Ιστορία
80 χρόνια από την Χιροσίμα

Πριν από 80 χρόνια, στις 8 και τέταρτο το πρωί της 6ης Αυγούστου του 1945 το αμερικάνικο αεροσκάφος Ενόλα Γκέι έριξε την πρώτη ατομική βόμβα της ιστορίας να πέσει πάνω από κατοικημένη περιοχή, στη Χιροσίμα της Ιαπωνίας. 

Ο ιμπεριαλισμός και οι πόλεμοί του είχαν κάνει ήδη αναρίθμητα εγκλήματα. Ο βομβαρδισμός πόλεων και η στοχοποίηση των αμάχων δεν ξεκίνησε με τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Και οι δυο πλευρές στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποίησαν αυτή την τόσο “μοντέρνα” πολεμική τακτική. Το Μάρτη του ‘45 ξανά στην Ιαπωνία, ο αμερικάνικος στρατός είχε βομβαρδίσει με εμπρηστικές βόμβες το Τόκιο προκαλώντας 100 χιλιάδες νεκρούς και μαζικό τρόμο. 

Αλλά η Χιροσίμα ήταν το πέρασμα σε ένα καινούργιο στάδιο. Ο χρόνος καταστροφής έφτασε στο μηδέν. Η βαρβαρότητα πλέον μπορούσε να επικρατήσει μέσα σε μια στιγμή. Δεν χρειάζονταν μήνες πολέμου στα χαρακώματα για να καταλήξει στο νεκροταφείο μια γενιά νέων ανθρώπων, αλλά το πάτημα ένος κουμπιού. Ο καπιταλισμός είχε φτάσει στην κορύφωση της καταστροφικής του ικανότητας. Μπορούσε, και μπορεί, να αφανίσει ολόκληρο τον πολιτισμό.

Η βόμβα εξερράγη μισό χιλιόμετρο πάνω από ένα νοσοκομείο. Στο σημείο της έκρηξης η θερμοκρασία έφτασε το ένα εκατομμύριο βαθμούς Κελσίου. Η επιφάνεια της πύρινης σφαίρας που απλώθηκε έκαιγε με 8.000 βαθμούς. Στους 1.500 βαθμούς λιώνει το σίδερο. Τα ανθρώπινα κορμιά λιώνουν σαν κεριά σε πολύ χαμηλότερες θερμοκρασίες. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εξαϋλώθηκαν αμέσως. Μέσα σε ένα λεπτό η πόλη ήταν σαν να είχε περάσει από έναν τεράστιο φούρνο. 

Ήταν Δευτέρα πρωί και ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι. Η πανκινητοποίηση της Ιαπωνίας στον πόλεμο σήμαινε πως πολλοί από τους εργάτες ήταν μικρά παιδιά και έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, που είχαν αναγκαστεί να δουλεύουν. Μέσα στον πανικό και στον τρόμο, αυτοί που επέζησαν άρχισαν να κινούνται σαν φαντάσματα στους δρόμους, βάζοντας λάδι στα εγκαύματα. Τα ρούχα τους είχαν λιώσει και τα μαλλιά τους έπεφταν. Τις επόμενες μέρες οι έγκυες γυναίκες γέννησαν νεκρά παιδιά μέσα στα ερείπια. Η πόλη είχε μείνει σχεδόν χωρίς γιατρούς και νοσηλευτές. 

Τρεις μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου, οι ΗΠΑ χτύπησαν με ακόμη μια βόμβα την πόλη Ναγκασάκι. Συνολικά οι νεκροί από τις δύο βόμβες έφτασαν τις 150 με 250 χιλιάδες. Αλλά το κόστος της ραδιενέργειας, με μακροχρόνιες ασθένειες, αποβολές, αναπηρίες το πλήρωσαν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι για δεκαετίες. 

