Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η Αριστερά

Οι εφημερίδες και τα κανάλια είναι γεμάτα αναφορές στο «νέο ψυχρό πόλεμο» ανάμεσα στη Δύση και την Ρωσία. Ο όρος παραπέμπει στην περίοδο του στρατιωτικού ανταγωνισμού ανάμεσα στα δύο μεγάλα ιμπεριαλιστικά μπλοκ, το ένα με κέντρο τις ΗΠΑ και το άλλο την ΕΣΣΔ. Το 1989-91 το ανατολικό μπλοκ κατέρρευσε. Η ΕΣΣΔ έχασε σταδιακά την «σφαίρα επιρροής» της (τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού) στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη και τελικά διαλύθηκε και η ίδια.

Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν προϊόν «συνωμοσίας» πρακτόρων της δύσης. Η ανατροπή του σοσιαλισμού είχε γίνει πολύ πιο νωρίς. Το καθεστώς της ΕΣΣΔ είχε πάψει να έχει οποιαδήποτε σχέση με το σοσιαλισμό και την εργατική εξουσία από τη δεκαετία του ’30. Ούτε ένας εργάτης δεν κούνησε το μικρό του δαχτυλάκι να υπερασπίσει το «κράτος του».

Η ρώσικη άρχουσα τάξη έχασε στην αναμέτρηση γιατί οικονομικά δεν μπόρεσε να αντέξει τον στρατιωτικό ανταγωνισμό. Η Ρωσία και η ανατολική Ευρώπη δεν έκαναν ούτε «πίσω» από άποψη κοινωνικού συστήματος ούτε «μπροστά». Έκανε ένα βήμα στο «πλάι» -από τον κρατικό στον ιδιωτικό καπιταλισμό.

Το τέλος του «ιμπεριαλισμού των δυο υπερδυνάμεων», ωστόσο, δεν σήμανε το τέλος του ιμπεριαλισμού και των ανταγωνισμών που είναι στη φύση του. Οι ΗΠΑ συνέχισαν να είναι η πρώτη στρατιωτική δύναμη παγκόσμια, με δαπάνες που ξεπερνάνε κατά πολύ τις αντίστοιχες των υπόλοιπων «μεγάλων δυνάμεων».

Η Ρωσία, υπέστη μια οικονομική (και κοινωνική) καταστροφή στη δεκαετία του 1990. Όμως, συνεχίζει να είναι μια πυρηνική δύναμη. Ο ρώσικος ιμπεριαλισμός δεν έχει τη δύναμη να δίνει τις μάχες του στην κεντρική Ευρώπη για να κρατάει χώρες στη «σφαίρα επιρροής» του, όπως στην Ουγγαρία το 1956 ή στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Τώρα παλεύει για να κρατήσει την «πίσω αυλή» του –την Ουκρανία.

Από αυτή την άποψη, η κρίση στην Ουκρανία είναι ακόμα ένα επεισόδιο στην «επέκταση προς ανατολάς» του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στις δυο δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από το ’89. Μια επέκταση που συνοδεύτηκε με ανταγωνισμούς και πολέμους, όπως εκείνους που βύθισαν στο αίμα και τη φρίκη των εθνοκαθάρσεων την πρώην Γιουγκοσλαβία στη δεκαετία του ’90 και οδήγησαν στο ΝΑΤΟϊκό πόλεμο του 1999 με αφορμή το Κόσσοβο.

Ο δημοσιογράφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου έγραψε πρόσφατα (Καθημερινή, 19/3) ότι: «Ωστόσο, αν δεν εθελοτυφλεί κανείς μπροστά στην πραγματικότητα, πρέπει να αναγνωρίσει ότι στην παρούσα κρίση δεν ήταν η Ρωσία εκείνη που ήρξατο χειρών αδίκων. Το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την ιστορικών διαστάσεων και αβέβαιης έκβασης γεωπολιτική κρίση που βιώνουμε πέφτει στους ώμους της Ε.Ε.» Σε ένα προηγούμενο άρθρο στηλίτευε την «ελαφρότητα της ρωσοφοβίας» (Καθημερινή 9/3) της Δύσης.

