Γερμανία: Χωρίς κυβέρνηση η “Θριαμβεύτρια”

Πρώτα απ' όλα οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να κρατήσουν πολύ. Το 2005, Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες χρειάστηκαν πάνω από δυο μήνες για να καταλήξουν σε συμφωνία -στην συγκυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού, με την Μέρκελ στην Καγκελαρία (πρωθυπουργία) και τον Πέερ Στάινμπρουκ, τον υποψήφιο του SPD στις εκλογές της 22ης Σεπτέμβρη, στο υπουργείο Οικονομικών. Το 2013, όμως, δεν είναι 2005. Το 2005 η παγκόσμια οικονομία δεν ήταν βυθισμένη στην χειρότερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Ούτε ήταν η Ευρωζώνη στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ούτε βρίσκονταν οι άλλες μεγάλες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πρόθυρα της ανοιχτής πολιτικής κρίσης, όπως βρίσκεται σήμερα η Ιταλία. Ο χρόνος πιέζει αφάνταστα φέτος.

Και αυτή τη φορά τα πράγματα φαίνονται ακόμα πιο δύσκολα. Την περασμένη βδομάδα οι ηγέτες του SPD αποφάσισαν, ύστερα από ένα "μίνι συνέδριο" των 200 κορυφαίων στελεχών του κόμματος, να πουν "ναι" στην πρόσκληση της Μέρκελ. Σύμφωνα με τα γκάλοπ, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων στη Γερμανία, θα έβλεπε θετικά μια νέα "μαυροκόκκινη" συγκυβέρνηση, όπως ονομάζουν τα ΜΜΕ στην Γερμανία (από τα χρώματα των κομμάτων) τον "Μεγάλο Συνασπισμό". Αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για την βάση της Σοσιαλδημοκρατίας -για τον κόσμο των συνδικάτων, για την οργανωμένη εργατική τάξη δηλαδή.

Τραυματισμένο

Το SPD βγήκε βαθιά τραυματισμένο από την συγκυβέρνηση με την Μέρκελ την περίοδο 2004-2009. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2009 κυριολεκτικά πάτωσε: πήρε 23%, το χειρότερο αποτέλεσμα στην μεταπολεμική του ιστορία. Το SPD, είναι αλήθεια, είχε πάψει να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον σοσιαλισμό εδώ και πολλά-πολλά χρόνια: η οικονομική "επιτυχία" της Μέρκελ στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην κληρονομία των σκληρών, νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων του SPD, τις κυβερνήσεις του Γκέρχαρντ Σρέντερ, που είχαν προηγηθεί. Η ανοιχτή, όμως, συμμαχία με την δεξιά ήταν για ένα μεγάλο κομμάτι της βάσης του η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει: το 23% ήταν η τιμωρία για αυτήν την "προδοσία". Στις εκλογές του 2013 το SPD κατάφερε, με μια αριστερή ρητορική που ζητούσε, ανάμεσα στα άλλα, υψηλότερους φόρους για τους πλούσιους και μεγαλύτερες κοινωνικές δαπάνες, να ανακτήσει ένα κομμάτι από το χαμένο έδαφος. Η συμμετοχή ξανά σε μια συγκυβέρνηση με την Μέρκελ, προβλέπουν τα ΜΜΕ, θα φέρει την καταστροφή.

Για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο μιας ανταρσίας από της βάσης, η ηγεσία του SPD δήλωσε προκαταβολικά ότι οι διαπραγματεύσεις με την Μέρκελ δεν θα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για το κόμμα: η όποια συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί από την βάση του κόμματος, με ένα έκτακτο συνέδριο. Το 2005 και τα δυο κόμματα (CDU-SPD) είχαν συγκαλέσει έκτακτα συνέδρια για να εγκρίνουν την συμφωνία. Αλλά τώρα οι απαιτήσεις μπαίνουν προκαταβολικά.

Ακόμα χειρότερα, το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι. Οι εφημερίδες στην Γερμανία υποστηρίζουν ότι η Μέρκελ έχει μεγαλύτερη άνεση αυτή τη φορά -πρώτον γιατί έχει πολύ μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη από ό,τι το 2005 και δεύτερον γιατί μπορεί, εκτός από το SPD, να σχηματίσει κυβέρνηση και με τους Πράσινους. Αλλά και εδώ οι δυσκολίες είναι πολύ μεγάλες.

