Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησε στην εξέγερση ξεκίνησε με την ανατροπή του Μουσολίνι στις 25 Ιούλη 1943. Οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στην Σικελία και γινόταν φανερό ότι η Ιταλία έχανε τον πόλεμο. Ο βασιλιάς Βίκτορ Εμμανουήλ Β’ και οι αρχιφασίστες του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου αποφάσισαν να ξεφορτωθούν τον Μουσολίνι για να διατηρήσουν το καθεστώς τους. Το διάστημα που ακολούθησε μέχρι τις 8 Σεπτέμβρη, τη μέρα που τελικά η κυβέρνηση του στρατάρχη Μπαντόλιο υπέγραψε την ανακωχή με τους Συμμάχους, ήταν οι μέρες που όλο το μίσος που συσσωρευόταν για το φασισμό και τον πόλεμο άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια.
Αυτό έγινε και στη Νάπολη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και το μεγαλύτερο λιμάνι της Ιταλίας. Η πόλη είχε δοκιμαστεί σκληρά από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, χιλιάδες άνθρωποι -κάποιοι υπολογισμοί μιλάνε για 22.000- είχαν χάσει τη ζωή τους από το 1940 που είχαν ξεκινήσει. Οι ελλείψεις σε βασικά αγαθά έκανε την κατάσταση χειρότερη. Και μετά ο πόλεμος ήρθε στην Νάπολη. Για την ακρίβεια στο Σαλέρνο στα νότια, μια ώρα απόσταση με το τρένο. Οι Αμερικάνοι αποβιβάστηκαν, ο γερμανικός στρατός τους απέκρουσε και η Νάπολη μετατράπηκε στα άμεσα μετόπισθεν του.
Οι πλούσιοι
Οι πλούσιοι είχαν εγκαταλείψει έγκαιρα την πόλη. Μαζί τους έφυγαν και οι «αρχές του τόπου». Οι στρατηγοί που στήριζαν την κυβέρνηση του βασιλιά ενδιαφέρονταν να σώσουν το τομάρι τους και όχι να πολεμήσουν τον γερμανικό φασισμό. Άλλωστε ήταν κομμάτι του φασιστικού καθεστώτος επί είκοσι χρόνια. Οι Σύμμαχοι τους υιοθέτησαν, γιατί δεν είχαν καμιά διάθεση να αφήσουν το κενό να καλυφθεί από την Αριστερά, τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές.
Η διοίκηση της Βέρμαχτ, του γερμανικού στρατού, ήξερε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει τη γραμμή του μετώπου έξω από τη Νάπολη για πολύ. Αποφάσισε να λεηλατήσει την πόλη, να ξηλώσει ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί από εργοστάσια και άλλες υποδομές, να καταστρέψει ό,τι απέμενε και να σύρει τον ανδρικό πληθυσμό στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία και αλλού.
Απεργίες και διαδηλώσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από τα τέλη Ιούλη και τις αρχές Αυγούστου. Πεντακόσιοι εργάτες σε μια χαλυβουργία κατέβηκαν σε απεργία και διαδήλωση. Μετά απέργησαν χίλιοι λιμενεργάτες, που τους χτύπησε με χειροβομβίδες η αστυνομία. Χιλιάδες φαντάροι που είχαν ξεφύγει τη γερμανική αιχμαλωσία μετά τις 8 Σεπτέμβρη έβρισκαν καταφύγιο στη πόλη.
Στις 20 Σεπτέμβρη η γερμανική στρατιωτική διοίκηση άρχισε να ανατινάζει εγκαταστάσεις στο λιμάνι, τις σιδηροδρομικές γραμμές, δημόσια κτίρια. Έδωσε διορία 20 ωρών στους κατοίκους να εκκενώσουν μια μεγάλη ζώνη κοντά στη θάλασσα γιατί θα ανατίναζε τα σπίτια τους. Στις 23 Σεπτέμβρη δημοσιεύτηκε το διάταγμα της πολιτικής επιστράτευσης. Μόνο 150 άνδρες παρουσιάστηκαν εθελοντικά από τους περισσότερους από 30.000 που υπολόγιζαν. Σε απάντηση, ο γερμανικός στρατός ανακοίνωσε ότι όποιος απέφευγε την επιστράτευση θα εκτελούταν επί τόπου.
Το ποτήρι ξεχείλισε στις 26 Σεπτέμβρη όταν οι Γερμανοί άρχισαν να μετακινούν ό,τι τρόφιμα είχαν απομείνει στην πόλη και να συλλαμβάνουν χιλιάδες σε ένα τεράστιο μπλόκο. Δεν γλύτωσαν ούτε οι ασθενείς στα νοσοκομεία.
Μάχες
Τότε ξεκίνησαν οι μάχες. Σε διάφορες γειτονιές ομάδες που η δύναμή τους κυμαινόταν από μερικές δεκάδες μέχρι εκατοντάδες, άρχισαν να πυροβολούν και να επιτίθονται στις γερμανικές μονάδες. Ο οπλισμός τους, για όσους ήταν τυχεροί να έχουν όπλο, ήταν τα όπλα που έπαιρναν από τους Γερμανούς, όσα είχαν καταφέρει να σώσουν Ιταλοί «λιποτάχτες» φαντάροι και αυτοσχέδιοι μηχανισμοί.
