Η Αριστερά
Δέκα χρόνια από την "Πρώτη φορά Αριστερά": Δεν υπάρχει δρόμος κοινοβουλευτικός…

15/2/15, Συλλαλητήριο στο Σύνταγμα. Φωτό: Αρχείο Εργατική Αλληλεγγύη

Το πρωτοσέλιδο της Εργατικής Αλληλεγγύης στις 28/1/15, αμέσως μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ

 

Οι εκλογές της 25 Γενάρη έφεραν την «πρώτη φορά Αριστερά» στην κυβέρνηση. Δεν ήταν μια απλή εναλλαγή. Ήταν αποτύπωση μιας βαθιάς στροφής στ’ αριστερά της εργατικής τάξης και της νεολαίας καταρχήν, που συμπαρέσυρε μαζί της τον κόσμο που είχε δει τη ζωή του να καταστρέφεται από τις μνημονιακές κυβερνήσεις. 

Η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης φάνηκε και με το γεγονός ότι πέρα από το άλμα του ΣΥΡΙΖΑ κατά περίπου οκτώ ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τις εκλογές του 2012 -τότε που είχε καταρρεύσει το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ έπεσε στο 28%- άνοδο κατέγραψαν και οι ψήφοι του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το άθροισμα των ποσοστών της Αριστεράς έφτασε το 42,6% πανελλαδικά, ενώ στις εργατογειτονιές της Β’ Αθήνας έφτασαν το 45,1%  και της Β’ Πειραιά το 51,2%. Σε αυτές τις περιοχές η ψαλίδα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ ήταν τεράστια καθώς έπεσε κάτω από το 20%, ενώ το ΚΚΕ αναδείχτηκε τρίτο κόμμα πάνω από ΧΑ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ και ΠΑΣΟΚ. 

Αν οι εργατογειτονιές πανηγύριζαν, η άρχουσα τάξη άφριζε. Είχαν κάνει τα πάντα για να κρατήσουν όρθια την συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, την κυβέρνηση των «Σαμαροβενιζέλων» και μετά τη συντριβή της στις ευρωεκλογές της άνοιξης του 2014, έστω και την τελευταία στιγμή με κάθε λογής μαγειρέματα για την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας στα τέλη της χρονιάς. 

Ο Γ. Δραγασάκης γράφει στο σχετικό αφιέρωμα της Εφημερίδας των Συντακτών (26 Γενάρη) ότι η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αποτέλεσμα της «συνάντησης κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς». Υπό μια έννοια αυτό είναι σωστό. Οι εκλογικές νίκες δεν ήρθαν σε «ομαλές» συνθήκες, ήρθαν σε συνθήκες κρίσης και εργατικών αγώνων που έφερε η εφαρμογή του πρώτου μνημονίου από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ το 2010. 

Συνήθως αυτή η πλευρά, των αγώνων και του εργατικού κινήματος, υποτιμάται στους απολογισμούς. Αυτό που μένει είναι η «ρεαλιστική πρόταση εξουσίας» που ενσάρκωσε ο Τσίπρας και έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ από το 4% το 2009 στην κυβέρνηση το 2015. Σε αυτή τη λογική, υπάρχουν οι ατομικοποιημένοι «οργισμένοι ψηφοφόροι» δεν υπάρχει η συλλογική δράση που αλλάζει τις ιδέες. 

Το 2014 ο Δένδιας, ως υπουργός Δημόσιας Τάξης τότε, έδινε το εξής στοιχείο απαντώντας σε ερώτηση στη βουλή: από την  «8/5/2010 έως και την 28/3/2014 πραγματοποιήθηκαν ανά την Επικράτεια 20.210 συγκεντρώσεις-συναθροίσεις-κινητοποιήσεις, εκ των οποίων οι 6.266 έλαβαν χώρα στην Αττική». Σε αυτές συμμετείχαν εκατομμύρια. Και κεντρικό ρόλο έπαιξαν τα συνδικάτα και οι απεργίες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ανάμεσα στο 2011 και το 2015 πραγματοποιήθηκαν 1.717 απεργίες, στάσεις εργασίας, καταλήψεις, ανάμεσά τους και 28 Γενικές Απεργίες που είχαν αναγκαστεί να κηρύξουν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ, με μέσο όρο συμμετοχής για αυτά τα χρόνια να είναι περίπου τα 2,5 εκατομμύρια μισθωτοί. 