Το παρελθόν των Πράσινων είναι "βεβαρυμμένο" -όσο και των Σοσιαλδημοκρατών: οι Πράσινοι συμμετείχαν, σε καίριες θέσεις, στις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις του Σρέντερ. Ο Γιόσκα Φίσερ, ο ηγέτης των Πράσινων ήταν από το 1998 μέχρι το 2004 υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας. Η προδοσία της ηγεσίας του SPD με την συμμετοχή στον Μεγάλο Συνασπισμό τούς ευνόησε -στις εκλογές του 2009 πήραν σχεδόν 11% των ψήφων -το καλύτερο αποτέλεσμα στην ιστορία τους. Αλλά δεν μπόρεσαν να το κρατήσουν, παρά την «αριστερή» ηγεσία που διαδέχτηκε τον Φίσερ και παρά την καταστροφή της Φουκουσίμα, που αναβίωσε τις ανησυχίες για την πυρηνική ενέργεια:στις φετινές εκλογές έχασαν πάνω από δυο μονάδες. Πριν από λίγες μέρες η «αριστερή» ηγεσία παραιτήθηκε, δίνοντας την θέση της στους «ρεαλιστές» -σε μια ηγεσία που έχει πολύ μικρότερους ενδοιασμούς να συγκυβερνήσει με την Μέρκελ.

Αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν η ίδια η Μέρκελ θα μπορούσε να «πουλήσει» μια συμμαχία με τους Πράσινους μέσα στο κόμμα της. Οι Πράσινοι προέρχονται από το ριζοσπαστικό κίνημα της διαμαρτυρίας ενάντια στα πυρηνικά της δεκαετίας του 1980 -και αυτό δεν το ξεχνάει η δεξιά. Οι Πράσινοι θεωρούνται από πολλά στελέχη της Χριστιανοδημοκρατίας τουλάχιστον αναξιόπιστοι. Ο ηγέτης του CSU, του βαυαρικού «τμήματος» της Χριστιανοδημοκρατίας έχει προβάλει ήδη βέτο ενάντια σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τον Γιούργκεν Τριτίν και τους άλλους «αριστερούς» ηγέτες των Πράσινων.

Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει σήμερα αν, πότε και πού θα καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα υποψήφια κόμματα της εξουσίας στην Γερμανία. Όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά -ακόμα και οι επαναληπτικές εκλογές.

Αριστερά

Το μόνο κόμμα που δεν συμμετέχει σε αυτά τα παζάρια είναι η Die Linke, η Αριστερά. Στις εκλογές της 22ης Σεπτέμβρη η Die Linke αναδείχτηκε σε τρίτο κόμμα στην Βουλή. Η απήχησή της, όμως, είναι πολύ μεγαλύτερη: οι εργάτες και οι φτωχοί μισούν την Μέρκελ, που έχει μετατρέψει την Γερμανία σε μια χώρα «χαμηλού εργατικού κόστους». Τα αφεντικά δεν έχουν μοιραστεί ούτε μια δεκάρα από το «οικονομικό θαύμα» με τους εργάτες. Ακριβώς το αντίθετο έχει συμβεί: τα χαμηλά εισοδήματα πέφτουν στην Γερμανία αντί να ανεβαίνουν. Χιλιάδες εργαζόμενοι -ναι εργαζόμενοι, όχι άνεργοι- αναγκάζονται να καταφύγουν στην βοήθεια της κοινωνικής πρόνοιας για να επιβιώσουν. Κατώτατος μισθός δεν υπάρχει στη Γερμανία της Μέρκελ. Πίσω από τις στατιστικές της χαμηλής ανεργίας κρύβεται μια θάλασσα ημιαπασχόλησης και μικροδουλειών του ποδαριού -με εξευτελιστικές αμοιβές τεσσάρων, τριών ή ακόμα λιγότερων ευρώ την ώρα.

Οι δυνατότητές της αριστεράς να κάνει την ζωή δύσκολη στην όποια κυβέρνηση προκύψει είναι τεράστιες. Αρκεί να το θελήσει, φυσικά.