Ο δυναμίτης και οι χειροβομβίδες ήταν στη κορυφή της λίστας. Ήταν ευτύχημα που μια ομάδα αντιφασιστών κατάφερε να καταλάβει μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία σε μια από τις προσβάσεις της πόλης απωθώντας με τα πυρά της μια φάλαγγα από βαριά τανκς τύπου Τάιγκερ που κινιόνταν προς την πόλη. Το βράδυ της πρώτης μέρας, ο στρατιωτικός διοικητής συνταγματάργης Σολ ενημέρωνε το αρχηγείο ότι: «Στην πόλη έχει ξεσπάσει εξέγερση και ο διοικητής είναι περικυκλωμένος».
Οι μάχες συνεχίστηκαν για δυο μέρες, και οι Γερμανοί ανακάλυψαν ότι οι μηχανοκίνητες μονάδες τους ήταν εύκολος στόχος μέσα στα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης. Σιγά-σιγά άρχισαν να υποχωρούν, αφήνοντας πίσω τους ομάδες Ιταλών φασιστών σαν ελεύθερους σκοπευτές –οι περισσότεροι είχαν το τέλος που τους άξιζε.
Η απελευθέρωση κόστισε πολύ αίμα –σε περίπου 700 υπολογίζονται οι νεκροί της εξέγερσης. Πολλοί μαχητές ήταν παιδιά –και «αλητάκια» οι περίφημοι scugnizzi που αποθανάτισε με το φακό του ο Ρόμπερτ Κάπα. Οι ηλικίες τεσσάρων μαχητών που τους απονεμήθηκε το χρυσό μετάλλιο της Αντίστασης μετά θάνατον είναι χαρακτηριστικές: ο μικρότερος ήταν δώδεκα χρονών και ο μεγαλύτερος ήταν 19. Η κοινωνική σύνθεση των πεσόντων δείχνει επίσης ποιοι πολέμησαν τον φασισμό: το 30% ήταν εργοστασιακοί ή χειρώνακτες εργάτες, ένα άλλο 30% τεχνίτες, το 14% λιποτάχτες φαντάροι και το 19% γυναίκες.
Ο ισχυρισμός ότι οι γυναίκες «κάτσανε στο σπίτι» και δεν παίξανε ρόλο στην εξέγερση είναι ο ένας από τους μύθους για την εξέγερση. Ο άλλος είναι ο απολίτικος χαρακτήρας της.
Δεν υπήρχε ενιαίο συντονιστικό κέντρο της μάχης. Οι ομάδες των εξεγερμένων συγκροτούνταν με βάση τη γειτονιά ή το δρόμο που έμεναν. Ούτε τα αντιφασιστικά, αριστερά κόμματα έπαιξαν κάποιο καθοδηγητικό ρόλο στην εξέγερση σαν οργανωμένες δυνάμεις. Ο φιλόσοφος Μπενεντέτο Κρότσε που τότε ζούσε στο νησί Κάπρι κοντά στη Νάπολη έβγαλε το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για μια απολίτικη, πρωτόγονη εξέγερση, μια «ζακερί» (η μεγάλη εξέγερση των αγροτών της Γαλλίας τον 14ο αιώνα). Αυτός ο μύθος επικράτησε μεταπολεμικά.
Εξέγερση
Όμως, η εξέγερση καθόλου απολίτικη δεν ήταν και «καθαρό αυθόρμητο» δεν υπάρχει πουθενά. Ένας τρόπος να το διαπιστώσουμε αυτό είναι οι ονομασίες που υιοθέτησαν κάποιες από τις ομάδες των εξεγερμένων: στην Βία ντέι Τριμπουνάλι στη παλιά πόλη ήταν η «Επαναστατική Επιτροπή Παρτιζάνικης Δράσης», στο Βομέρο το «Επαναστατικό Ενιαίο Μέτωπο». Κομμουνιστές, σοσιαλιστές αγωνιστές έπαιξαν ηγετικό ρόλο σε πολλές από αυτές τις ομάδες. Ο οργανωμένος αντιφασισμός δεν ήταν άγνωστος στη Νάπολη ακόμα και πριν τον πόλεμο. Τον Μάη του 1938 όταν πέρασε από την πόλη ο Χίτλερ, οι τοίχοι πολλών εργοστασίων γέμισαν με αντιφασιστικά συνθήματα.
Στην πραγματικότητα η Νάπολη ήταν η αρχή. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αρχίσει να ανασυγκροτείται σε εθνικό επίπεδο μόλις το 1942 –το ίδιο και στη Νάπολη. Ενάμιση χρόνο μετά, η Αντίσταση θα ήταν πολύ πιο οργανωμένη και ισχυρή ώστε να μπορεί στο Βορρά να απελευθερώσει πόλεις όπως το Τορίνο, τη Γένοβα και το Μιλάνο.
Ο Απρίλης του 1945 ήταν η «μεγάλη στιγμή» της Αντίστασης, όταν οι παρτιζάνοι κατέβαιναν από το βουνό κι οι εργάτες σήκωναν κόκκινες σημαίες στα εργοστάσια ενόσω έδιωχναν τους παλιούς, μισητούς διευθυντές. Αυτός ο επαναστατικός «άνεμος του Βορρά» κόπασε γρήγορα, μέσα από την πολιτική της «εθνικής ενότητας» του ΚΚ Ιταλίας. Δεν έφτασε ποτέ στην Νάπολη: από το 1943 η πόλη είχε γίνει κέντρο της Αμερικανοβρετανικής κατοχής της Ιταλίας, με όλα τα «καλά» της: την τεράστια διαφθορά, το «ξέπλυμα» των πρώην φασιστών, τη Μαφία (Καμόρα στην περίπτωση της Νάπολης).
Όμως, οι «τέσσερις μέρες της Νάπολης» παραμένουν ένα έπος της αντιφασιστικής πάλης.

