Καμιά πολιτική δύναμη δεν μιλούσε για ταξικό πόλεμο. Υποτίθεται ότι όλο το έθνος ήταν ενωμένο ενάντια στους κατακτητές και όλοι είχαν μερίδιο στη χαρά της απελευθέρωσης. Και το Κολωνάκι και η Καισαριανή που τα χώριζε ένα μεγάλο ρέμα (ο Ιλισσός). Κι όποιος ήθελε απόδειξη για αυτή την ενότητα αρκούσε να κοιτάξει στην κυβέρνηση που θα ερχόταν σε δυο μέρες από την Ιταλία στην Αθήνα. Ήταν μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην οποία συμμετείχαν έξι υπουργοί και υφυπουργοί από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Όμως ο ταξικός πόλεμος δεν ήταν απλά μια «ατμόσφαιρα», ήταν πραγματικότητα. Επίσης δεν είχε εμφανιστεί εκείνες τις μέρες της απελευθέρωσης. Η Ελλάδα ήταν μια καπιταλιστική κοινωνία και το ταξικό χάσμα ήταν έκδηλο σε κάθε έκφραση της κοινωνικής ζωής πολύ πριν τον πόλεμο. Όχι μόνο το χάσμα αλλά και η ταξική πάλη. Ούτε τα βάσανα του πολέμου και της κατοχής μοιράστηκαν σε όλο το έθνος. Οι καπιταλιστές πλούτιζαν και οι εργάτες πεινούσαν. Η αστική τάξη έλπιζε στη νίκη της Βρετανίας και έπαιρνε όπλα από τους Γερμανούς για να εξοπλίσει τους μισθοφόρους της ενάντια στην απειλή των από κάτω. Είχε κάθε λόγο να φοβάται. Ένα εργατικό κίνημα που με μια γενική απεργία το Μάρτη του 1943 είχε αναγκάσει τις γερμανικές αρχές κατοχής να ανακαλέσουν το διάταγμα της πολιτικής επιστράτευσης, δεν θα καθόταν ήσυχο μετά την Απελευθέρωση.
Αυτό το στρατόπεδο, των «από κάτω» είχε επίσης κάθε λόγο να νιώθει πανίσχυρο. Τι μπορούσε να αντιπαρατεθεί στις εκατοντάδες χιλιάδες των οργανωμένων αγωνιστών, στις εκατό χιλιάδες αντάρτες του ΕΛΑΣ;
Η ηγεσία του ΚΚΕ έλεγε σε όλο αυτό τον κόσμο να «αυτοσυγκρατηθεί». Ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, οι «μεγάλοι μας Σύμμαχοι» θα εξασφαλίσουν ένα δημοκρατικό πλαίσιο για τις μεταπολεμικές εξελίξεις. Κι η συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβέρνηση θα εξασφάλιζε ότι θα γίνονταν τίμιες εκλογές και το ΕΑΜ θα μπορούσε να υλοποιήσει το πρόγραμμά του.
Ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός ήθελε να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα παρέμενε στη σφαίρα επιρροής του –ήταν δεν ήταν η αριστερά στην κυβέρνηση. Η άρχουσα τάξη ήθελε να ανασυγκροτήσει το κράτος της, τις ένοπλες δυνάμεις της χωρίς να περιμένει εκλογές και λοιπές πολυτέλειες. Κι από την άλλη, οι εργάτες που είχαν κατέβει σε απεργίες κάτω από τις κάνες των γερμανικών πολυβόλων ήθελαν να ανοίξουν τα κλειστά εργοστάσια, να τιμωρηθούν όσοι πλούτισαν από την συνεργασία με τους ναζί αλλά κι όλες οι συμμορίες των παρακρατικών, των ταγμάτων ασφαλείας που είχαν βάψει στο αίμα τις εργατικές και προσφυγικές συνοικίες.
Καμίνι
Η Αθήνα ήταν ένα καμίνι. Η ηγεσία της Αριστεράς προσπάθησε να ελέγξει την ταχύτητα των εξελίξεων διεκδικώντας μια αναλογική εκπροσώπηση στα στρατιωτικά τμήματα που θα συγκροτούσε η κυβέρνηση. Η άλλη πλευρά δεν ήθελε να δώσει ούτε καν αυτό. Στις 2 Δεκέμβρη οι ΕΑΜικοί υπουργοί παραιτήθηκαν και το ΕΑΜ κάλεσε συλλαλητήριο για την επόμενη μέρα.
Όταν οι φάλαγγες των διαδηλωτών από τις συνοικίες μπήκαν στο Σύνταγμα, ο διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων, Άγγελος Έβερτ έδωσε το σύνθημα και οι αστυνομικοί από τα γύρω κτίρια άνοιξαν πυρ. Δεκάδες ήταν οι νεκροί κι οι τραυματίες.
Την επόμενη μέρα η Γενική Απεργία παρέλυσε την πόλη. Ακόμα και το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια, έδρα όλων των συμμαχικών στρατιωτικών αποστολών και της ίδιας της κυβέρνησης, άδειασε από προσωπικό. Τα ξενοδοχεία ήταν οργανωμένα στο Εργατικό ΕΑΜ από τον καιρό της κατοχής κι όπως παρατήρησε ένας Εγγλέζος αξιωματικός η πίστη των εργαζομένων στο ΕΑΜ ήταν δυνατότερη από τα φιλοσυμμαχικά τους αισθήματα. Η παροχή γκαζιού, ηλεκτρικού, νερού διακόπηκε επίσης. Το Κολωνάκι πάγωσε και πείνασε – για πρώτη φορά.