Ηταν η γενική απεργία του Φλεβάρη 2012 με τα ογκώδη συλλαλητήρια που προσπάθησε να διαλύσει η αστυνομία που έβαλε ταφόπλακα στην «τρικομματική» κυβέρνηση (με τρίτο δεκανίκι το ακροδεξιό ΛΑΟΣ) του τραπεζίτη Παπαδήμου. Ηταν η κατάληψη του Ραδιομεγάρου της ΕΡΤ κόντρα στο «μαύρο» που είχε ρίξει η κυβέρνηση που λάβωσε θανάσιμα την επόμενη «τρικομματική» αφαιρώντας εκείνη τη φορά το κεντροαριστερό δεκανίκι της, τη ΔΗΜΑΡ. 

Μέσα από αυτούς τους αγώνες η εργατική τάξη διατύπωνε έμπρακτα το δικό της πρόγραμμα: όχι μόνο την κατάργηση των μνημονίων αλλά και να πληρώσουν οι καπιταλιστές για την κρίση. Τα αιτήματα για τη διαγραφή του χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών, αποκτούσαν στήριξη σε συνδικάτα, σε εργατικούς αγώνες μαζί με τη ρήξη με τους «θεσμούς», την περιβόητη τρόικα ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. 

Αγώνες

Η στροφή στ’ αριστερά δεν ήταν μόνο προϊόν των «οικονομικών» αγώνων. Τη γονιμοποίησαν οι αγώνες του αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος εκείνη την περίοδο. 

Οι φασίστες προσπάθησαν να ψαρέψουν από τα βάσανα του κόσμου και την πολιτική κρίση που διέλυε το μεταπολιτευτικό «κεντρικό πολιτικό σκηνικό». Τον αέρα στα πανιά τους τον έδιναν οι ρατσιστικές εκστρατείες της ίδιας της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησης που ήθελαν να στρέψουν την οργή σε αποδιοπομπαίους τράγους. Ο Σαμαράς ανακοίνωνε την «ανακατάληψη του κέντρου της πόλης» από τους «λαθρομετανάστες», ο Δένδιας αναλάμβανε να την υλοποιήσει με επιχειρήσεις-σκούπα όπως ο «Ξένιος Δίας» και οι συμμορίες των χρυσαυγιτών αναλάμβαναν δράση. Το κίνημα τους αντιπάλεψε, σε χώρους δουλειάς, σε γειτονιές, σε μεγάλες εκρήξεις όπως μετά τις δολοφονίες του Σαχζάτ Λουκμάν και του Παύλου Φύσσα. 

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι θα δικαιώσει όλους αυτούς τους αγώνες. Αλλά ο δρόμος για να έρθει αυτή η δικαίωση ήταν η νίκη στις εκλογές. Και για να έρθει αυτή η νίκη χρειαζόταν ρεαλιστικοί ελιγμοί και μετριασμός των αιτημάτων. Στην πραγματικότητα, ο δρόμος που οδήγησε στην υπογραφή ενός ακόμα μνημονίου από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχίσει να διαμορφώνεται πολύ πριν τις εκλογές του Γενάρη. Με τις δεσμεύσεις για παράδειγμα του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» ότι η «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» θα έρθει με διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» και όχι με «μονομερείς ενέργειες». 

Αυτά ήταν έκφραση της ρεφορμιστικής στρατηγικής που λέει ότι  δεν μπορούμε και δεν χρειάζεται να τραβήξουμε τη σύγκρουση μέχρι τη ρήξη και την ανατροπή, είναι εφικτό να σπάσουμε τη λιτότητα αναζητώντας συμμαχίες μέσα κι έξω από την Ελλάδα σε αυτή τη βάση- αποδοχή του κυρίαρχου πλαισίου και επιδίωξη «αμοιβαία επωφελών» συμβιβασμών. Αυτή ήταν η βάση του φαύλου κύκλου των υποχωρήσεων. 

