Όμως, η «Επέτειος του ΟΧΙ» συμπίπτει και με μια πολύ ιδιαίτερη πολιτική συγκυρία. Βρισκόμαστε στις παραμονές περιφερειακών και δημοτικών εκλογών που καθορίζονται από το «Μνημόνιο» της κυβέρνησης με την τρόϊκα ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ.
Η κυβέρνηση του ΓΑΠ ήδη έχει ανακηρύξει την επιτυχία του Μνημονίου ως την νέα «εθνική προσπάθεια» στην οποία πρέπει να στρατευθούμε όλοι μας. Και βέβαια, για «την πατρίδα» και την «επιβίωση του έθνους» συμπαρατάχθηκαν σε αυτή την προσπάθεια ο Καρατζαφέρης και τα φασισταριά του, η Ντόρα, ο Μητσοτάκης και οι κομματάρχες τους.
Η 28η Οκτωβρίου τους προσφέρει μια μεγάλη προπαγανδιστική ευκαιρία. Ο Παπανδρέου που ανακοίνωσε την προσφυγή στην τρόικα από κάποιο ακριτικό νησί, μπορεί άνετα να συνεχίσει την ίδια παράσταση σκαρφαλωμένος στο Καλπάκι. Ο Πάγκαλος που μερικές βδομάδες πριν μας πληροφορούσε ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε», τώρα θα μας καλεί «όλοι μαζί να σφιχτούμε». Εμάς, γιατί τους τραπεζίτες και τους βιομήχανους τους χρυσώνει με δισεκατομμύρια κάθε βδομάδα.
Από την άλλη είναι βέβαιο ότι από την αριστερά θα ακουστούν φωνές που θα λένε ότι το νόημα της επετείου είναι η ανάγκη ο «λαός να μεγαλουργήσει όπως το ‘40»: Να πει «όχι» όπως τότε και να φτιάξει το νέο ΕΑΜ ενάντια στην ξένη κατοχή.
Όμως, πραγματικά, τι αξία έχει για τους αγώνες μας μια επέτειο τόσο «εθνική», τόσο «πλατιά» που μπορούν να την διεκδικούν οι πάντες από τα τσιράκια των τραπεζιτών, της ΕΕ και του ΔΝΤ μέχρι τους εργάτες και τους φοιτητές που παλεύουν;
Και τότε η κατάσταση παρουσιαζόταν ως «εθνική συμφορά» την οποία θα έπρεπε να αποκρούσουμε όλοι μαζί. Ομως η πραγματική συμφορά χτύπησε τους απλούς ανθρώπους που στάλθηκαν στο μέτωπο και τις οικογένειές τους. Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο για τα συμφέροντα των Μεταξάδων και των εφοπλιστών. Τα συμφέροντα δικά τους, το αίμα όμως δικό μας. Των ανθρώπων που στη συνέχεια πείνασαν μέχρι θανάτου στην κατοχή. Οι στρατηγοί, οι μεγαλέμποροι, οι εφοπλιστές και η «πολιτική ηγεσία» θαύμαζαν από μακριά το «έπος». Στην κατοχή όσοι δεν συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους ναζί, κατέφυγαν στο εξωτερικό. Την ίδια στιγμή που εμείς παλεύαμε για την επιβίωση, αυτοί έκαναν σχέδια για το πώς θα ξαναέπαιρναν στα χέρια τους την εξουσία και τον πλούτο.
Οπως σήμερα δεν τα «φάγαμε όλοι μαζί», έτσι και τότε «δεν ματώσαμε όλοι μαζί». Ημασταν πάντα εμείς και αυτοί, οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι εργάτες και τα αφεντικά. Αυτοί έστειλαν στο σφαγείο εμάς. Οπως θέλουν να κάνουν και τώρα.