Ο πόλεμος υποτίθεται τελείωνε. Η χιτλερική Γερμανία είχε ηττηθεί από το Μάη. Τον Ιούλη, οι τρεις ηγέτες των Συμμάχων, ο Τρούμαν, ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν είχαν συναντηθεί στο Πότσνταμ, έξω από το Βερολίνο και μίλησαν για τη μοιρασιά του κόσμου μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί, ο Τρούμαν ενημέρωσε τον Στάλιν ότι οι ΗΠΑ πλέον είχαν δοκιμάσει ένα “υπερόπλο”, μόλις την προηγούμενη μέρα, στις 16 Ιούλη του ‘45, στην Έρημο του Νέου Μεξικού. Οι επιστήμονες θεωρούσαν καταλληλότερη μέρα τις 18 Ιούλη, για μετεωρολογικούς λόγους. Αλλά πιέστηκαν γιατί ο Τρούμαν έπρεπε να πάει με το καινούργιο του “μαραφέτι” (gadget το αποκαλούσαν) στη συνάντηση με τον Στάλιν.

“Υπερόπλο”

Ο Τρούμαν είχε κι αυτός πρόσφατα μάθει όλη την αλήθεια για τη βόμβα που ετοίμαζε το αμερικάνικο κράτος. Το Σχέδιο Μανχάταν για την κατασκευή ατομικών βομβών είχε μπει σε κίνηση το 1942 επί Ρούζβελτ. Ο Τρούμαν ανέλαβε την προεδρία τον Απρίλη του ‘45 όταν πέθανε ο Ρούζβελτ, κληρονόμησε το Σχέδιο Μανχάταν και αποφάσισε να το θέσει σε εφαρμογή.

Οι πολεμικές στοχεύσεις της βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ήταν απάτη. Ο Τρούμαν ισχυρίστηκε πως οι βόμβες ήταν αυτές που ανάγκασαν την Ιαπωνία να συνθηκολογήσει χωρίς να χρειαστεί εισβολή στα γιαπωνέζικα νησιά. “Χρησιμοποιήσαμε τη βόμβα για να συντομεύσουμε την οδύνη του πολέμου, για να σώσουμε τις ζωές χιλιάδων και χιλιάδων νέων Αμερικανών”. 

Όμως η αλήθεια δεν ήταν αυτή. Το καλοκαίρι του 1945 η Ιαπωνία ήταν ήδη καθυποταγμένη, ο στρατός της και η αεροπορία της είχαν σχεδόν διαλυθεί. Η διύλιση πετρελαίου είχε πέσει κατά 83%, ο συστηματικός βομβαρδισμός είχε ήδη διαλύσει τα σημαντικότερα εργοστάσια, ο κόσμος είχε εγκαταλείψει τις πόλεις και έψαχνε καταφύγιο και τρόφιμα στην ύπαιθρο. 90% των πλοίων της είχαν βυθιστεί και τα νησιά της Ιαπωνίας βρισκόταν περικυκλωμένα. Δεν μπορούσαν να εισάγουν ούτε πετρέλαιο, ούτε ρύζι. Οι ΗΠΑ είχαν σπάσει τους κωδικούς της γιαπωνέζικης διπλωματίας και διάβαζαν όλα τα μηνύματα. Ήξεραν συνεπώς πως ήδη η Ιαπωνία έψαχνε τρόπο να παραδοθεί και ζητούσε παρέμβαση του Στάλιν για να γίνει η συνθηκολόγηση λιγότερο εξευτελιστική. 

Οι ΗΠΑ ήξεραν και κάτι ακόμη. Πως στις 9 Αυγούστου έληγε το τρίμηνο από τη Συμφωνία της Γιάλτας που εκτός των άλλων δέσμευε τη Σοβιετική Ένωση να μην επιτεθεί στην Μαντζουρία (στη σημερινή Κίνα κυρίως) την οποία κατείχε ο γιαπωνέζικος στρατός. Με άλλα λόγια, η Ιαπωνία βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού. Το μαζικό κάψιμο εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν ήταν “απαραίτητο” για την ήττα της. Στις 12 Ιούλη ο Τρούμαν σημείωνε στο προσωπικό του ημερολόγιο: “Τηλεγράφημα του Ιάπωνα αυτοκράτορα που ζητάει ειρήνη”, και συμπλήρωνε: “Η βόμβα μπορεί να μας φέρει στη θέση να επιβάλουμε τους όρους μας στο τέλος του πολέμου”.

