Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο κρίσης της τρικομματικής συγκυβέρνησης. Σε αντίθεση με το τι συνέβαινε έναν χρόνο πριν, τα μνημονιακά κόμματα είναι στριμωγμένα στο ζήτημα του ρατσισμού.
Συνέπεια των ρατσιστικών πολιτικών που τα ίδια προώθησαν ήταν η είσοδος της Χρυσής Αυγής, μιας ανοιχτά ναζιστικής συμμορίας, στη Βουλή. Η εξέλιξη αυτή έχει πυροδοτήσει δύο διαδικασίες: η μία είναι η άνοδος του αντιφασιστικού κινήματος, μαζί με μια αυξανόμενη αντιρατσιστική ευαισθητοποίηση. Η άλλη είναι η αυξανόμενη πίεση από διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες στις οποίες συμμετέχει το ελληνικό κράτος ώστε να υπάρξουν – τουλάχιστον τυπικά – μέτρα περιορισμού των νεοναζί. Η κυβέρνηση είναι έτσι πιασμένη στο δόκανο μιας διπλής πίεσης, ενός ολοένα μεγαλύτερου αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού κινήματος και μιας εξωτερικής πίεσης να φανεί ότι παίρνει μέτρα για τον περιορισμό του φασισμού και του ρατσισμού.
Ως αποτέλεσμα της διπλής αυτής πίεσης, η κυβέρνηση έδωσε ομόφωνα το πράσινο φως για επεξεργασία και επανακατάθεση ενός νομοσχεδίου που χρόνια τώρα είναι στα σκαριά. Είναι ωστόσο σαφές ότι την πολιτική πρωτοβουλία την συντηρούν τα δύο μικρότερα κόμματα της συγκυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, που επιχειρούν μ’ αυτόν τον τρόπο να διαφοροποιηθούν πολιτικά από την ακροδεξιά ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας. Γιατί όμως μια αντιπαράθεση που σιγόβραζε εξελίσσεται τώρα σε ανοιχτή κρίση;
Η επιμονή στην κατάθεση του νομοσχεδίου είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης που βιώνουν τις τελευταίες βδομάδες ιδίως το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΔΗΜΑΡ. Η σύγκρουση Βενιζέλου-Παπανδρέου έβαλε ταφόπλακα σε κάθε αμυδρή ελπίδα ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ. Η κλιμάκωση της ατζέντας «νόμου και τάξης» με την επιστράτευση 88.000 εκπαιδευτικών υπονομεύει καίρια τη δυνατότητα της ΔΗΜΑΡ να υποδύεται τον – έστω και μετριοπαθή – αριστερό εταίρο. Οι κινήσεις τέλος του Σαμαρά για «διεύρυνση» της Νέας Δημοκρατίας δίνουν την αίσθηση υπέρβασης της τρικομματικής συνεργασίας και των εταίρων που εξελίσσονται όλο και περισσότερο σε «βαρίδια». Στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο συμπυκνώνονται έτσι όλα τα πολιτικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η συγκυβέρνηση.
Απέναντι στην επιμονή των συνεταίρων της για άμεση κατάθεση του νομοσχεδίου, η Νέα Δημοκρατία αρχικά προέβαλλε αστεία επιχειρήματα: ότι «το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι επαρκές», ότι η στοχοποίηση της Χρυσής Αυγής θα την «ηρωοποιήσει», ότι το νομοσχέδιο θίγει την «ελευθερία του λόγου». Αν κάποιος είχε χρησιμοποιήσει τα επιχειρήματα αυτά όταν το κράτος εκστράτευε κατά της «τρομοκρατίας», η Νέα Δημοκρατία θα τον αποκαλούσε «αναρχοσυριζαίο». Όταν πρόκειται για την Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς, το δόγμα της ΝΔ είναι η «μηδενική ανοχή». Όταν πρόκειται για τη Χρυσή Αυγή, η ΝΔ αναζητά να «εξαλείψει τις κοινωνικές αιτίες» που θρέφουν το «φαινόμενο».
Σαν να μην έφτανε αυτή η ανοιχτή προστασία των νεοναζί, όταν η ΝΔ αναγκάστηκε τελικά να κατεβάσει προς ψήφιση κάποιες «προσθήκες» στην υπάρχουσα νομοθεσία, ο ρατσισμός αποκαλύφθηκε σε όλο του το μεγαλείο: το άρθρο 3 που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία εξαιρεί ρητά από την εφαρμογή κάθε αντιρατσιστικής διάταξης το κράτος, την Εκκλησία, τον Στρατό, την Αστυνομία και κάθε δημόσιο οργανισμό. Πρόκειται για ανοιχτή θεσμοποίηση του ρατσισμού, πολύ χειρότερη ακόμα και από το να μην υπήρχε καμία αντιρατσιστική νομοθεσία.