Πριν ακόμα φτάσουμε στη δραματική στροφή το καλοκαίρι του 2015 μετά το δημοψήφισμα, οι συμβιβασμοί φάνηκαν με τον σχηματισμό της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ τον Γενάρη. Ένα κόμμα που προερχόταν από δεξιά διάσπαση της ΝΔ, παρίστανε το αντιμνημονιακό αλλά στην πραγματικότητα αυτό που το χαρακτήριζε ήταν ο αντιτουρκικός εθνικισμός, οι ρατσιστές πολιτευτάδες και οι σχέσεις με στρατό και αστυνομία. Αναπόσπαστο κομμάτι της ανάληψης της διακυβέρνησης ήταν οι υποσχέσεις περί «συνέχειας του κράτους». 

Ο Τσίπρας έλεγε ότι θα αλλάξει τα Μνημόνια, αλλά δεν θα διαταραχθεί η ομαλή εναλλαγή στα υπουργεία ούτε στο «Άμυνας», ούτε στο Εξωτερικών, ούτε στο Δικαιοσύνης, ούτε στην Αστυνομία. Έτσι υπουργός Άμυνας έγινε ο Καμμένος και αναπληρωτής υπουργός για θέματα «προστασίας πολίτη» ο Πανούσης, για τον οποίο έφτασε και η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ να ζητά την παραίτησή του. 

Ένα δεύτερο βήμα ήταν η επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τότε, αυτό προβλήθηκε ως έξυπνη κίνηση που κάνει άνοιγμα στην καραμανλική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, ενισχύει τη θέση της κυβέρνησης και αποδυναμώνει την ηγεσία Σαμαρά στο χώρο της δεξιάς. Τώρα ξέρουμε ότι ο Καραμανλής μπήκε μπροστά στο στρατόπεδο του Ναι στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015 και ότι ο «Πάκης» Παυλόπουλος αξιοποιήθηκε στο έπακρο σε αυτή την εκστρατεία. Πρακτικά, η πολιτική του κατευνασμού χάρισε στο αντίπαλο στρατόπεδο τον έλεγχο ενός ακόμη θεσμού.

Εξίσου αποτυχημένη αποδείχθηκε η τακτική του συμβιβασμού και απέναντι στους εκπρόσωπους της Τρόικας. Η συμφωνία της 20 Φλεβάρη 2015 υπογράφηκε (δια χειρός Γ. Βαρουφάκη) με μεγάλες υποχωρήσεις της κυβέρνησης, εγκαταλείποντας το αίτημα της διαγραφής του χρέους και αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις κατά των «μονομερών ενεργειών». Υποτίθεται ότι η κυβέρνηση κέρδισε με αυτόν τον τρόπο χρόνο για να διαπραγματευθεί. Αυτή τη «δημιουργική ασάφεια» (έκφραση πάλι του Γ. Βαρουφάκη) την αξιοποίησαν οι «θεσμοί» για να κλιμακώσουν τους εκβιασμούς τους, ενώ περίπου 8 δις ευρώ έφευγαν από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, ακόμα και των νοσοκομείων και της τοπικής αυτοδιοίκησης για να πληρωθούν οι δόσεις του χρέους. 

Η κυβέρνηση του Τσίπρα επέμενε να αντιτάσσει τη «σύνεση» και τις «εποικοδομητικές» προτάσεις στους εκβιασμούς. Όμως, σε δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στην Αυγή το 84% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ  ήταν αντίθετο με τις υποχωρήσεις της κυβέρνησης. Ο Τσίπρας το βράδυ της 26ης Ιούνη αναγκάζεται να προκηρύξει δημοψήφισμα για τις 5 του Ιούλη. Το ερώτημα είναι ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην πρόταση των δανειστών, ενός νέου μνημονίου σκληρής λιτότητας. Γρήγορα όμως στα μυαλά όλου του κόσμου, το ερώτημα είναι ΝΑΙ ή ΟΧΙ στα μνημόνια, στους εκβιαστές, στις Τρόικες, στους συμβιβασμούς.