“Ποιος πυροβόλησε πρώτος”;

Όμως για τους μαρξιστές το κριτήριο για το ποια στάση θα κρατήσουν δεν ήταν ποτέ ποια πλευρά «ήρξατο χειρών αδίκων» ή σε απλά ελληνικά «ποιος πυροβόλησε πρώτος». Ο Λένιν και οι άλλοι αντιπολεμικοί, διεθνιστές αγωνιστές συγκρούστηκαν με αυτές τις απόψεις στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός έλεγε ότι αμύνεται απέναντι στην κήρυξη πολέμου από την Ρωσία και η Βρετανία και η Γαλλία υποστήριζαν ότι αμύνονταν απέναντι στη Γερμανία που είχε παραβιάσει την ουδετερότητα του «μικρού και αδύνατου Βελγίου».

Η αφορμή για το ξέσπασμα εκείνου του «μεγάλου πολέμου» ήταν η δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου της Αυστροουγγαρίας στο Σεράγεβο της Βοσνίας από ένα Σέρβο φοιτητή. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία καταπίεζε τους Σέρβους της Βοσνίας που είχε προσαρτήσει. Κατόπιν επιτέθηκε και κατέλαβε την Σερβία. Έχει σημασία να θυμηθούμε ότι ο Λένιν έδινε τόση έμφαση στην θέση ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός από όλες τις πλευρές, ώστε υποστήριζε ότι αυτό δεν το άλλαζε το δίκαιο της σερβικής υπόθεσης.

Ο πανεπιστημιακός Δημήτρης Χριστόπουλος μας θύμισε την Σερβία, όχι του 1914 αλλά του 1999 σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στα Νέα με τίτλο «Ουκρανία, όπως Σερβία, Ούτε ρωσολαγνεία ούτε ρωσοφοβία: μια εξέγερση, ένα ‘δημοψήφισμα’ κι εμείς». Γράφει ότι:

«Εκείνο τον καιρό, λοιπόν, ζητούμενο για κάποιους από εμάς ήταν η έξοδος από τον φαύλο κύκλο της τυφλής υποστήριξης του φονικού σερβικού εθνικισμού ή της άκριτης συναίνεσης στη νέα τάξη της «ανθρωπιστικής» στρατιωτικής επέμβασης. Κάτι, δηλαδή, που στους περισσότερους έμοιαζε αδύνατο: ή με τον έναν ή με τον άλλον, έλεγαν, πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ Μιλόσεβιτς και ΝΑΤΟ».

Βέβαια, οι δυο πλευρές δεν μπορούσαν να μπουν στην ίδια ζυγαριά. Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ αντιπροσώπευαν το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο που νίκησε στον Ψυχρό Πόλεμο. Το καθεστώς του Μιλόσεβιτς ήταν πράγματι φονικό και εθνικιστικό, αλλά ήταν ένα θραύσμα από το παλιό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας με τα υπόλοιπα που είχαν την στήριξη της «ανθρωπιστικής» Δύσης να μην είναι λιγότερο φονικά και εθνικιστικά. Όμως, η αφετηρία του Δ. Χριστόπουλου είναι σωστή: Η αντίθεση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν συνεπαγόταν και κλείσιμο των ματιών στο τι ήταν ο Μιλόσεβιτς.

Ο Δ. Χριστόπουλος μας καλεί, επίσης ορθά, να υιοθετήσουμε:

«Μια θέση, δηλαδή, που διαβαίνει με προσοχή ανάμεσα στις συμπληγάδες της τόσο κοινής στην Ελλάδα ρωσολαγνείας και της εξίσου κοινής στα βερολινέζικα - και άλλα ευρωπαϊκά σαλόνια - ρωσοφοβίας. Ε, λοιπόν, ναι: μεταξύ των ουκρανών εξεγερθέντων υπάρχουν πολλοί και πολύ φασίστες - ακόμη και όταν δεν ήταν πολλοί ήταν δυναμικοί κι έτσι συχνά πήραν το πάνω χέρι. Όμως είναι άδικο και βλακώδες να χαρίσουμε όλη την εξέγερση του Μαϊντάν στα ματωμένα χέρια και μυαλά τους. Και αυτό διότι, μέσα στους εξεγερθέντες, υπάρχουν ουκρανοί εθνικιστές που δεν είναι φασίστες, «Αγανακτισμένοι» σαν και αυτούς της Πλατείας Συντάγματος του 2011, ‘απολίτικα’ μετασοβιετικά υποκείμενα που ασφυκτιούν στην οδύνη των καιρών της διάλυσης, αριστεροί, άνθρωποι που προσβλέπουν σε μια ‘παραδείσια’ - και ανύπαρκτη, βέβαια - Ευρώπη ως σωτηρία από την ανέχεια και την ανελευθερία, άσχετοι νεολαίοι, νέοι και μεγαλύτεροι που ασφυκτιούσαν στο καθεστώς Γιανουκόβιτς. Ακούω στην Ελλάδα να λέγεται κατά κόρον ότι ‘μπροστά σ' αυτούς, καλύτερα ο Πούτιν’ - και μου δημιουργεί τρόμο η ιδέα της ανάδειξης του πιο φανατικού και δολοφονικού κρατικού αυταρχισμού στην Ευρώπη σε σωτήρα των γειτόνων του το 2014.

