Η Αριστερά
Ώρα για κοινή δράση της Αριστεράς

Από τη συνέντευξη τύπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Α. Δραγανίγος, Α. Βαφειάδου, Γ. Σηφακάκης

Οι πρώτες 50 μέρες της νέας χρονιάς έρχονται να επιβεβαιώσουν το πλήρες αδιέξοδο της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το 2017, σύμφωνα με τις δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού μόλις πριν από μερικούς μήνες, θα ήταν η χρονιά που «θα επιστρέψουμε στις αγορές και ίσως πολύ νωρίτερα από τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, θα έχουμε βγει οριστικά από τα μνημόνια».

Η πραγματικότητα είναι απολύτως διαφορετική. Σήμερα, το ίδιο το ΔΝΤ ομολογεί την αποτυχία των «προγραμμάτων» της τρόικας και του κουαρτέτου του οποίου αποτελεί μέρος. Εν μέσω των διαφωνιών τους για τη βιωσιμότητα του χρέους, το μόνο στο οποίο συμφωνούν οι λεγόμενοι «θεσμοί» είναι η συνέχιση της πολιτικής της άγριας λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων σε βάθος δεκαετιών.

Στην κυβέρνηση ήδη ετοιμάζονται να υπογράψουν ξανά όλα όσα τους υπαγορέψουν οι «δανειστές» ελπίζοντας σε κάποια ψίχουλα από την ποσοτική χαλάρωση της ΕΕ ή κάποιου τύπου επιμήκυνση του χρέους. Όμως η δυσαρέσκεια απέναντι στις πολιτικές της λιτότητας εξακολουθεί (παρά τα ξεπουλήματα του ΣΥΡΙΖΑ) να εκφράζεται μαχητικά και να αναζητάει απαντήσεις προς την Αριστερά. 

Πρόκειται για μια εξέλιξη που πατάει πάνω σε τέσσερις άξονες. 

Ο πρώτος είναι το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι από τα νοσοκομεία και τους δήμους μέχρι το ΔΟΛ, το Λήδρα Μάριοτ και τον Μαρινόπουλο δεν έχουν παραιτηθεί από τη μάχη της υπεράσπισης της δουλειάς, των μισθών, των δικαιωμάτων τους, της δημόσιας περιουσίας. 

Ο δεύτερος είναι ο αντιρατσιστικός αγώνας έξω από τα σχολεία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο πλάι των προσφύγων και των μεταναστών που στέκεται εμπόδιο στην εφαρμογή των ρατσιστικών πολιτικών της ΕΕ, σπάζοντας το κλίμα που επιδιώκουν να δημιουργήσουν. 

Ο τρίτος είναι η συνεχής αποκάλυψη των φασιστών στη δίκη της Χ.Α και ο αγώνας για την απομόνωσή τους στους δρόμους. 

Τέταρτος και εξίσου σημαντικός, είναι η ύπαρξη μιας μεγάλης κοινωνικής – αλλά και πολιτικά οργανωμένης σε κόμματα και οργανώσεις - Αριστεράς που βρίσκεται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Είτε αποτελείται από εκείνα τα κομμάτια που δεν πίστεψαν ποτέ την πολιτική του πρόταση, όπως το ΚΚΕ ή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είτε από εκείνα που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ διαφωνώντας στον ένα ή στον άλλο βαθμό με το «μονόδρομο» που έχει επιλέξει η ηγεσία του.

Εναλλακτική

Για όλο αυτόν τον κόσμο έχει σημασία να ανοίξει -και ήδη αυτό έχει αρχίσει να συμβαίνει σήμερα- πλατιά ο διάλογος πάνω στην εναλλακτική λύση που μπορεί να προβάλει απέναντι στους μονόδρομους των μνημονίων. Ποια είναι, τι περιλαμβάνει, πώς μπορεί να επιτευχθεί, ποιος μπορεί να την επιβάλλει. 