Ο πόλεμος των από πάνω
Οπως πλέον ξέρει ο καθένας και από τους πρόσφατους πολέμους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ένας πόλεμος για άλλους λόγους γίνεται και με άλλο πρόσωπο πρέπει να διαφημιστεί. Στην περίπτωση του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ο τρόπος για να μετατραπεί σε «δίκαιο» πόλεμο ήταν να βαφτιστεί αντιφασιστικός. Ο κόσμος μπορούσε πιο εύκολα να πειστεί να δώσει το αίμα του για να σταματήσει την εξάπλωση της ναζιστικής φρίκης στην υπόλοιπη Ευρώπη, παρά αν του ζητούσαν να υπερασπίσει τα συμφέροντα των αφεντικών του. Στην περίπτωση της Ελλάδας το ψέμα έβγαζε μάτια. Ο φασίστας Μεταξάς γινόταν μέρος του «αντιφασιστικού» μπλοκ. Η αλήθεια ήταν ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν όπως και ο Α’, ένας άδικος ιμπεριαλιστικός πόλεμος για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Φασίστες και «δημοκράτες» αρχηγοί κρατών πήραν θέση όχι με βάση τις ιδέες τους, αλλά με βάση το ποια μεριά τους συνέφερε να διαλέξουν σε αυτή την αιματηρή παρτίδα που μόλις άρχιζε.
Όταν ήρθε η 28η Οκτωβρίου 1940, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διαρκούσε ήδη δεκατρείς μήνες, από τον Σεπτέμβρη του 1939. Η Γερμανία του Χίτλερ είχε ήδη καταπιεί την Πολωνία, την Νορβηγία, την Τσεχοσλοβακία και με μια σειρά συνθήκες είχε βάλει υπό την επιρροή της το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ με την Ρωσία του Στάλιν, επέβαλε το διαμελισμό της Πολωνίας και συνέχιζε να εξασφαλίζει στον Χίτλερ τα νώτα προς ανατολάς και –μια καθόλου ευκαταφρόνητη πηγή πρώτων υλών για την οικονομία και τον στρατό του.
Παράδοση
Τον Μάη του 1940 ο πόλεμος γνώρισε μια δραματική κλιμάκωση στο μέχρι τότε ειδυλλιακά ήσυχο «Δυτικό Μέτωπο». Η Γαλλία, με το μεγαλύτερο στρατό στην Ευρώπη, κατέρρευσε μέσα σε έξι βδομάδες. Στις 18 Ιούνη 1940 η κυβέρνηση υπό τον Στρατάρχη Πετέν υπέγραψε την παράδοση. Η Βρετανία ήταν μόνη της, κι οι επιτυχίες στη βόρειο Αφρική απέναντι στον ιταλικό στρατό (ο Μουσολίνι είχε μπει στον πόλεμο μόλις τον Ιούνη του 1940) δεν αρκούσαν για να αναστρέψουν την εικόνα.
Τον Οκτώβρη του 1940, λοιπόν, το μόνο ενεργό μέτωπο στην Ευρώπη ήταν αυτό στην Πίνδο. Η Βρετανία δεν ήταν, τελικά, μόνη. Όμως, τι περίεργος σύμμαχος.
Η παρουσίαση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ως μια αναμέτρηση της δημοκρατίας με τον φασισμό, της ελευθερίας με την σκλαβιά, θα γινόταν κυρίαρχη στην προπαγάνδα των Συμμάχων δυο και τρία χρόνια μετά, όταν η Ρωσία είχε μπει στον πόλεμο και είχαν φουντώσει τα κινήματα Αντίστασης. Ηταν ένας υποκριτικός ισχυρισμός, όμως το 1940 λίγοι τον πρόβαλλαν ούτως ή άλλως. Το γιατί, το δείχνει το ίδιο το καθεστώς που κυριαρχούσε στην Ελλάδα.
Ήταν η δικτατορία που είχε επιβάλλει στις 4 Αυγούστου 1936 ο πρωθυπουργός –τότε- Μεταξάς, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο στρατός. Μια δικτατορία που είχε καταπνίξει κάθε δημοκρατική φωνή και μιμούταν την Ιταλία του Μουσολίνι και την Γερμανία του Χίτλερ. Όχι μόνο στους φασιστικούς χαιρετισμούς, την στρατιωτικοποίηση της νεολαίας (οι περίφημες μαθητικές παρελάσεις έργο της ήταν) και το αστυνομικό κράτος. Η ιδεολογική συγγένεια συνδυαζόταν με τα υλικά συμφέροντα καθώς ένας μεγάλος όγκος του εμπορίου –ιδιαίτερα σε καπνά και πολύτιμα μέταλλα- γινόταν με την Γερμανία με τη μέθοδο του «κλήρινγκ», των ανταλλαγών.
