Πολιτισμός
Αδελφοί Ταβιάνι: Σπάζοντας με ταινίες κρίκους αλυσίδας

Ο Πάολο Ταβιάνι που πέθανε στις 29 Φεβρουαρίου είχε γεννηθεί στις 8 Νοεμβρίου 1931 και ήταν ο μικρός αδερφός του Βιτόριο Ταβιάνι που είχε γεννηθεί στις 20 Σεπτεμβρίου 1929 και έφυγε πριν έξι χρόνια στις 15 Απριλίου 2018. Παρόλο λοιπόν, που οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου τους, είναι στοιχεία που αποδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι επρόκειτο για δύο ξεχωριστούς ανθρώπους, στη συλλογική μνήμη είναι καταχωρημένοι ως «αδελφοί Ταβιάνι». «Οι αδελφοί Ταβιάνι, τα αδέρφια Ταβιάνι έκαναν, είπαν, δήλωσαν, συμμετείχαν…», «η ταινία, μια ταινία των αδελφών Ταβιάνι…», «το βραβείο απονέμεται στους αδελφούς Ταβιάνι…» και πάει λέγοντας.

Γνωστοί ως Ιταλοί σκηνοθέτες και σεναριογράφοι κυρίως, εκπρόσωποι της ριζοσπαστικής «γενιάς του ‘70», κατάφεραν ν’ αφήσουν το καλλιτεχνικό αποτύπωμά τους μέσα από τις κινηματογραφικές τους δημιουργίες, συνεργαζόμενοι με απόλυτη αρμονία, σε τέτοιο βαθμό που ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς τις σκηνές που γύρισε ο Πάολο από εκείνες του Βιτόριο.

Ο Πάολο Ταβιάνι τρία χρόνια πριν τον θάνατό του και πέντε μετά του αδελφού του Βιτόριο, θέλησε με το κύκνειο άσμα του «Λεονώρα Αντίο» (2022) να μας αποχαιρετίσει, κλείνοντας τον κινηματογραφικό τους κύκλο. Περιφέροντας τη στάχτη του αγαπημένου τους συγγραφέα, Λουίτζι Πιραντέλλο -σ’ ένα οδοιπορικό για την επιστροφή της στο Αγκριτζέντο της Σικελίας- ο Πάολο επιστρέφει στην αρχή, πραγματοποιώντας μία ιστορική αναδρομή, εστιάζοντας στα θέματα που απασχόλησαν το κινηματογραφικό τους έργο. Τη ζωή, τον έρωτα, τον πόλεμο, τον θάνατο, τα γηρατειά, τις δεισιδαιμονίες, το άδικο, τη μοίρα, την τέχνη, τη φτώχεια, τη μετανάστευση, το συναίσθημα, τη διάψευση, το δράμα και την κωμωδία, που μπορούν και να συνυπάρχουν. Τις συγκρούσεις, σε κοινωνικό και σε ατομικό επίπεδο. Και την επανάσταση. Για την οποία όπως συνήθιζαν να λένε: «Δεν μιλάς, αλλά πράττεις».

Το 1954 έκαναν το ντεμπούτο τους με το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «San Miniato, Luglio ‘44». Το 1960 εργάστηκαν στο «L' Italia non e un paese povero» ως βοηθοί του σημαντικού Ολλανδού ντοκιμαντερίστα Γιόρις Ίβενς. Στη συνέχεια, μαζί με τον Βαλεντίνο Ορσίνι, έναν φίλο τους παρτιζάνο, καταπιάστηκαν με μια σειρά από ντοκιμαντέρ με κοινωνικό υπόβαθρο. Πρώτες τους μεγάλου μήκους ταινίες οι «Un uomo da bruciare» («Ένας άνθρωπος για κάψιμο») (1962) και «I fuorilegge del matrimonio» («Οι παρανομίες ενός γάμου») (1963) εμπνευσμένες από το κίνημα του νεορεαλισμού και ειδικότερα από την ταινία «Paisà» («Αυτοί που έμειναν ζωντανοί») (1946), δεύτερη ταινία της «τριλογίας του πολέμου» του Ρομπέρτο Ροσελίνι.