Γι’ αυτό έρχεται την πιο κατάλληλη στιγμή η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που την προηγούμενη Πέμπτη 9/2, παρουσιάστηκε σε συνέντευξη τύπου του μετώπου: «Η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αρθρώνεται σε τρεις πλευρές», αναφέρεται, «α) την κοινή δράση στο κίνημα για να μην περάσουν οι μνημονιακές επιθέσεις της κυβέρνησης, την αντιρατσιστική, αντιφασιστική και αντιπολεμική δράση. β) τον ευρύτερο συστηματικό και οργανωμένο διάλογο για τα μεγάλα ζητήματα στρατηγικής του κινήματος και της αριστεράς και γ) την πολιτική συνεργασία με όσες δυνάμεις υπάρχει πολιτική συμφωνία με βάση το αναγκαίο για την πολιτική συνεργασία πολιτικό πρόγραμμα, που έχει ως στόχο την ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης του αστικού, μνημονιακού μπλοκ κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου, με τη δύναμη του εργατικού λαϊκού  κινήματος και στηρίζεται στο πλαίσιο στόχων του αντικαπιταλιστικού προγράμματος».

Έχει τεράστια σημασία να σταθούμε σε αυτό το πρώτο σημείο. Αν έχουμε φτάσει σήμερα να μιλάμε για δυνατότητα ριζοσπαστικών λύσεων, είναι επειδή 8 χρόνια τώρα υπήρξαν οι μεγάλοι αγώνες: Οι γενικές απεργίες από το 2010 μέχρι σήμερα, το κίνημα των πλατειών, των συνελεύσεων και των εργατικών καταλήψεων από τα υπουργεία το 2011 μέχρι τη Χαλυβουργική το 2012 και την ΕΡΤ το 2013, οι εμπειρίες της δράσης από τα κάτω, του εργατικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης. Υπήρξαν αγώνες που νικήσαν, που πέτυχαν να ανοίξει ξανά η ΕΡΤ, αγώνες που οδήγησαν στο να παρθούν πίσω απολύσεις. Πολιτικοί αγώνες που ανάγκασαν κυβερνώντες και δικαστική εξουσία να ανοίξουν επιτέλους τον φάκελο της Χ.Α. Αγώνες που γκρέμισαν κυβερνήσεις τη μία μετά την άλλη, που άλλαξαν τον πολιτικό χάρτη δεκαετιών. 

Χωρίς τη συνέχιση και την κλιμάκωση αυτών των αγώνων ενάντια στις επιθέσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ό,τι και να λέει και να υποστηρίζει κανείς σήμερα δεν σημαίνει τίποτα. Σε αυτό το ενιαίο μέτωπο δράσης χωράνε όλοι όσοι θέλουν να συγκρουστούν με τη λιτότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τον ρατσισμό, την πολεμοκαπηλεία, τον φασισμό. 

Μέσα σε μια τέτοια διαδικασία κοινής δράσης μπορεί να αναπτυχθεί ένας γόνιμος συντροφικός διάλογος πάνω στην εναλλακτική πρόταση και εκεί, με ζωντανό τον κόσμο των αγώνων και της αριστεράς, χτίζονται πραγματικές πολιτικές συμφωνίες και συνεργασίες. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που έχει διατυπώσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια στερεή βάση σε αυτήν την κατεύθυνση.

 

Για να πάμε πέρα από τον ψεύτικο ρεαλισμό

Ήταν μόλις 2010 όταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρώτη διατύπωσε το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης που περιελάμβανε την πρόταση ανατροπής του μνημονίου, την μονομερή στάση πληρωμών και την διαγραφή του χρέους, την έξοδο από το ευρώ και τη ρήξη με την ΕΕ, την κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο.

Όταν πρωτοκατατέθηκε ήταν μια μειοψηφική άποψη. Η κυβέρνηση ΓΑΠ δεσμευόταν ότι το μνημόνιο θα είναι μια μικρή παρένθεση, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε πρόεδρός του έλεγε ότι η απάντηση στο ζήτημα του χρέους ήταν τα ευρωομόλογα. Έξοδος από το ευρώ, την ΕΕ, διαγραφή του χρέους – ακόμη περισσότερο αντικαπιταλισμός, εργατικός έλεγχος; Ακούγονταν, και από αρκετούς παρουσιάζονταν, αν όχι γραφικά, τουλάχιστον ακραία και υπερβολικά.

Τα χρόνια που πέρασαν οι θέσεις αυτές δοκιμάστηκαν μέσα στον αχό της ταξικής μάχης, άντεξαν, όπως και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έχουν μπολιάσει το εργατικό κίνημα και την Αριστερά και σήμερα κλείνοντας τον έβδομο χρόνο συνεχών μνημονίων δεν φαντάζουν, ιδιαίτερα μετά την αποτυχία της «ρεαλιστικής» λύσης του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο «ουτοπικές». 

Για παράδειγμα, ένα πρώτο συμπέρασμα, που ακόμη και ο πρώην υπουργός Οικονομικών Βαρουφάκης, έχει καταλήξει, είναι ότι χρειάζονται μονομερείς ενέργειες. Όπως υποστήριξε σε άρθρο του στην ΕφΣυν η απάντηση απέναντι στους εκβιασμούς του 2015 και τους σημερινούς είναι η «προετοιμασία για μονομερή αναδιάρθρωση των ελληνικών ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ και τα οποία πρέπει να αποπληρωθούν τον Ιούλιο (και κατόπιν)». 

Σε πρόσφατη συνέντευξη στην ΕφΣυν ο Κώστας Λαπαβίτσας μιλάει για τη μελέτη που συνέγραψε με τους Θόδωρο Μαριόλη και Κώστα Γαβριηλίδη, και αναμένεται να παρουσιάσει, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μια «πρόταση πράξης». 

Σε αυτήν σωστά αναφέρει ότι: «η έξοδος (από την ΟΝΕ) είναι πλήρως εφικτή και η αναταραχή που θα προκαλέσει είναι αντιμετωπίσιμη, αρκεί να υπάρξει ένα μίνιμουμ αποφασιστικότητας και κοινωνικής προετοιμασίας». Ότι «θα πρέπει να τεθούν οι τράπεζες υπό δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία». Ότι «αν τελικά ο ελληνικός λαός διαλέξει να φύγει και από την ΕΕ, τότε έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει».

Σε ανάλογο μήκος κύματος κινήθηκε το συνέδριο του Αριστερού Ρεύματος πριν μερικές μέρες με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη να τονίζει ότι ”σήμερα περισσότερο από ποτέ γίνεται αναγκαία η έξοδος από την Ευρωζώνη, στη βάση ενός ριζοσπαστικού προγράμματος, για να μπορέσει η χώρα να κατακτήσει την κυριαρχία της, να θεμελιώσει μια πραγματική δημοκρατία, να καταργήσει τα μνημόνια και τη λιτότητα και να εφαρμόσει ένα σχέδιο παραγωγικού μετασχηματισμού της”.

Ταξικό πρόσιμο

Το πραγματικό πρόβλημα που υπάρχει σε αυτές τις προσεγγίσεις είναι ότι δεν έχουν ταξικό πρόσημο. Ναι, η έξοδος από το ευρώ (και την ΕΕ) είναι αδιαχώριστη από την ανατροπή της πολιτικής της λιτότητας και των μνημονίων. Το ίδιο και η κρατικοποίηση των τραπεζών για να μπορέσουν να υπάρξουν τα απαραίτητα κεφάλαια που θα βοηθήσουν να αντιμετωπιστούν τα κάθε είδους αντίποινα που αναμφισβήτητα θα υπάρξουν. 

Αλλά αυτά σημαίνουν σύγκρουση και ρήξη με τους καπιταλιστές, όχι μόνο των Βρυξελλών, της Νέας Υόρκης και του Μονάχου, αλλά και τους εγχώριους και όχι αναζήτηση νέων «κοινωνικών συμβολαίων» για μια «παραγωγική ανασυγκρότηση». Σημαίνουν εργατικό έλεγχο πάνω στις τράπεζες, σημαίνουν δημόσια απαλλοτρίωση κάτω από τον έλεγχο των εργαζομένων του ΔΟΛ, του Μαρινόπουλου, του Λήδρα Μάριοτ, της κάθε επιχείρησης που σήμερα κλείνει αφήνοντας στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους. Σημαίνουν βέβαια και στάση πληρωμών και μονομερή διαγραφή όλου του χρέους.

Ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα, η μόνη δύναμη που μπορεί να το επιβάλει στην πράξη είναι η εργατική τάξη και τα κοινωνικά στρώματα των αγροτών, των νέων, των ανέργων, των χτυπημένων από την κρίση φτωχών που μπορεί να συμπαρασύρει μαζί της. Και μπορεί να τα επιβάλει, δημιουργώντας τους δικούς του δημοκρατικούς θεσμούς, χτίζοντας συμβούλια και επιτροπές από τα κάτω, προβάλλοντας την εργατική δημοκρατία. Όχι παριστάνοντας τον φύλακα-άγγελο της σάπιας αστικής νομιμότητας και δημοκρατίας που τα τελευταία χρόνια έχει εξευτελιστεί εντός του κοινοβουλίου, αλλά παλεύοντας για την ανατροπή όλων των ταξικών θεσμών του αστικού κράτους. Αυτό σημαίνει επανάσταση ενάντια στους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές και τους βιομήχανους.  

Ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να βάλει φωτιά σε ολόκληρη την Ευρώπη δίνοντας σε εκατομμύρια εργαζόμενους και νέους την εναλλακτική ότι η απλωμένη δυσαρέσκεια απέναντι στις αθλιότητες του νεοφιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας δεν θα είναι οι κάθε λογής ακροδεξιοί και φασίστες από τη Λεπέν στη Γαλλία και τον Φάρατζ στη Βρετανία μέχρι το Χόφερ στην Αυστρία και το AfD στη Γερμανία. Όπως πολλές φορές έχει ήδη συμβεί στην ιστορία ένα κύμα ανατροπής από τα κάτω μπορεί να σαρώσει τη μια χώρα μετά την άλλη, δίνοντας στήριγμα στις χώρες που ήδη προχωρούν σε μια τέτοια ρήξη. Εκεί είναι πραγματικοί σύμμαχοι της εργατικής τάξης της Ελλάδας.

Ζήτημα ρήξης

Οι Θέσεις του ΚΚΕ που έχουν κυκλοφορήσει ενόψει του 20ου Συνεδρίου θέτουν ζήτημα ρήξης: «Το βασικό περιεχόμενο του θέματος του 20ού Συνεδρίου συμπυκνώνεται (…) στο καθήκον της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και της ανάπτυξης της κοινωνικής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, στην πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, για την εργατική εξουσία». 

Όμως, παρά το γεγονός ότι σε μια σειρά από χώρους εργασίας –και πολύ σωστά- τα μέλη και οι φίλοι του ΚΚΕ δίνουν από κοινού τη μάχη μαζί με τους υπόλοιπους εργαζόμενους ενάντια στις απολύσεις, τα κλεισίματα, τις επιθέσεις της Χρυσής Αυγής στα σχολεία κλπ, από τις Θέσεις απουσιάζει εντελώς η τακτική του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης. 

Αντίθετα, όλες οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς τσουβαλιάζονται στο «ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα» όπου «Βασικό ρόλο επιδιώκει να παίξει η «Πλεύση Ελευθερίας» της Ζ. Κωνσταντοπούλου, αλλά και ο οπορτουνιστικός χώρος των ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ με κάποια μικρότερα δορυφορικά τους σχήματα. Αυτά τα κόμματα και οι ομάδες καμουφλάρουν -με διαβάθμιση μεταξύ τους- τον ευρωσκεπτικισμό τους και με κάποια αντικαπιταλιστική συνθηματολογία, συμβάλλοντας στον αποπροσανατολισμό και τον εγκλωβισμό δυνάμει ριζοσπαστικών στοιχείων σε μία εκδοχή αστικής διαχείρισης. Συνολικά, πρόκειται για δυνάμεις που επιδιώκουν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση και συμπόρευση λαϊκών δυνάμεων με το ΚΚΕ…» 

Είναι δύσκολο για την ηγεσία του ΚΚΕ να πείσει ότι οι αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση γιατί σε μια σειρά χώρους παλεύουν μέσα στο ίδιο χαράκωμα, την ίδια κλινική, την ίδια αίθουσα μαθήματος ή δικαστηρίου με όλο τον κόσμο που αντιστέκεται. Και είναι βέβαια άδικο μια δύναμη που από το 2010 διατύπωσε με σαφήνεια ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα να καταγγέλλεται για οπορτουνισμό.

Τα ζητήματα και η συζήτηση που ανοίγει το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πρόκειται να κλείσουν. Αντίθετα θα ανοίξουν όλο και περισσότερο το αμέσως επόμενο διάστημα, όσο η κρίση και οι επιθέσεις θα βαθαίνουν και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα αδυνατεί να δώσει λύσεις βρισκόμενη στη μέγγενη από τη μια της τρόικας και από την άλλη του εργατικού κινήματος. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να δώσει όλες της τις δυνάμεις.