Υποτίθεται ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού (ψηφίστηκαν το 2007 και αναθεωρήθηκαν το 2011) στόχευαν στη διευκόλυνση χρεωμένων επιχειρήσεων προκειμένου αυτές να μην κλείσουν και χάσουν τις δουλειές τους οι εργαζόμενοι. Με την αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99, ο εργοδότης επιχειρεί μια «συνδιαλλαγή» με τους πιστωτές του και σε αντάλλαγμα λαμβάνει ένα κούρεμα του χρέους του και μια νομική θωράκιση που του προσφέρουν τα Δικαστήρια για όσο διάστημα η συνδιαλλαγή είναι σε ισχύ.
Από την αρχή το πράγμα βρωμούσε: οι εργαζόμενοι δεν αναφέρονταν χωριστά στις διατάξεις του άρθρου 99 και θεωρούνταν απλώς «πιστωτές». Βέβαια, η εξίσωση των απαιτήσεων των τραπεζών με τις απαιτήσεις των εργατών είναι σκάνδαλο: όταν οι τράπεζες ανοίγουν business με μια εταιρεία, το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να «προσημειώνουν» (να βάζουν δηλαδή υποθήκη) τα ακίνητά της. Όταν κάποιος εργάτης πάει να δουλέψει σε μια επιχείρηση, το μόνο που υπογράφει είναι μια σύμβαση εργασίας (και ακόμα κι αυτό, έχει αρχίσει να σπανίζει). Η προστασία του εργαζόμενου είναι μηδαμινή μπροστά στην προστασία της τράπεζας. Και βέβαια, σε καμία σύμβαση εργασίας δεν είναι γραμμένο ότι ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να «δανείζει» τον εργοδότη του στις «δύσκολες στιγμές» (αφού αυτή είναι η έννοια του «πιστωτή»).
Κι όμως, η πραγματικότητα της εφαρμογής του άρθρου 99 ξεπέρασε και τις χειρότερες προβλέψεις. Σε πάνω από το 90% των περιπτώσεων, οι εργοδότες χρησιμοποίησαν την προσφυγή στο άρθρο 99 για να κερδίσουν χρόνο απέναντι στους πιστωτές τους και βέβαια απέναντι στους εργαζόμενους (να μην πληρώσουν δεδουλευμένα, επιδόματα, δώρα, κλπ). Στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την έκδοση της απόφασης, οι εργοδότες ξεφορτώνονται περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, συχνά μάλιστα ιδρύουν «καινούργια» εταιρεία στην οποία μεταφέρουν το πελατολόγιο και τις εργασίες της παλιάς, η οποία καταλήγει στο τέλος ένα κουφάρι.
Παιχνίδια
Όταν οι εργαζόμενοι (που στο μεταξύ έχουν προσφύγει στα δικαστήρια) αποκτούν στα χέρια τους δικαστικές αποφάσεις, έχουν πλέον μεγάλες δυσκολίες να τις αξιοποιήσουν (να τις «εκτελέσουν» όπως είναι ο νομικός όρος): αν η εταιρεία μπήκε στο άρθρο 99, τότε θα πρέπει να περιμένουν για πολλά χρόνια. Αν όχι, θα έχουν να αντιμετωπίσουν τα βρώμικα παιχνίδια που στο ενδιάμεσο διάστημα έπαιξε ο επιχειρηματίας και μαζί την απληστία των τραπεζών, που κάνουν τα πάντα για να πληρωθούν μέχρι τελευταίας δεκάρας σε βάρος οποιουδήποτε άλλου.
Οι αλλαγές στο άρθρο 99 (τόσο αυτή που έγινε το 2011 όσο και αυτή που ετοιμάζεται) δεν αλλάζουν στην ουσία τον αντεργατικό χαρακτήρα των διατάξεών του. Η «αδυναμία» των εργοδοτών να κρατήσουν ανοιχτές τις επιχειρήσεις έχει να κάνει με την κρίση κερδοφορίας του συστήματός τους και με το σκάσιμο της φούσκας των τραπεζών. Η παραγωγική αυτή καταστροφή δεν λύνεται με δωράκια στους εργοδότες, όπως το κάνει το άρθρο 99. Γι’ αυτό και οι διατάξεις του πρέπει να καταργηθούν. Οι μεγαλοεργοδότες που κλείνουν τις επιχειρήσεις τους στη σημερινή περίοδο κρίσης πρέπει να χάνουν το δικαίωμα στην ιδιοκτησία τους: αφενός η ίδια η επιχείρηση σαν παραγωγική μονάδα πρέπει να κρατικοποιείται με εργατικό έλεγχο. Και αφετέρου η ιδιοκτησία του εργοδότη (όχι η ιδιοκτησία της εταιρείας, αλλά η προσωπική του ιδιοκτησία, μαζί και της γυναίκας του και των παιδιών του) πρέπει να δημεύεται. Με αυτό τον τρόπο, θα ξαναγυρίσουν στην παραγωγή τα κεφάλαια των δεκαετιών της κερδοφορίας που έχουν γίνει βίλες και πολυτελή ακίνητα για τα αφεντικά και τις οικογένειές τους.
Οι εργάτες των εργοστασίων που παλεύουν αυτή την περίοδο ενάντια στα κλεισίματα και τις απολύσεις πρέπει να συντονιστούν πάνω σε αυτά τα αιτήματα και να μην χαθούν στο νομικό δαίδαλο που έχουν στήσει τα πολιτικά κόμματα των αφεντικών όλα αυτά τα χρόνια. Απέναντι στην καταστροφή της οικονομίας και την κοινωνική κατάρρευση που αυτή συνεπάγεται, το εργατικό κίνημα – αν θέλει να νικήσει – πρέπει να διεκδικήσει το σπάσιμο του διευθυντικού δικαιώματος, πρώτα στα εργοστάσια που κλείνουν και στη συνέχεια σε ολόκληρη την κοινωνία.