Η δικτατορία του Μεταξά προετοιμαζόταν για πόλεμο. Οι πάντες στην Ευρώπη το έκαναν από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, το αν αυτό τους εξασφάλισε και την στρατιωτική επιτυχία είναι ένα άλλο ζήτημα. Η δικτατορία του Μεταξά πραγματοποίησε ένα μαμούθ εξοπλιστικό πρόγραμμα κατασκεύασε και την «γραμμή Μεταξά» τα «οχυρά» του Ρούπελ, απέναντι στον προαιώνιο εχθρό, την Βουλγαρία.
Όμως, τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου παρέμεναν στενά δεμένα με εκείνα του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Οι τράπεζες και οι εφοπλιστές στο Λονδίνο κοίταζαν. Ούτε ο Μεταξάς αμφισβήτησε ποτέ σοβαρά αυτή την ένταξη. Η ουδετερότητα της Ελλάδας από το 1939 μέχρι το ’40 μπορεί να είχε να κάνει με τις φασιστικές προτιμήσεις του καθεστώτος, αλλά πολύ περισσότερο είχε να κάνει με τις επιλογές της Βρετανίας. Αρχικά, επειδή έλπιζε να κερδίσει την Ιταλία του Μουσολίνι στο πλευρό της.
Κατόπιν, γιατί η Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να στηρίξει στρατιωτικά ένα βαλκανικό προγεφύρωμα. Προτιμούσε να έχει μια φιλική ουδέτερη χώρα να φυλάει τις γραμμές επικοινωνίας στο Σουέζ.
Ήδη από τα τέλη του ‘39 και τους πρώτους μήνες του 1940, μια σειρά εμπορικές και άλλες συμφωνίες είχαν προσδέσει την ελληνική οικονομία (και τον εμπορικό στόλο της) στη πολεμική προσπάθεια της Βρετανίας. Ο στρατός βρισκόταν σε κατάσταση «σταδιακής επιστράτευσης» από την στιγμή που η Ιταλία είχε καταλάβει την Αλβανία τον Απρίλη του 1939. Τον Οκτώβρη ξέσπασε ο πόλεμος.
και ο πόλεμος των από κάτω
Οσα δάκρυα και να ρίχνουν σήμερα αυτοί που «τιμούν» τους ήρωες του ’40, η αλήθεια είναι ότι η ελληνική άρχουσα τάξη έβλεπε τα παιδιά που ξεκινούσαν για την Αλβανία σαν κρέας για τα κανόνια του Μουσολίνι. Τα μουλάρια και τα άλογα δεν διέφεραν πολύ από τους φαντάρους στο μυαλό των καραβανάδων. Θα κράταγαν το μέτωπο όσο περισσότερο μπορούσαν κι έπειτα θα θάβονταν κάτω από το χιόνι –πεθαμένοι όχι μόνο από ιταλικές σφαίρες, αλλά κι απ’το κρύο ή την πείνα. Τα μεγάλα λόγια που ακούγονταν από τα ραδιόφωνα για τους νέους που πάνε με ενθυσιασμό στο μέτωπο, είχαν σκοπό και τότε να ζαλίσουν, να μπερδέψουν και να παρασύρουν τον κόσμο σε μια άδικη σφαγή. Το πόση εκτίμηση είχαν στους ανθρώπους που μάτωσαν, φάνηκε ξεκάθαρα όταν οι ίδιοι αυτοί φαντάροι οργάνωσαν και οργανώθηκαν στην Αντίσταση και διεκδίκησαν να τελειώσουν μια και καλή οι πόλεμοι και μαζί με τους Γερμανούς να φύγουν και όλοι αυτοί που οδήγησαν στο χάος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Οι κάννες των Αγγλων και των «εθνικοφρόνων» στράφηκαν κατά του ΕΑΜ, των ίδιων δηλαδή ανθρώπων που είχαν «γράψει το έπος της Αλβανίας».
