Όπως ένα τραίνο που έρχεται προς την αποβάθρα που στεκόμαστε και το περιμένουμε, από τον παρελθόντα χρόνο, για να σταματήσει να μας πάρει στο παρόν, ώστε να ταξιδέψουμε μαζί του στο μέλλον, έτσι κι ο Τζίγκα Βερτόφ έρχεται με την ταινία του: «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» από το 1928 που γυρίστηκε, να μας πάρει για να μας ταξιδέψει στο μέλλον της ανθρωπότητας, όπως αυτός και πολλοί άλλοι σαν αυτόν, είδαν – ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά – το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα στην Ρωσία, δηλαδή εκείνη των πρώτων χρόνων μετά το 1917.
Η μεγαλοφυΐα του έγκειται στο ότι δεν μας παρουσιάζει τίποτα που δεν υπήρχε. Τίποτα που δεν υπήρχε, ζούσε, εργαζόταν και κυκλοφορούσε στον χώρο και στον χρόνο που υπήρχε, ζούσε εργαζόταν και κυκλοφορούσε κι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Δεν χρειάστηκε να εφεύρει τίποτα καινούργιο, να φτιάξει κάποιο σκηνικό από την αρχή, που δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, ή έναν μελλοντικό κόσμο, για να μιλήσει για ζητήματα και προβληματισμούς του παρόντος (όπως έκανε ένα άλλο κινηματογραφικό αριστούργημα, το «Metropolis» του Φριτς Λανγκ μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, το 1927 στην Γερμανία).
Το μόνο που έκανε ήταν να γυρίσει την κάμερα του. «Απλά» την γύρισε προς τον κόσμο που τον περιέβαλε. Κι άρχισε την καταγραφή. Μετά πέρασε στο μοντάζ. Τέλος, μέσω αυτής του της ταινίας εφεύρει ή αναπτύσσει την μεγάλη ποικιλία κινηματογραφικών τεχνικών, όπως γρήγορη κίνηση, αργή κίνηση, διπλοτυπίες, επιµέρους κάδρα, πάγωµα καρέ, ζουµ, τράβελινγκ, ακόμα και της τεχνικής του stop motion animation.
Συνεχείς αλλαγές ρυθμού, συνεχή σοκ για τον θεατή (ιδίως αν αναλογιστούμε ότι προβλήθηκε το 1929!), πρωτοποριακή τεχνική, ένας δημιουργός σε καλλιτεχνικό παροξυσμό. Κι όμως όλα είναι υπαρκτά, τα ζούμε καθημερινά και γι’΄αυτό τ’ αναγνωρίζουμε και πανεύκολα.
O Βερτόφ (το πραγματικό του όνομα ήταν Ντενίς Αρκάντεβιτς Κάουφμαν) στόχευε στην κινηματογράφηση της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής κοινωνίας «εν τω γίγνεσθαι», εφευρίσκοντας ταυτόχρονα μια εξίσου ριζοσπαστική γλώσσα για τον κινηματογράφο.
Η ταινία του είναι ένα πείραμα στην κινηματογραφική επικοινωνία πραγματικών γεγονότων, χωρίς την βοήθεια μεσότιτλων, σεναρίου και σκηνοθεσίας. Η πειραματική αυτή προσπάθεια στοχεύει στην δημιουργία μιας αληθινά διεθνούς κινηματογραφικής γλώσσας, βασισμένης στον απόλυτο διαχωρισμό της, από εκείνη του θεάτρου και της λογοτεχνίας.
Από το χάραμα
Μέσα από την καταγραφή λοιπόν, μιας συνηθισμένης ημέρας στις μεγάλες σοβιετικές μεγαλουπόλεις (Μόσχα, Κίεβο, Οδησσός), από το χάραµα ως το σούρουπο, βλέπουμε τους ανθρώπους στη δουλειά και στη διασκέδαση. Η κάµερα εστιάζεται τόσο σε άψυχα, όπως οι μηχανές και οι λειτουργίες τους - για τις οποίες εκφράζεται κι ένας θαυμασμός - όσο και σε έµψυχα, όπως ζώα και άνθρωποι µε τις δραστηριότητές τους. Στον βαθµό που µπορεί να γίνει λόγος για χαρακτήρες, αυτοί είναι ο καµεραµάν του τίτλου και η σύγχρονη Σοβιετική Ένωση που ανακαλύπτει και παρουσιάζει.