Ταυτόχρονα, ο κάθε εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να μην εξεγείρεται με τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ και οι ΗΠΑ λειτούργησαν στην Ουκρανία. Πώς με τυχοδιωκτικό και αγοραίο τρόπο ενίσχυσαν την αντιπολίτευση, γνωρίζοντας τους πολιτικούς προσανατολισμούς μείζονος κομματιού της».

Και συμπεραίνει: «Είναι αναγκαία λοιπόν, στο μυαλό μας τουλάχιστον, μια διέξοδος στην ουκρανική διττή ύβρη των ημερών. Το ‘ουκρανικό’ είναι πολιτικό ζήτημα που δεν προσφέρεται για να διαλέξουμε στρατόπεδο αλλά για να αποφύγουμε τον πόλεμο».

Αντίθετοι σε κάθε επέμβαση

Όμως, μήπως αυτό είναι πολιτική «ίσων αποστάσεων» που οδηγεί στην παθητικότητα και στην άρνηση της διεθνιστικής θέσης «ο κύριος εχθρός βρίσκεται στη χώρα μας», στην συγκεκριμένη περίπτωση στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ; Κάθε άλλο. Σημαίνει ότι ο «Εχθρός του εχθρού μου δεν είναι φίλος μου». Τους λογαριασμούς μας με τις άρχουσες τάξεις και τον ιμπεριαλισμό της Δύσης, θα τους κανονίσουν οι εργάτες και οι εργάτριες από την Ελλάδα μέχρι τη Βρετανία και την Γερμανία.

Κομμάτι αυτής της μάχης είναι η αντίθεση σε κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση ΝΑΤΟ και ΕΕ. Αντίθετα, θέσεις που δίνουν στον ρώσικο ιμπεριαλισμό το ρόλο του «αμυνόμενου» ή ακόμα χειρότερα του «αντικειμενικά αντιφασιστικού» αδυνατίζουν αυτή την πάλη. Πρώτον, γιατί στέλνουν το μήνυμα στους εργάτες-τριες της Ουκρανίας και όλου του πρώην ανατολικού μπλοκ ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από την Αριστερά της Ευρώπης και ότι η μόνη προστασία τους είναι τα νατοϊκά αεροπλάνα και οι πύραυλοι.

Δεύτερον, γιατί το εργατικό κίνημα και η Αριστερά σε όλον τον κόσμο, ιστορικά, έχουν πληρώσει ήδη πικρά τις αυταπάτες για το «αντίπαλο δέος». Είχαν παραλυτική και καταστροφική επίδραση όταν οι πανίσχυρες στρατιές του Στάλιν έφταναν στο Βερολίνο και τα ΚΚ διακήρυσσαν ότι δεν χρειάζεται σοσιαλιστική επανάσταση για να δικαιωθεί η αντιφασιστική αντίσταση αλλά πίστη στην ΕΣΣΔ και τη διπλωματία της. Έτσι φτάσαμε σε τραγωδίες όπως η Βάρκιζα.

Τώρα, με τα τανκς του Πούτιν στην Κριμαία τέτοιες αυταπάτες είναι περισσότερο φάρσα παρά τραγωδία –παρόλο που ως γνωστόν οι φάρσες μπορεί να έχουν ιδιαίτερα δυσάρεστες συνέπειες. Η Αριστερά έχει πολύ καλύτερα πράγματα να κάνει από το να κινείται μεταξύ τραγωδίας και φάρσας.