Οι μέρες που ακολούθησαν αποκάλυψαν μια απίστευτη ταξική πόλωση. Η μάχη του ΟΧΙ δίνεται σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε κοινωνικό χώρο γενικότερα. Εργατικά συνδικάτα καλούν τα μέλη τους να ψηφίσουν ΟΧΙ. Τα συλλαλητήρια υπέρ του ΟΧΙ γεμίζουν ασφυκτικά το κέντρο της Αθήνας και κάθε πόλης, ακόμα και έξω από τα σύνορα της χώρας.

Χιλιάδες

Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος την Κυριακή 5/7 δείχνουν τους πραγματικούς συσχετισμούς στην κοινωνία: ΟΧΙ 61,3%. Στις εργατογειτονιές της Δυτικής Αθήνας ή του Πειραιά, το ΟΧΙ ξεπερνά το 70%. Δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές κι αγωνίστριες διαδηλώνουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες γιορτάζοντας τη νίκη και διεκδικώντας το αποτέλεσμα να σημάνει το ξήλωμα των μνημονίων.

 Όμως η απόφαση από την κυβέρνηση ήταν ήδη ειλημμένη. Στη συνεδρίαση του Eurogroup στις 13/7 κάτω από τις απειλές και τους εκβιασμούς των «εταίρων» του στην ΕΕ, ο Τσίπρας προχωράει σε συμφωνία με την τρόικα για το τρίτο Μνημόνιο. Η πορεία των συμβιβασμών κορυφώθηκε λίγα μόνο 24ωρα μετά το ΟΧΙ.

Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Η δικαιολογία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι υπέκυψε στον οικονομικό εκβιασμό μεν, αλλά θα εφαρμόσει «ταξικά μεροληπτικά» το μνημόνιο και παράλληλα θα κάνει αριστερή πολιτική στ’ άλλα ζητήματα. Κι όμως, αυτό που είδαμε ήταν η συνέχεια της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, για παράδειγμα του ΟΣΕ, τα τείχη και οι Μόριες για τους πρόσφυγες, την ίδια στιγμή που οι «γιαγιάδες της Λέσβου» τους υποδέχονταν, τα σφιχταγκαλιάσματα με τον Νετανιάχου και του Ισραήλ που έσφαζαν και τότε Παλαιστίνιους. 

Αυτά δεν είναι απολογισμός κατόπιν εορτής. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά έδωσε τη μάχη μαζί με όλον τον κόσμο αλλά έβαζε το δικό της πρόγραμμα τη δική της προοπτική. Το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω του Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 2014 διατύπωνε συνοπτικά αυτό το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα:

«Η μονομερής άρνηση πληρωμής των δαπανών εξυπηρέτησης και η διαγραφή του χρέους μπορούν να εξασφαλίσουν τεράστιους πόρους για τις ανάγκες των απλών ανθρώπων, για την αντιστροφή των περικοπών σε όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες, στην Παιδεία, στην Υγεία, στα ασφαλιστικά ταμεία.

Να το πούμε διαφορετικά: το πιο μεγάλο, άμεσο και αποτελεσματικό μέτρο ανακούφισης από την ανθρωπιστική κρίση που έσπειρε η καπιταλιστική κρίση και τα μνημόνια είναι η διαγραφή του χρέους και η απαλλαγή από τα τοκοχρεολύσια. Γι’ αυτό χρειάζεται συστηματική αντιμετώπιση όλων των ταξικών εκβιασμών που αντιστέκονται σε αυτή την κίνηση, αρχίζοντας από τα βασικά: ποιος ελέγχει το τραπεζικό σύστημα και το νόμισμα.