Η πραγματική εικόνα του πολέμου ήταν λοιπόν πολύ διαφορετική από το παραμύθι με τους τσολιάδες που όρμησαν στα βουνά λέγοντας «αέρα» και κατατρόπωσαν τους Ιταλούς με το θάρρος τους.
Καταρχάς, η ιταλική επίθεση ήταν κακά οργανωμένη, βασισμένη σε υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις για την κατάσταση του αντιπάλου, με σχέδια που καλούνταν να εφαρμόσουν ανεπαρκείς δυνάμεις. Στην πρώτη φάση των επιχειρήσεων, ο ελληνικός στρατός «απορρόφησε» το πλήγμα, απέκρουσε τις αιχμές της ιταλικής επίθεσης, όπως της μεραρχίας αλπινιστών «Τζούλια». Από τις 15 Νοέμβρη πέρασε στην αντεπίθεση.
Ενας πρώτος μύθος είναι ότι η επιτυχία εκείνης της αντεπίθεσης στηριζόταν στην «ελληνική ψυχή», στην «πολεμική αρετή των Ελλήνων» για να θυμηθούμε τα εμετικά κηρύγματα της χούντας. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή το ελληνικό γενικό επιτελείο είχε αποκτήσει το αριθμητικό πλεονέκτημα. Είχε συγκεντρώσει 232.000 άνδρες στο μέτωπο (Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου και Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας) με 556 πυροβόλα, και επίσης πολύ σημαντικό, 100.000 κτήνη. Επίσης, ήταν καλύτερα προετοιμασμένος για τις μάχες που ακολούθησαν. Μ’ αυτό τον τρόπο έφθασε δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στο αλβανικό έδαφος.
Ο δεύτερος μύθος είναι ότι το γενικό επιτελείο απέδειξε την στρατηγική του ανωτερότητα. Στην πραγματικότητα ο ελληνικός στρατός ούτε στιγμή δεν απέκτησε το στρατηγικό πλεονέκτημα. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Γ. Μαργαρίτης: «Το πλήθος των τοπικών, τακτικού τύπου, επιτυχιών δημιούργησε ίσως την εντύπωση στο ελληνικό επιτελείο ότι είναι δυνατή η επίτευξη της νίκης με την τριβή του ιταλικού στρατού σε όλο το μήκος του μετώπου, με το σπρώξιμο δηλαδή του συνόλου της εχθρικής παράταξης προς τα πίσω. Στην πράξη, αυτή η τακτική, που θύμιζε τις επιλογές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησε μεν σε εδαφικά κέρδη –τουλάχιστον μέχρι να αποκατασταθούν οι αριθμητικές ισορροπίες- δεν απείλησε όμως σε καμιά περίπτωση τον ιταλικό στρατό με αποφασιστική ήττα».
Πραγματικότητα
Η πραγματικότητα του πολέμου κρύβεται από τις ηρωικές περιγραφές των εφορμήσεων με την ξιφολόγχη. Αυτές οι εφορμήσεις σταμάτησαν σιγά-σιγά καθώς το μέτωπο πάγωνε στην κυριολεξία πάνω στις κορυφογραμμές της Αλβανίας. Περίπου σαν το δυτικό μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου μόνο που τις γραμμές των χαρακωμάτων τις διέκοπτε το άγριο τοπίο.
Βομβαρδισμοί, προβλήματα στον εφοδιασμό, ψείρες, κρυοπαγήματα. Όπως αναφέρει ο Θανάσης Χατζής που βρέθηκε στο μέτωπο φαντάρος και μετά έγινε ο πρώτος γραμματέας του ΕΑΜ: «Ήταν και κάτι άλλο που ερέθιζε τους φαντάρους. Οι ηγέτες των μετόπισθεν και των καταφυγίων και οι καλαμαράδες της Αθήνας, παρουσίαζαν τον πόλεμο σαν τρικούβερτο γλέντι με χαρές και τραγούδια για τους Ελληνες φαντάρους και τους Ιταλούς τρομοκρατημένους λαγούς που φεύγανε μονάχα με το άκουσμα της ιαχής ‘Αέρα’. Κρύβανε την πραγματικότητα…».