Παράλληλα με τη διήγηση της ζωής της πόλης, μιλάει έμμεσα και για τη διαδικασία του γυρίσματος και του μοντάζ αλλά και τη σχέση της ταινίας με το κοινό. Δείχνει το ρόλο του κινηματογραφιστή που κατά τη γνώμη του δεν πρέπει να είναι στατικός, αλλά να κινείται συνεχώς (με τα πόδια, πάνω σ’΄ένα αυτοκίνητο, σε τραίνο) και να παρατηρεί την πραγματικότητα καταγράφοντάς την με ταχύτητα - για να προλάβει τα γεγονότα που εκτυλίσσονται μπροστά του - θέτοντας, συχνά τον εαυτό του σε κινδύνους για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τη λήψη. Δεν υπάρχει μέρος που δεν μπορεί να πάει, στιγμή που δεν μπορεί να κινηματογραφήσει.
«Ο άνθρωπος με την κάμερα» είναι μια θαυμάσια εφαρμογή του μανιφέστου του Ντζίγκα Βερτόφ για την θεωρία του «Κινο - οκο» (κινηματογράφος - βλέμμα/μάτι). Μέσα από αυτή τη δράση ο Βερτόφ θα αρχίσει να συγκροτεί την προσέγγισή του στο ντοκιμαντέρ: Η οθόνη της τεκμηρίωσης δεν πρέπει να αντιγράφει τα ανθρώπινα μάτια, αλλά να αναδεικνύει ό,τι αυτά δεν μπορούν να «δουν». Δηλαδή, με έναν τρόπο, να «ακονίζει» την ανθρώπινη θέαση των γεγονότων, με την κάμερα να μετατρέπεται σε «προέκταση» του ματιού, σε οπτικό «νυστέρι» αποκάλυψης της πραγματικότητας στις λιγότερο φωτισμένες, αλλά υπαρκτές πλευρές της. Η κινηματογραφική τεχνική δηλαδή, επιτρέπει πια την αποτύπωση και την κατάκτηση του πραγματικού.
Αυτή η αντίληψη, εύλογα ριζωμένη στην απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων που επέφερε η Επανάσταση, εκφράστηκε με τον όρο «κινηματογράφος – μάτι» και από εκεί «βαφτίστηκε» και η ομάδα που συνέστησε ο Βερτόφ καθώς και άλλοι ντοκιμαντερίστες το 1919, με την επωνυμία «Κινοκί».
Μια αναζήτηση που αντικειμενικά άνοιξε νέους δρόμους, τόσο για το ντοκιμαντέρ, όσο και για τον κινηματογράφο εν γένει, με πρωτόγνωρους, για την εποχή, πειραματισμούς, οι οποίοι εξακολουθούν να λειτουργούν με τον ίδιο φρέσκο τρόπο και στο σημερινό θεατή. Άλλωστε η θέση του ότι ο ντοκιμαντερίστας οφείλει να παρουσιάζει τα γεγονότα χωρίς καμία σκηνοθετική παρέμβαση, προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις με προσωπικότητες, όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Μπρικ και ο Αϊζενστάιν, για τη διαμόρφωση της επαναστατικής τέχνης.
Τα φώτα σβήνουν λοιπόν στις κινηματογραφικές αίθουσες, η πρωτοπορία αφικνείται εντός ολίγων λεπτών στον σταθμό, προερχόμενη από τις ελεύθερες στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος… και ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία, παρακαλούμε επιβιβαστείτε…
Info: Η ταινία προβάλλεται ήδη από την Πέμπτη 19 Απριλίου.

