα μπλογκ τους, από τότε έχει “ανακάμψει” με ρυθμούς ακόμα χαμηλότερους από ότι στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930.

Και η Βρετανία δεν αποτελεί εξαίρεση. Σχεδόν ο ένας στους τέσσερις ανθρώπους στην Ισπανία είναι άνεργος. Ο υπουργός Εξωτερικών Χοσέ Μανουέλ Γκαρσία-Μαργκάλο έχει παραδεχτεί ότι "η Ισπανία περνάει μια κρίση κολοσσιαίων διαστάσεων".

Στα μέσα του Απρίλη ο δείκτης Tiger των Brookings Institution-Financial Times που παρακολουθεί τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου συμπέρανε ότι η παγκόσμια οικονομία επιβιώνει μόνο χάρη στην "διασωλήνωση" της. Αν και όπου υπάρχει κάποια οικονομική ανάπτυξη, αυτή στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στα χρήματα που ρίχνουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες.

Αυτή είναι μια κατάσταση πολύ πιο βαθιά από ότι μια "τεχνική ύφεση" (recession). Οι οικονομολόγοι ορίζουν μια "οικονομική κατάθλιψη" (depression) σαν μια παρατεταμένη περίοδο στη διάρκεια της οποίας μια οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς χαμηλότερους από τις μακροπρόθεσμες δυνατότητές της. Με αυτό το πρόβλημα είναι σήμερα αντιμέτωπες οι αναπτυγμένες οικονομίες.

Υπάρχουν τρεις λόγοι που οδηγούν σε αυτή την κατάσταση. Πρώτον, η οικονομική έκρηξη που προηγήθηκε της κατάρρευσης του 2007-8 στηρίχτηκε σε ένα βουνό από φτηνά δάνεια. Τώρα υπερχρεωμένες τράπεζες και νοικοκυριά προσπαθούν να ξεπληρώσουν τα δάνεια που συσσώρευσαν στην εποχή των παχιών αγελάδων -κάνουν αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν "απομόχλευση". Αλλά αυτό πιέζει προς τα κάτω και τις καταναλωτικές δαπάνες και τις επενδύσεις.

Δεύτερον, οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάνουν την κατάσταση πολύ χειρότερη μέσω των πολιτικών λιτότητας. Οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες μειώνουν ακόμα περισσότερο την ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, παγιδεύοντας οικονομίες σαν της Ελλάδας και της Ισπανίας σε έναν αέναο, φαύλο καθοδικό κύκλο.

Δεν επενδύουν τα κέρδη

Τρίτον, οι εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν την κρίση για να ξεζουμίσουν τους εργάτες τους, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Αλλά δεν επενδύουν αυτά τα κέρδη. Σύμφωνα με τους Financial Times, "τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι εταιρείες παγκόσμια είναι πλημμυρισμένες στα μετρητά: 1.7 τρις δολάρια οι Αμερικανικές, 2 τρις ευρώ της Ευρωζώνης, 750 δισεκατομμύρια λίρες οι βρετανικές". Ο Ρόμπερτς υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει επειδή τα ποσοστά κέρδους -η αναλογία των κερδών σε σχέση με τα επενδεδυμένα κεφάλαια- έχουν πέσει από το 2010.

Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο, μέσα στις τελευταίες βδομάδες, έχει αρχίσει να γίνεται ορατή μια πολιτική αντίδραση ενάντια σε αυτές τις πολιτικές της "οικονομικής κατάθλιψης". Το πιο προφανές παράδειγμα μας ήρθε από τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία.

Τα μεγάλα ποσοστά της Μαρίν Λε Πεν στον πρώτο γύρο είναι αποκρουστικά. Πέρα από αυτό, όμως, αυτό που είναι γεγονός είναι ότι το ένα τρίτο των ψήφων πήγε σε αυτήν και στον Ζακ Λυκ Μελανσόν, σε δυο υποψηφίους που αντιτάχθηκαν στις πολιτικές της λιτότητας που επιβάλλονται από το άθλιο δίδυμο των Μερκοζύ.

Στο ίδιο Σαββατοκύριακο με τον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών έπεσε η κυβέρνηση της Ολλανδίας. Αυτό ήρθε μετά την αντίθεση του αντιδραστικού, ισλαμοφοβικού κόμματος του Γκερτ Βίλντερς στο τελευταίο πακέτο λιτότητας. Ο Βίλντερς ελπίζει, με την στάση του αυτή, να ψαρέψει ψήφους στις επόμενες εκλογές. Τα γκάλοπ, όμως, δείχνουν ότι και το ριζοσπαστικό, αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα θα τα πάει καλά στις εκλογές αυτές. Ενδέχεται να δούμε την ίδια πόλωση ανάμεσα στην αριστερά και την δεξιά που βλέπουμε αυτές τις μέρες και στις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα.

Τώρα έχουν αρχίσει να αντιδρούν και οι πιο κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Ο Φρανσουά Ολάντ, ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ο πιο πιθανός νικητής των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, λέει τώρα ότι θέλει να επαναδιαπραγματευτεί το δημοσιονομικό σύμφωνο, που θεσμοθετεί τη μόνιμη λιτότητα, στην Ευρωζώνη. Οι δυο Μάριο -ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ο Μάριο Μόντι, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας- λένε τώρα και αυτοί ότι θέλουν να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη.

Αυτό που έχει σημασία είναι να κοιτάξει κανείς το τελικό αποτέλεσμα. Ο Λάιμ Φοξ, ο ακραία νεοφιλελεύθερος, πρώην υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης του Κάμερον (αναγκάστηκε να παραιτηθεί ύστερα από ένα ροζ σκάνδαλο) προσπαθεί τώρα να αναβιώσει την καριέρα του εκμεταλλευόμενος τις δυσκολίες του κυβερνητικού συνασπισμού μιλώντας για στροφή σε πολιτικές ανάπτυξης. Αυτό που εννοεί είναι "μεταρρυθμίσεις" στην αγορά εργασίας που θα αναγκάσουν τους εργαζόμενους να αποδεχτούν χαμηλότερους μισθούς.

Η γερμανική κυβέρνηση πιέζει για παρόμοιες "μεταρρυθμίσεις" σε όλη την Ευρωζώνη. Οικονομικά αυτό είναι ηλίθιο: οι περικοπές στους μισθούς θα κάνουν, απλά, την οικονομική κατάθλιψη, ακόμα χειρότερη. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι τα καταστροφικά κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα της επιβολής της λιτότητας προκαλούν αντιδράσεις. Η κρίση μπαίνει σε μια νέα πολιτική φάση.