Το χάσμα ανάμεσα στους «από πάνω» και τους «από κάτω» έβγαζε μάτια. Μόλις πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, αυτή η πραγματικότητα γινόταν πλέον οδυνηρά φανερή στο κόσμο. Όχι μόνο στις πόλεις και τα χωριά αλλά και στο μέτωπο. Ο Δ. Λουκάτος, είχε βρεθεί στο μέτωπο στις αρχές του 1941 και έχει αφήσει ένα ενδιαφέρον ημερολόγιο με τις εμπειρίες του. Να δυο χαρακτηριστικά επεισόδια:
«Στους θαλάμους έχουνε όλοι γενική κινητοποίηση καθαριότητος, μήπως τους επιθεωρήση ο Διοικητής. Το ίδιο τηλεφώνησαν και στις προφυλακές, να είναι εν τάξει, μήπως τους επισκεφθή. Δεν έγινε, όμως, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Χιονίζει πολύ, φυσάει, κάνει τούρτουρα κι ο κ. Διοικητής είναι κομμάτι συναχωμένος. Ετσι, περνάει την ημέρα του, κοντά στη φωτιά και στο τηλέφωνο. Ακούω τις κουβέντες του: ‘Πώς τα περνάτε εδώ πάνω; Χιόνι πολύ ε; Κουράγιο! Κουράγιο! Σας φέρνουν φαϊ; Δύσκολα, ε; Τι να γίνη! Η απόσταση βλέπετε!’. Ο μάγειρος σήμερα έχει καταπιαστεί με κοκκινιστό γουρουνόπουλο. Είναι, λέει, η αδυναμία του κ. υπασπιστή. Πολύ του αρέσει…».
«Ήρθανε, επί τέλους, και άρβυλα για τους ξυπόλυτους. Καλά άρβυλα. Καταφθάνουνε στον επιτελή οι Μεταγωγικοί, που έχουν λειώσει από τους δρόμους τα άρβυλά τους, και ζητάνε καινούργια. Το μάτι τους τα λαχταράει σαν θησαυρό. Επί τέλους, τα μοιράζουν. Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Μετά τρεις ώρες, τους τα παίρνουν πίσω, και τα δίνουν στους αξιωματικούς. Οι φαντάροι παίρνουν τα παλιά των αξιωματικών».
Ένα ζευγάρι γερές αρβύλες ήταν αυτό που σε χώριζε από το κρυοπάγημα με πιθανότατη κατάληξη τον ακρωτηριασμό.
Μπαίνοντας η άνοιξη του 1941, και παρόλη την αποτυχία της ιταλικής εαρινής επίθεσης έγινε φανερό ότι η εισβολή της Γερμανίας ήταν ζήτημα ημερών, άντε βδομάδων.
Στους κόλπους των στρατηγών και της άρχουσας τάξης γενικά άνοιξαν νέα διλήμματα και καυγάδες. Με τους Βρετανούς ναι, αλλά μέχρι που; Ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να υποσχεθούν πολλά. Μήπως είναι καλύτερη μια έντιμη συνθηκολόγηση, με το στρατό να κατέχει ακόμα τη νότια Αλβανία; Το παράδειγμα της Γαλλίας του Βισί πρέπει να έβαζε σε πειρασμό πολλούς στρατηγούς και λοιπούς «ηγέτες του έθνους». Στρατιωτικά, η σύμπτυξη του μετώπου ήταν η καλύτερη λύση. Όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο θα εγκαταλείπονταν η (Βόρεια) Ηπειρος κι η Μακεδονία με κίνδυνο να την αρπάξουν οι προαιώνιοι εχθροί. Καλύτερα η συνθηκολόγηση σκέπτονταν.
Όταν ξεκίνησε η γερμανική εισβολή στις 6 Απρίλη 1941 οι μάχες δεν κράτησαν πολύ. Οι φαντάροι δεν πίστευαν ότι η ηγεσία σκοπεύει να πολεμήσει στα σοβαρά, άλλωστε για ποιο λόγο; Οι εμπειρίες των προηγούμενων μηνών βάραιναν. Ετσι, όπως αναφέρει η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους: «Διαρροή ανδρών και μονάδων αναφέρονταν από πολλούς διοικητές και στις 15 Απριλίου πήρε τη μορφή μαζικών λιποταξιών…».