Η πρώτη ανεξάρτητη ταινία των αδελφών Ταβιάνι -υποστηρικτών του Κομμουνιστικού Κόμματος- ήταν το «I sovversivi» («Οι ανατρεπτικοί») (1967). Τέσσερις άνθρωποι βιώνουν εντελώς διαφορετικά τα γεγονότα και τις σκηνές της κηδείας του Παλμίρο Τολιάτι, Γενικού Γραμματέα του ΙΚΚ, προβλέποντας τα γεγονότα του ’68. Αναγνωρίστηκαν διεθνώς με την ταινία «Sotto il segno dello Scorpione (1969), με τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ, στην οποία μια προϊστορική φυλή  που μεταφέρεται από ένα νησί στην ενδοχώρα εξαιτίας μιας ηφαιστειακής έκρηξης, καλείται να επαναδιαπραγματευθεί από το μηδέν τις κοινωνικές της σχέσεις.

Το «San Michele aveva un gallo» («Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα») (1972), που στηρίζεται στο διήγημα του Τολστόι «Το Θείο και το Ανθρώπινο», είναι η απαισιόδοξη και αποκαρδιωτική ιστορία του αναρχικού Τζούλιο Μανιέρι που καταδικάζεται σε ισόβια. Κατά τη μεταφορά του, μετά από 10ετή απομόνωση, διαπιστώνει ότι τα ριζοσπαστικά ιδανικά για τα οποία θυσίασε την ελευθερία του και το μεγαλύτερο μέρος της «ψυχής» του έχουν -ως επί το πλείστον- ξεχαστεί από τις νεότερες γενιές αγωνιστών. Στο ίδιο μοτίβο και η ταινία «Allonsanfan» (1974), στην οποία ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι είναι ο απογοητευμένος Γάλλος Ιακωβίνος Φούλβιο που την εποχή της Παλινόστησης, στις αρχές του 19ου αιώνα, διχάζεται ανάμεσα στην απογοήτευση και την αφοσίωσή για τον συνεχιζόμενο αγώνα των συντρόφων του.

Η επόμενη ταινία τους «Padre padrone» («Πατέρας αφέντης») (1977) στηρίζεται στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Γκαβίνο Λέντα που περιγράφει τον αγώνα ενός νεαρού βοσκού της Σαρδηνίας, απέναντι στους σκληρούς κανόνες της πατριαρχικής κοινωνίας, ο οποίος θέλει να σπουδάσει για να ξεφύγει. Στην ταινία «Il prato» («Το λιβάδι») (1979) τρεις νέοι στην Τοσκάνη έρχονται κόντρα με το κατεστημένο και τα ταμπού της επαρχίας. 

Ακολουθούν τα δύο αριστουργήματά τους «La notte di San Lorenzo» («Η νύχτα του Σαν Λορέντζο») (1982) που κέρδισαν το «Μέγα Βραβείο της Επιτροπής» στις Κάννες και το «Kaos» («Χάος») (1984). Ακόμα μια λογοτεχνική διασκευή υπό την μορφή ιστοριών, βασισμένη στα «Διηγήματα για ένα χρόνο», μια ημιτελή συλλογή του Πιραντέλλο που δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα Il Corriere della Sera την περίοδο 1922-37. Στην ταινία «Il sole anche di notte» (1990), οι αδελφοί Ταβιάνι μετέφεραν στην Νάπολη του 18ου αιώνα την ιστορία από το βιβλίο του Τολστόι «Πατήρ Σέργιος» και το 1987 έκαναν την ταινία «Buongiorno Babilonia» («Καλημέρα Βαβυλώνα») ως φόρο τιμής στους πρωτοπόρους του κινηματογράφου.

Το 2012 γύρισαν τη βραβευμένη ταινία τους «Cesare deve morire» («Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει») που διαδραματίζεται στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Ρεμπίμπια (προάστιο της Ρώμης) που παρακολουθεί τους κατάδικους με βαριές ποινές -πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην εκτελεστές της Μαφίας και της σικελικής Καμόρα- στις πρόβες τους, πριν από την παράσταση της φυλακής, «Ιούλιος Καίσαρας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ταινία με την οποία κέρδισαν τη χρονιά εκείνη τη «Χρυσή Άρκτο» στο 62ο Φεστιβάλ του Βερολίνου.

Η ταινία του Πάολο «Λεονώρα Αντίο» είναι ασπρόμαυρη, όμως προς το τέλος γίνεται έγχρωμη. Και χρωματίζεται όταν η στάχτη του Πιραντέλλο φτάνει στον προορισμό της, τη σικελική γη, τον τόπο γέννησής του.