Η Αριστερά
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ; Εργατισμός και Αυτονομία

Για μια δεκαετία, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι του ’70, η Ιταλία σαρώθηκε από ένα συγκλονιστικό κύμα φοιτητικών και εργατικών αγώνων. Οι φοιτητές ξεκίνησαν, η σκυτάλη πέρασε στους εργάτες με το «Καυτό Φθινόπωρο» των απεργιών του 1969. Εκατομμύρια εργάτες βγήκαν σε απεργίες –και πολλές φορές έξω από τον έλεγχο των συνδικάτων. Το 1976, όμως, αυτό το κίνημα είχε μπει σε κρίση κι υποχώρηση. 

Το 1977 το φοιτητικό κίνημα βγήκε ξανά στο προσκήνιο. Η αφορμή ήταν μια επίθεση των φασιστών στο πανεπιστήμιο της Ρώμης. Ξέσπασαν μαζικές καταλήψεις και διαδηλώσεις. Η αστυνομία κι οι καραμπινιέροι χτύπησαν πολλές από αυτές, δολοφόνησαν ένα μαθητή και μια φοιτήτρια. Ο φοιτητικός ξεσηκωμός παρέσυρε μαζί του μεγάλα κομμάτια της νεολαίας έξω από τα πανεπιστήμια. Μαθητές, άνεργους νέους, κόσμο που δούλευε σε δουλειές του ποδαριού, αυτό που σήμερα ονομάζεται από κάποιους «πρεκαριάτο». 

Ηταν ένα μαζικό κίνημα. Όμως, σε αντίθεση με τη φάση της ορμητικής ανόδου των αγώνων στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, η μάχη δεν «πέρασε» στα εργοστάσια και στους άλλους χώρους δουλειάς. Το κίνημα έμεινε απομονωμένο και κατακερματισμένο. Η οικονομική κρίση πίεζε τους εργάτες. Όμως, το πιο σημαντικό ήταν ο ρόλος του ΚΚΙ. Ηταν η περίοδος του «ιστορικού συμβιβασμού» -της στήριξης από το κόμμα της δεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης, με την ελπίδα ότι θα γίνει κι αυτό κυβερνητικός εταίρος. Τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του στις γειτονιές και τα εργοστάσια, επιχειρηματολογούσαν ότι δεν είναι εποχή για «τυχοδιωκτισμούς». 

Οι ιδέες που κυριαρχούσαν στο «κίνημα του 1977», όμως, δεν βοηθούσαν να σπάσει αυτή η απομόνωση. Στο κίνημα κυριαρχούσε αυτό που έχει μείνει γνωστό ως ο «χώρος της Αυτονομίας». Ηταν ένα ποικιλόχρωμο ρεύμα, χωρίς μια ενιαία οργάνωση –ακόμα και θεωρητικές αναλύσεις. Όμως, είχε κάποια κοινά χαρακτηριστικά. 

Οι ιδέες του Τόνι Νέγκρι και της «εργατικής αυτονομίας» ήταν ηγεμονικές για παράδειγμα (χωρίς να έχουν την αποκλειστικότητα). Η καταγωγή τους προέρχονταν από το ρεύμα του «εργατισμού» της δεκαετίας του ‘60. Οι «εργατίστες» εντόπιζαν το επαναστατικό υποκείμενο στον «μαζικό εργάτη» των εργοστασίων του Βορρά. Δηλαδή στη «νέα» εργατική τάξη ανειδίκευτων ή μισο-ειδικευμένων εργατών, εσωτερικοί μετανάστες από το Νότο οι περισσότεροι. 

Η «παλιά» εργατική τάξη με τα συνδικάτα της και το κόμμα της, ήταν οι «βολεμένοι». «Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα»: όταν τέτοιες οργανώσεις όπως η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία) αναζήτησαν ιστορικές αναφορές για τις απόψεις τους, τις βρήκαν στους «αριστερούς κομμουνιστές» και στο KAPD των αρχών της δεκαετίας του ’20. 

Με αυτές τις αριστερίστικες καταβολές, οι πρώην «εργατίστες» βρέθηκαν στις αλλαγμένες συνθήκες του «κινήματος του 1977». Είχαν αλλάξει τις αναλύσεις τους ώστε να αντανακλούν την απομόνωση και τον κατακερματισμό αυτού του κινήματος. Πια, η καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν περιοριζόταν στη σφαίρα της παραγωγής. Ο καπιταλισμός είχε αλλάξει, το «κοινωνικό εργοστάσιο» σήμαινε ότι η «υπεραξία» παραγόταν σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής, από τον ελεύθερο χρόνο και την οικογένεια μέχρι το πανεπιστήμιο. 

Κατά συνέπεια, ο «μαζικός εργάτης» είχε αντικατασταθεί από τον «κοινωνικό προλετάριο». Ουσιαστικά, όποιος εξεγειρόταν ενάντια στην καταστολή και τον καπιταλισμό, ήταν «κοινωνικός προλετάριος». Οι υπόλοιποι ήταν «ενσωματωμένοι» στο σύστημα. Οι «αυτόνομοι αγώνες» -των ανέργων, των γυναικών, της «επισφαλούς» νεολαίας –των «μαρτζινάλι»- ήταν η εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό. 

Υποκατάσταση

Τέτοιες αναλύσεις οδηγούσαν στη λογική ότι «το κίνημα είμαστε εμείς»: η τάξη, το κίνημα κι η οργάνωση ταυτίζονταν στην ανάλυση των περισσότερων ρευμάτων της «εργατικής Αυτονομίας». Το αποτέλεσμα ήταν οι πιο ακραίες πρακτικές υποκατάστασης. Η «μαζική προλεταριακή βία» σήμαινε ότι η σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής μετατρεπόταν σε απόλυτη αρχή. Κι επειδή αυτή η «μαζική βία» χρειαζόταν και «εκπαιδευμένους» μαχητές, ομάδες «αυτόνομων» έφτασαν να υμνούνε τις «διαδηλώσεις Ρ-38» -το Ρ-38 είναι ένα περίστροφο. 

Το «κίνημα του ‘77» έλαμψε για λίγους μήνες και μετά έσβησε. Η ήττα του προκάλεσε ένα νέο κύμα απογοήτευσης κι αποπροσανατολισμού –και κρατικής καταστολής. Τα υπολείμματα της «αυτονομίας» υποχώρησαν ακόμα πιο πίσω: τα επόμενα χρόνια στράφηκαν στον εαυτό τους, στη προσπάθεια να φτιάξουν «αυτόνομες» νησίδες έξω από τις εκμεταλλευτικές και εξουσιαστικές δομές του συστήματος. «Να οργανώσουμε τη ζωή μας έξω από το κράτος και το κεφάλαιο» όπως λένε μερικοί σήμερα και εδώ. 

Η αυταπάτη ότι μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας χωρίς να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό συνολικά, είναι το σήμα κατατεθέν του ρεφορμισμού. Στην περίπτωση της «αυτονομίας» ο αριστερισμός συναντιέται με τη ρεφορμιστική πολιτική. Ο κοινός παρανομαστής είναι η υποκατάσταση: για το ρεφορμισμό, η κοινωνική αλλαγή είναι έργο των βουλευτών και των γραφειοκρατών, για την «αυτονομία», των ηρωικών μαχητών στα οδοφράγματα. Και στις δυο περιπτώσεις, το ενεργητικό στοιχείο το βάζει μια μειοψηφία, η τάξη είτε είναι ψηφοφόροι είτε βολεμένοι.