Το μέτωπο κατέρρευσε, ο Τσολάκογλου κι οι άλλοι στρατηγοί υπέγραψαν την συνθηκολόγηση. Σε λίγες μέρες θα γινόταν ο πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός.
Το Γράμμα του Ζαχαριάδη
Στις 2 Νοέμβρη 1940, οι εφημερίδες (που βρίσκονταν κάτω από την αυστηρή λογοκρισία της δικτατορίας) δημοσίευσαν μια επιστολή του «αρχηγού» του ΚΚΕ Ζαχαριάδη. Καλούσε σε πανστρατιά για τον πόλεμο. Η φράση κλειδί ήταν: «Στον πόλεμο αυτό, που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις χωρίς επιφύλαξη…».
Στην αντιμετώπιση αυτής της επιστολής υπάρχει ένα παράδοξο. Η κοινοβουλευτική αριστερά, είτε είναι «ζαχαριαδική» είτε είναι φανατικά «αντιζαχαριαδική» λέει πως αυτή η επιστολή ήταν η καλύτερη στιγμή του Ζαχαριάδη. Ηταν, υποτίθεται, το αποκορύφωμα μιας πορείας που απομάκρυνε το ΚΚΕ από την έρημο του σεκταρισμού και το έφερε στις καταπράσινες πεδιάδες της πραγματικής πολιτικής και της μαζικής επιρροής. Το έθνος έπαιρνε κεφάλι από τα «στενά πλαίσια» της τάξης στην πολιτική της Αριστεράς.
Η άποψη αιτιολογείται εκ των υστέρων με βάση τις αυταπάτες για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οντως, για το μεγαλύτερο κομμάτι των εργατών, των αγροτών, της νεολαίας που στρατεύθηκαν στις γραμμές της αριστεράς για να πολεμήσουν τον φασισμό και να αλλάξουν την κοινωνία, -γιατί αυτό ήταν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ- ο αγώνας τους ήταν και συνέχεια του «Έπους της Αλβανίας».
Η γραμμή Ζαχαριάδη ήταν στην πραγματικότητα γραμμή συνθηκολόγησης με αυτές τις αυταπάτες και, το χειρότεορ, συνθηκολόγησης με τον ελληνικό καπιταλισμό.
Ο Ζαχαριάδης, που τον είχε διορίσει η Κομιντέρν «αρχηγό» του ΚΚΕ το 1931 έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για να εγκαταλείψει το κόμμα την στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης και να υιοθετήσει την στρατηγική των συμμαχιών με κομμάτια της «προοδευτικής» άρχουσας τάξης. Αυτή η πολιτική κόστισε την ήττα στο κίνημα το 1936. Και έστειλε τον ίδιο τον Ζαχαριάδη κρατούμενο στις φυλακές της δικτατορίας του Μεταξά.
Το νόημα της επιστολής ήταν ξεκάθαρο. Ο Ζαχαριάδης, στο όνομα του πατριωτισμού, καλούσε σε συνεργασία (υποταγή) με την κυβέρνηση που διεξάγει τον «δίκαιο, αμυντικό πόλεμο». Τη μεταξική δικτατορία.
Η πολιτική της «εθνικής ενότητας» ήταν αυτή που οδήγησε το κίνημα στους συμβιβασμούς και την ήττα. Ηταν αυτό το στοιχείο που παρέλυσε τη μαχητικότητα των εργατών και των αγροτών, που τους εμπόδισε να αντιδράσουν οργανωμένα και αποφασιστικά στα ξεπουλήματα της ηγεσίας τους. Η γραμμή της «εθνικής ενότητας» οδήγησε στην ήττα το Μάη του ’36, το Δεκέμβρη του ’44 και καθόρισε ότι η μάχη του Εμφυλίου θα δινόταν με τους χειρότερους όρους.
Από αυτή την άποψη ο Ζαχαριάδης υπέγραψε την Βάρκιζα πέντε χρόνια πριν την υπογράψουν ο Σιάντος κι ο Παρτσαλίδης. Για να μην έχουμε άλλες Βάρκιζες, χρειάζεται να δυναμώσουμε την αριστερά του αντικαπιταλισμού και της επανάστασης.