Η ρήξη με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την ΕΕ, η κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση για τους τραπεζίτες και η επιβολή εργατικού ελέγχου είναι στοιχειώδη μέτρα απέναντι στις απειλές...».

Το ίδιο άρθρο προειδοποιούσε: «Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν θα έπρεπε να συνδέει τις προοπτικές υλοποίησης ενός προγράμματος “ανακούφισης” της εργατικής τάξης με την ικανότητα της ΕΚΤ να παρέχει διευκολύνσεις για το ελληνικό χρέος. Γιατί, εκτός από τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του για τους συμβιβασμούς, μπορεί να βρεθεί και μπροστά σε νέους σκληρούς εκβιασμούς από τις ‘αγορές’, τους θεσμούς της ΕΕ και τους ντόπιους καπιταλιστές».

«Το 2025 χρειαζόμαστε το 2015 περισσότερο από ποτέ» είναι το συμπέρασμα του Αλ. Χαρίτση της Νέας Αριστεράς στο αφιέρωμα της Εφημερίδας των Συντακτών. Όχι, αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι να πάμε πέρα από το 2015. 

Γιατί μπορούμε. Το γιγάντια συλλαλητήρια για το έγκλημα των Τεμπών συγκρίνονται, ίσως και να είναι μεγαλύτερα, με τις μεγαλύτερες αντιμνημονιακές διαδηλώσεις. Το μίσος για την κυβέρνηση των δολοφόνων είναι έκφραση της ριζωμένης πεποίθησης ότι το κέρδος σκοτώνει, όχι μόνο στα Τέμπη αλλά παντού. Αυτή η πεποίθηση δεν έπεσε από τον ουρανό, διαμορφώθηκε μέσα στους αγώνες που δεν σταμάτησαν το 2015 και κλιμακώθηκαν στα χρόνια της ΝΔ. 

Και ανοίγει το ερώτημα, να τους γκρεμίσουμε και μετά τι; Κι από αυτή την άποψη δεν είμαστε στο 2015, πολύ περισσότερο στο 1981 όταν το ΠΑΣΟΚ σάρωνε τη ΝΔ. Πλέον έχουμε την εμπειρία ότι τα στελέχη της Αριστεράς στους υπουργικούς θώκους δεν γίνονται οι εκπρόσωποι του κινήματος στους «θεσμούς» αλλά οι «μεταγραφές» των θεσμών που ρίχνουν κουβάδες κρύου νερού στο κίνημα και την Αριστερά. Και να θέλαμε να το ξεχάσουμε, δεν μας αφήνουν οι σημερινές ηγεσίες της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης που έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι «τότε» είμασταν πολύ ριζοσπαστικοί και σήμερα πρέπει να πάμε ακόμα πιο δεξιά. 

Η διαφορά ανάμεσα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ του 2010-2015 και το μεταβατικό πρόγραμμα που έβαζε η αντικαπιταλιστική Αριστερά και το ΣΕΚ δεν ήταν ανάμεσα στους πιο ρεαλιστές που βαδίζανε αργά αλλά σίγουρα και τους πιο ρομαντικούς και ανυπόμονους. Ήταν η διαφορά ανάμεσα σε μια στρατηγική που έβλεπε το κίνημα σαν δεξαμενή ψήφων και σε μια στρατηγική που είχε εμπιστοσύνη στη δύναμη της εργατικής τάξης να επιβάλλει το δίκιο της φτάνοντας μέχρι την ανατροπή. 

Ηταν, και παραμένει, η διαφορά ανάμεσα σε μια προοπτική που λέει διαμαρτυρηθείτε αλλά όλα θα κριθούν στην κάλπη και σε μια στρατηγική που λέει οργανώνουμε τους αγώνες μας σήμερα σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε μέτωπο πάλης, για να χτίσουμε την οργανωμένη δύναμη που μπορεί να σώσει εδώ και τώρα από την καταστροφή που φέρνει το σύστημα και να δώσει σάρκα και οστά στη συνολική ανατροπή του. 

 

Το πρωτοσέλιδο της Εργατικής Αλληλεγγύης στις 11/2/15