Μικρές βελτιώσεις
Αυτό δεν σημαίνει ότι το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη (που στηρίζουν ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) διεκδικεί κάποιο αντιρατσιστικό φωτοστέφανο. Περιέχει κάποιες μικρές βελτιώσεις προηγούμενων διατάξεων, πχ. τιμωρεί κρατικούς λειτουργούς και κόμματα που υποκινούν το ρατσιστικό μίσος (βάζοντας έτσι στο στόχαστρο τους βουλευτές και τη χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής) και απαγορεύει την απέλαση θυμάτων ρατσιστικής βίας μέχρι να δικαστεί η υπόθεσή τους. Αλλά αφήνει σε ισχύ ολόκληρο το ρατσιστικό πλέγμα των διατάξεων ενάντια στους μετανάστες εργάτες. Και βέβαια εμφανίζεται ως «συμμόρφωση» σε μια ευρωπαϊκή οδηγία, που είναι – επιεικώς – διφορούμενη για την τιμωρία όσων αρνούνται τα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», αφήνοντας ανοιχτό να μπουν έτσι στο ίδιο τσουβάλι ο ναζισμός και ο κομμουνισμός, όπως επίσης και το ρατσιστικό με το ταξικό «μίσος».
Η στάση των κομμάτων της Αριστεράς είναι μέχρι σήμερα προβληματική: το ΚΚΕ έχει κάνει σημαία του την απειλή ποινικοποίησης των «δύο άκρων» και διακηρύσσει την αντίθεσή του στο νομοσχέδιο. Όμως, η ανάγνωση αυτή αντιστοιχεί σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της πραγματικότητας: το νομοσχέδιο είναι έκφραση κρίσης της κυβέρνησης, όχι κάποιου συνωμοτικού σχεδίου κλιμάκωσης της καταστολής. Αν το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη ήταν απλά κατά των «δυο άκρων», η ΝΔ θα ήταν η πρώτη που θα το υποστήριζε. Η συζήτηση είναι ανοιχτή και η Αριστερά οφείλει να παρέμβει, όχι να πετάξει τη μπάλα στην εξέδρα. Το ίδιο κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ: ο Τσίπρας δήλωσε ότι θα καταθέσει δικό του νομοσχέδιο, που όμως θα γίνει πράξη «όταν έρθει στα πράγματα μια αντιμνημονιακή αριστερή κυβέρνηση». Τέτοιου τύπου δηλώσεις δεν βοηθάνε στο ξεσκέπασμα της υποκρισίας του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, αλλά ούτε και στην μάχη ενάντια στο ρατσισμό που πρέπει να κερδηθεί σήμερα και όχι σε κάποιο αόριστο μέλλον.
Η Αριστερά θα έπρεπε να σηκώσει το γάντι και να απαντήσει βάζοντας επιθετικά στην ατζέντα όλα τα αιτήματα του αντιρατσιστικού κινήματος, ακόμα και στο κοινοβουλευτικό πεδίο μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας: αντιρατσιστικό νομοσχέδιο σήμερα σημαίνει σταμάτημα των πογκρόμ του Ξένιου Δία και των απελάσεων, κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, στοπ στο τείχος του Έβρου και στην FRONTEX, νομιμοποίηση όλων των μεταναστών εργατών και άσυλο στους πρόσφυγες, ιθαγένεια για τα παιδιά.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ δεν θέλουν να αναλάβουν μια τέτοια πρωτοβουλία, είναι στο χέρι του κινήματος να ανοίξει αυτή τη συζήτηση και την κοινή δράση με χιλιάδες που έχουν αηδιάσει από τη ρατσιστική πολιτική της συγκυβέρνησης και τα αίσχη των Χρυσαυγιτών. Η ΚΕΕΡΦΑ, με τον γύρο συνελεύσεων που οργανώνει τις επόμενες βδομάδες σ’ όλη την Ελλάδα, θα ανταποκριθεί σ’ αυτό το καθήκον. Ας δυναμώσουμε όλες και όλοι αυτό το ρεύμα που μπορεί να τελειώνει μια και καλή με τον ρατσισμό και τον φασισμό.