Στον καπιταλισμό, ο πόλεμος είναι συνέχεια της ειρήνης και η ειρήνη συνέχεια του πολέμου. Το σχέδιο Μανχάταν είναι η πιο τερατώδης εκδοχή του συνδυασμού παραγωγικότητας και καταστροφικότητας του καπιταλισμού. Η επιστήμη και οι παραγωγικές τεχνικές έκαναν άλματα στη διάρκεια του πολέμου. Ανακαλύφθηκαν υλικά και κατασκευές που θα μπορούσαν να κάνουν τη ζωή όλων των ανθρώπων στον πλανήτη ευκολότερη. Αλλά όλη αυτή η “πρόοδος” μεταφράστηκε σε ένα βιομηχανικό σχέδιο για το οποίο δούλευαν 130 χιλιάδες άνθρωποι ταυτόχρονα ώστε να κατασκευαστεί μια βόμβα που σκοτώνει εκατοντάδες χιλιάδες συνανθρώπους τους μέσα σε μια στιγμή. 

Ήταν επίδειξη δύναμης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ότι μπορεί ταυτόχρονα να κατασκευάζει 50 χιλιάδες πολεμικά αεροσκάφη το χρόνο, ενώ ταυτόχρονα δέσμευε τόσο μεγάλο δυναμικό και χρήμα για να ετοιμάζει τις πυρηνικές βόμβες και μπορούσε να κρατάει τον πληθυσμό του υγιή και χορτάτο.

Ανταγωνισμός

Η αμερικανική υπεροχή στην κούρσα των πυρηνικών θα πήγαινε χέρι-χέρι με την οικονομική υπεροχή στον μεταπολεμικό κόσμο. Η τεχνική πρόοδος που μετρήθηκε με το πόσα παιδιά κάηκαν στις 6 Αυγούστου του ‘45 μετατράπηκε σε συγκριτικό πλεονέκτημα όταν ξανάρχισαν να παράγονται αυτοκίνητα, εμπορικά πλοία, τηλεοράσεις και άλλα “ειρηνικά” προϊόντα. Ενώ, φυσικά, ποτέ δεν σταμάτησαν να παράγονται βόμβες και βομβαρδιστικά. Οι βόμβες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι είναι μικρές μπροστά στις σημερινές αντίστοιχες πυρηνικές βόμβες που κατέχουν πλέον μια σειρά κράτη και μπορούν να ανατινάξουν ολόκληρο τον πλανήτη. Στο ψηλότερο σημείο του, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έφτασε να κατέχει 30 χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές.

Στη “Ραψωδία τον Αύγουστο”, την ταινία που έκανε ο Ακίρα Κουροσάβα για το Ναγκασάκι, η γιαγιά της οικογένειας μιλάει για τη μέρα που έχασε τον άντρα της από την “αστραπή” και ξέρει πως η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν ανήκουν στο παρελθόν: “Λένε ότι έριξαν την αστραπή για να σταματήσουν τον πόλεμο. Αλλά η αστραπή δεν σταμάτησε τον πόλεμο. Σκοτώνουν ακόμη κόσμο.” Και ο εγγονός της επισκέπτεται το μοντέρνο Ναγκασάκι που δεν θυμίζει σε τίποτα την καταστροφή: “Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι εδώ είναι που έριξαν τη βόμβα. Ο κόσμος ξεχνάει και μάλιστα τόσο γρήγορα. Αλλά ΕΓΩ δεν θα ξεχάσω ποτέ”.

Οι σημερινές σφαγές, από τη Γάζα ως την Ουκρανία και από το Σουδάν ως τη Συρία είναι συνέχεια εκείνης της μεγάλης φρίκης. Για να τους σταματήσουμε, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ.