Ιστορία
Πριν 70 χρόνια, Χριστούγεννα 1936, ξεκινούσαν οι καταλήψεις εργοστασίων αυτοκινητοβιομηχανίας στις ΗΠΑ

Εργάτες της General Motors μέσα στο καταλημένο εργοστάσιο

Ο Αρθουρ Μίλερ και οι καταλήψεις

Στις 30 Δεκέμβρη του 1936 οι εργάτες στο εργοστάσιο της Τζένεραλ Μότορς στο Φλιντ του Μίτσιγκαν, ξεκίνησαν μια κατάληψη που συγκλόνισε όλη την Αμερική. Η κατάληψη κι η απεργία, που σύντομα απλώθηκε σε όλα τα 150 εργοστάσια της εταιρείας, στέφθηκε με νίκη τον Φλεβάρη. 

Ενθαρρυμένοι από αυτή τη πρωτόγνωρη νίκη, μέσα στο 1937 εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες κάνουν απεργίες και καταλήψεις σε όλες τις ΗΠΑ. Ηταν η κορύφωση ενός κύματος ριζοσπαστικοποίησης που είχε ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30. 

Ο Αρθουρ Μίλλερ, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς του αιώνα που πέρασε. Το 1937, σα νεαρός φοιτητής, κάλυψε δημοσιογραφικά το μεγαλειώδη αγώνα των εργατών στο Φλιντ. Στην αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Στη Δίνη του Χρόνου» περιγράφει αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία.

Συχνά τα εξαθλιωμένα χρόνια της δεκαετίας του ’30 εμφανίζονται σαν το εξαίσιο εκείνο σταθερό σημείο απ’ όπου μετριούνται όσα ακολούθησαν –ακόμα κι από τους νέους, που μόνο από τους πατεράδες τους κι από ό,τι έχουν διαβάσει ξέρουν τα χρόνια εκείνα. Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι είχαν τότε περισσότερο αλτρουισμό απλώς είχαμε φτάσει σ’ ένα σημείο (ίσως γύρω στα 1936), όπου για πρώτη φορά άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ ασχοληθεί με την πολιτική άρχισαν να σκέφτονται την κοινή δράση σαν ένα μέσο για ν’ αλλάξουν τις ανυπόφορες συνθήκες της ζωής τους. 

Η έσχατη ανάγκη ήταν εκείνη που οδήγησε στις μαζικές εργατικές ενώσεις, στα πρώτα συστηματικά προγράμματα περίθαλψης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, στο ανανεωμένο αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα, σε μια σειρά δημόσια έργα που έδωσαν στον κόσμο δουλειά κι έφεραν τον ηλεκτρισμό σε απέραντες νέες εκτάσεις, επιδιόρθωσαν και κατασκεύασαν νέες γέφυρες και νέα υδραγωγεία, εκπόνησαν σχέδια τεράστιων αναδασώσεων, χρηματοδότησαν φοιτητικά δάνεια και έρευνες για την πολιτιστική ιστορία της χώρας (τα λαϊκά τραγούδια της και τα λαϊκά παραμύθια της συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν για πρώτη φορά). Ολη αυτή η έκρηξη εμπνευσμένης δραστηριότητας δημιούργησε την αίσθηση μιας κυβέρνησης που, παρ’ όλα τα κουσούρια και τις σπατάλες της, ήταν με το μέρος του λαού. Ο Χέμινγουεϊ έγραφε: «Ενας άνθρωπος μοναχός του δεν μπορεί, που να πάρει ο διάολος, να κάνει τίποτα» -εκπληκτική παραδοχή από έναν επαγγελματία της μοναξιάς ότι ένα νέο είδος ήρωα είχε εμφανιστεί, ένας άνθρωπος που ο αυτοσεβασμός του απαιτούσε την αλληλεγγύη με τους συνανθρώπους του. 

Το 1936, τριτοετής πια φοιτητής, διέθετα κιόλας κάτι περισσότερο από μια απλή γεύση της ζωής στον πάτο της κοινωνίας. Σπρώχνοντας χειράμαξες στο εμπορικό κέντρο υφασμάτων της Νέας Υόρκης –μια από τις καλοκαιρινές μου δουλειές- έπρεπε να πολεμάς να κρατήσεις τη θέση σου στη σειρά του ταχυδρομείου για να προλάβεις να ταχυδρομήσεις τα δέματα προτού κλείσει και πριν προλάβει κανείς αχρείος να σου την πάρει. Εννιά ώρες την ημέρα, όταν οδηγούσα το φορτηγό του Σάμ Σάπσι στο κέντρο της κυκλοφορίας, ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας για χώρους παρκαρίσματος και για εισόδους σε γέφυρες, γεμάτος ανησυχία μη μου καταστρέψουν το αυτοκίνητο ώσπου να παραδώσω, ή μην αρπάξουν τίποτα ανταλλακτικά. Η ελαφρότητα των λαϊκών τραγουδιών και κινηματογραφικών έργων της μόδας μού φαινόταν παράξενα παράταιρη. Μια σκηνή από τα Σταφύλια της Οργής του Στάινμπεκ, όπου ένας μαγαζάτορας αφήνει μια πεινασμένη οικογένεια να πάρει ένα καρβέλι ψωμί δίχως να πληρώσει, μπορεί να ήταν συγκινητική αλλά απείχε παρασάγγας από κάθε αλήθεια που εγώ είχα δοκιμάσει. 

Έκπληξη

Οταν την Πρωτοχρονιά του 1937 πήγα από το Αν Αρμπορ στο Φλιντ του Μίτσιγκαν με αποστολή να καλύψω για την Daily μια απεργία-κατάληψη στην Τζένεραλ Μότορς, η ταύτισή μου με τους εργάτες δεν ήταν καθόλου αφηρημένη και θεωρητική η εμπειρία μου από τη δουλειά μπορούσε ίσως να εξηγήσει την έκπληξη που δοκίμασα μπροστά στη νέου τύπου αλληλεγγύη τους. Ηταν σχεδόν απίστευτο το ότι χιλιάδες απλοί βιομηχανικοί εργάτες –πολλοί από αυτούς μάλιστα από τις νότιες πολιτείες όπου ήταν γενική η εχθρότητα για τις εργατικές ενώσεις – σταμάτησαν απλούστατα μια ημέρα τις μηχανές, κλείδωσαν τις πόρτες του εργοστασίου από μέσα και αρνήθηκαν να φύγουν ώσπου ν’ αναγνωριστεί το συνδικάτο τους ως εκπροσωπός τους στις διαπραγματεύσεις. 

Εφτασα το μεσημέρι, συνταξιδεύοντας από το Αν Αρμπορ μ’ ένα νεαρό δοκιμαστή που δούλευε στην εταιρεία Φορντ. Δουλειά του ήταν να δοκιμάζει σε μακρινές αποστάσεις ένα νέο μοντέλο κλειστού αυτοκινήτου με δυο θέσεις που θα έβγαινε στο εμπόριο σε δυο χρόνια και ν’ αναφέρει στο εργοστάσιο του Ντίρμπορν τηλεφωνικώς αν κάτι στ’ αυτοκίνητο δεν πήγαινε καλά. Η Φορντ, φυσικά, ήταν από όλες τις αυτοκινητοβιομηχανίες εκείνη που μαχόταν πιο λυσαλέα τις εργατικές ενώσεις, κι αυτό το αγόρι από το Νότι μού μιλησε για τα δακρυγόνα που όλοι ήξεραν πως ο Χένρι Φορντ είχε βάλει μέσα στο σύστημα ψεκαστήρων του εργοστασίου για την περίπτωση που οι εργάτες αποφάσιζαν να κάνουν κατάληψη. «Ξέρεις, θα κάνουν απεργία στη Φορντ, κι εγώ πρέπει να ξαναγυρίσω σπίτι γιατί κάποιον θα φάνε εκεί πέρα» είπε γελώντας. Το πνεύμα του φασισμού εξαπλωνόταν τότε με ανησυχητική δύναμη, αν και όσα συνέβαιναν στο Φλιντ φαίνονταν να έρχονται σε άμεση αντίθεση μαζί του. 

Το εργοστάσιο εκτεινόταν κατά μήκος μιας πλατιάς λεωφόρου, απέναντι στο κτήριο διοικητικών υπηρεσιών της Τζένεραλ Μότορς, όπου δούλευαν οι υπάλληλοι γραφείου και τα στελέχη. Τα δυο κτήρια συνδέονταν μεταξύ τους μ’ ένα κλειστό πέρασμα πάνω από τη λεωφόρο. Ο οδηγός της Φορντ, επειδή φοβόταν μπλεξίματα με τις εργατικές ενώσεις, απομακρύνθηκε αναπτύσσοντας ταχύτητα κι αφήνοντάς με εκεί πέρα. Στο πόδια μου σχεδόν τρεις εθνοφρουροί, οι δυο απ’ αυτούς καθισμένοι οκλαδόν κι ο ένας μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο, είχαν στήσει ένα πολυβόλο πάνω σ’ έναν τρίποδα, σημαδεύοντας προς τ’ εκεί που εξείχε ένα διώροφο κτίσμα από την πλευρά των εγκαταστάσεων. Εμαθα αργότερα πως είχαν πυροβολήσει τρεις εργάτες που βγήκαν να πάρουν αέρα στην ταράτσα, τραυματίζοντας τον έναν από αυτούς. 

Αλλοι στρατιώτες περιφερόντουσαν σιωπηλοί, με ξεκρέμαστα τουφέκια, ενώ δυο στρατιωτικά καμιόνια γεμάτα με νεαρούς αστυφύλακες μπλοκάριζαν και τις δυο άκρες του δρόμου. Δυο στρατιωτικά αυτοκίνητα είχαν αναποδογυρίσει σχηματίζοντας παράδοξες γωνίες από ένα δυνατό κύμα νερού που εξαπέλυσαν οι εργάτες με τις πυροσβεστικές μάνικες, αφού πρώτα τις ένωσαν με τις εξόδους καυτού νερού για να κρατήσουν μακριά αστυνομία και στρατιώτες. Για να εμποδίσουν την εισβολή μέσ’ από το σκεπαστό πέρασμα, το είχαν κλείσει με κάμποσες καρότσες αυτοκινήτων Σεβρολέτ στημένες κάθετα στο ένα άκρο. Ηταν η τρίτη μέρα της απεργίας. Σιγή επικρατούσε, μια σιγή που τη διέκοπτε μόνος ένας πνιχτός ήχος σαξόφωνου από το εσωτερικό των εγκαταστάσεων. Μια αυτοσχέδια ορχήστρα τζαζ έπαιζε πότε πότε μερικά τραγούδια και ξεψυχούσε. Εκείνη τη στιγμή, ο σαξοφωνίστας φαίνεται πως εκτελούσε κάποιο σόλο. Στριμωγμένα σ’ ένα παράθυρο το δεύτερου ορόφου πλήθος κεφάλια κοίταζαν προς τα κάτω. Σε λίγο έκαναν την εμφάνισή τους πλήθος γυναίκες κουβαλώντας κατσαρόλια με φαγητό, που οι εργάτες τα τραβούσαν απάνω με σκοινιά, κουβεντιάζοντας στο μεταξύ και γελώντας που και πού με κάποιο καλαμπούρι, μετά, οι γυναίκες χαιρέτισαν κουνώντας το χέρι τους και απομακρύνθηκαν. Μέσα στο εργοστάσιο, μου είπαν, οι εργάτες καθόντουσαν ή κοιμόντουσαν σε καθίσματα αυτοκινήτων, φροντίζοντας, όμως, πρώτα να τα σκεπάσουν με χαρτιά όσο παράξενο κι αν φαινόταν, τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας εξακολουθούσαν να είναι γι’ αυτούς απολύτως ιερά. 

Συνδικάτο

Βρήκα το γραφείο του συνδικάτου σ’ ένα παράπλευρο δρόμο ανέβηκα μια σκάλα κι έφτασα σ’ ένα μικροσκοπικό δωμάτιο από όπου, όπως είχα μάθει, δυο αδέλφια κινούσαν τα νήματα της απεργίας. Ενας νεαρός που φορούσε καπέλο του μπέιζμπολ κοίταζε έξω από το παράθυρο. Μου έριξε μια ματιά και μου συστήθηκε ως Ουόλτερ Ρόιτερ (ο αδελφός του, ο Βίκτορ, που είχε κάνει ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ενωση, είχε τη φήμη του σοσιαλιστή). Τον ρώτησα πως πήγαιναν τα πράγματα. Ηταν ένα χλωμό και στοχαστικό παλικάρι με κόκκινα μαλλιά, μου έδωσε αμέσως προσοχή γεμάτος σεβασμό, αν και δεν ήμουν παρά ένας ρεπόρτερ-φοιτητής από το πανεπιστήμιο – περίμενα να βρω κανένα σκληρό τύπο χωρίς κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτό που προσπαθούσα να κάνω. 

«Ας δούμε λοιπόν», μου είπε κι έγειρε πίσω στο κάθισμά του. «Νομίζω πως μέχρι αυτή την ώρα έχουν προσχωρήσει στο συνδικάτο τριακόσια μέλη...»

Τριακόσια! Εκπληκτικό νούμερο, συλλογίστηκα. Οι εφημερίδες ισχυρίζονταν ότι το όλο πράγμα ήταν ένα φιάσκο και σύντομα θα έληγε άδοξα γιατί, πρακτικά, ήταν ανήκουστο να προσπαθήσεις να οργανώσεις ανειδίκευτους εργάτες και όχι μηχανικούς, τεχνίτες και ξυλουργούς, που τα συνδικάτα τους είχαν μια ιστορία από τις αρχές του αιώνα. 

«Συνέχεια γράφουμε όλο και περισσότερους». 

«Πιστεύεις πως θα σας αναγνωρίσουν. Πόσο καιρό θ’ αντέξετε ακόμα;»

«Νομίζω πως θ’ αντέξουμε ως το τέλος». 

«Μπορώ να σε ρωτήσω γιατί;»

Αφησε ένα μορφασμό να περάσει πάνω από τα χείλη του. «Γιατί...μας αρέσει εδώ πέρα». Γελάσαμε κι οι δυο. «Μοιραστήκαμε πολλά πράγματα, ξέρεις. Νιώθουμε μια περηφάνεια τώρα γι’ αυτό που κάνουμε και υπάρχει πολλή αγάπη εδώ πέρα». 

Κουβεντιάζοντας με τον Ουόλτερ Ρόιτερ, κατάλαβα ότι δεν πίστευε πως ασκούσε κάποιον έλεγχο σ’ αυτό το απίστευτο γεγονός, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, ότι απλώς καθοδηγούσε κι έδινε σχήμα σ’ ένα συναίσθημα που ανάβραζε από κάτω. Είχε ακούσει πως μερικοί σκληροπυρηνικοί ελέγχοντας από τους κομμουνιστές, μα, καθώς φαίνεται, κανείς δεν ήξερε που μπορούσα να τους βρω και βέβαια δεν τους βρήκα. 

Επρεπε να ξαναγυρίσω στη σχολή πριν από την ημέρα της νίκης τους (11 Φλεβάρη 1937) όταν η εταιρεία λύγισε και αναγνώρισε τους Ενωμένους Εργάτες Αυτοκινήτου. Αισθάνθηκα να πατάω πιο γερά στη γη. Μου φαινόταν ότι γεννιόταν μια νέα ομορφιά.