O ΕΛΑΣ της Αθήνας άρχισε να χτυπά το ένα μετά το άλλο τα αστυνομικά τμήματα και να τα κυριεύει. Η φασιστοφωλιά της οργάνωσης Χ του Γρίβα στο Θησείο συντρίφτηκε από την επίθεση των ΕΛΑΣιτών από τα Πετράλωνα και τα Σφαγεία (τον Ταύρο). Ο ίδιος ο Γρίβας σώθηκε την τελευταία στιγμή από τα αγγλικά τανκ.
Υπάρχουν πολλές καταγραφές από εγγλέζους στρατιωτικούς για τη δράση των ελεύθερων σκοπευτών του ΕΛΑΣ στις περιοχές του κέντρου της Αθήνας. Ξανά και ξανά επαναλαμβάνεται η παρατήρηση ότι την πρόσβασή τους σε κτίρια την εξασφάλιζαν υπηρέτριες των «καλών οικογενειών» που ήταν οργανωμένες ή είχαν συγγενείς στις γραμμές των μαχητών. Σε μια άλλη περίπτωση, μια κυρία του Κολωνακίου περιγράφει το σοκ που υπέστη όταν οι Αγγλοι αξιωματικοί καλεσμένοι της δέχτηκαν πυροβολισμούς από την απέναντι ταράτσα όταν βγήκαν από το σπίτι της. Ο ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο μάγειράς της.
Τις πρώτες μέρες των μαχών ο ΕΛΑΣ έθεσε υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο τμήμα της Αθήνας. Μόνο μια μικρή περιοχή γύρω από το Σύνταγμα και την Ομόνοια παρέμεναν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Το στρατόπεδο της Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη ήταν ένα στρατηγικό σημείο που ο ΕΛΑΣ δεν κατάφερε να κυριεύσει. Ένα άλλο ήταν το στρατόπεδο της Ορεινής Ταξιαρχίας στο Γουδί. Η κυβέρνηση έντυσε εθνοφύλακες και έδωσε όπλα σε χιλιάδες ταγματασφαλήτες που ήταν έγκλειστοι σε διάφορα στρατόπεδα. Η άρχουσα τάξη διεξήγαγε τον πόλεμό της χωρίς να νοιάζεται για «λεπτομέρειες» όπως η συνεργασία με τους ναζί.
Η ηγεσία του κινήματος όμως διεξήγαγε τις μάχες με σκοπό τον συμβιβασμό. Ο Ρίτσαρντ Κάπελ ο ανταποκριτής της δεξιάς αγγλικής εφημερίδας Daily Telegraph, δήλωνε δυο χρόνια αργότερα ότι: «αν υπήρχε έστω και μια σπίθα στρατηγικής ικανότητας στον ΕΛΑΣ η Αθήνα θα είχε βρεθεί στα χέρια των επαναστατών πριν προλάβουμε να συνέλθουμε».
Η αλήθεια είναι ότι ο ΕΛΑΣ διέθετε πολύ ικανούς αξιωματικούς. Αυτό που τον παρέλυσε ήταν οι πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ. Δυο ήταν οι βασικές παραδοχές της: ότι ο πόλεμος δεν ήταν ταξικός αλλά «εθνικός» και ότι οι Αγγλοι και Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές ήταν πραγματικοί Σύμμαχοι μιας κι η Ρωσία του Στάλιν ήταν σύμμαχός τους. Στις φωτογραφίες της Απελευθέρωσης βλέπουμε παντού πανό με το σύνθημα «Καλωσορίσατε Αγγλοι σύμμαχοί μας» και την υπογραφή ΕΑΜ.
Ισοπέδωση
Όταν στις 11 Δεκέμβρη ήρθαν στην Αθήνα ο στρατάρχης Αλεξάντερ και ο διπλωμάτης Μακμίλαν για να εκτιμήσουν την κατάσταση, ο πρώτος ομολόγησε ότι: «υποτιμήσαμε την στρατιωτική επιδεξιότητα, την αποφασιστικότητα και την ισχύ των επαναστατών». Ο Αλεξάντερ απάντησε στον Τσόρτσιλ που γκρίνιαζε για την αργή πρόοδο των επιχειρήσεων, ότι θα μπορούσε βέβαια να διατάξει την «ροτερνταμοποίηση» της πόλης (την ισοπέδωσή της, όπως είχε κάνει το 1940 η γερμανική αεροπορία στο Ρότερνταμ) αλλά κάτι τέτοιο θα καταρράκωνε το ηθικό των στρατιωτών του. Ένας άλλος Βρετανός αξιωματικός που βρέθηκε στις μάχες γύρω από την Ομόνοια στις 12 Δεκέμβρη, την περιέγραψε ως «μια γωνιά του Στάλινγκραντ».
Όμως, η πλάστιγγα έγειρε προς τη μεριά των Βρετανών και των Ελλήνων προστατευομένων τους. Ενώ ο ΕΛΑΣ του βουνού με τον Άρη και τον Σαράφη στάλθηκε στην Ήπειρο να κυνηγήσει τον Ζέρβα, οι Βρετανοί έφεραν χιλιάδες ενισχύσεις στην Αθήνα. Οι μολότοφ, τα λάστιχα παραγεμισμένα με εκρηκτικά, τα λίγα αντιαρματικά, όλμοι και πολυβόλα του ΕΛΑΣ ήταν ανεπαρκή απέναντι σε τανκ και αεροπλάνα. Στις 5 Γενάρη ο ΕΛΑΣ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα. Η συνέχεια ήταν η Συμφωνία της Βάρκιζας, που μέχρι σήμερα έχει μείνει στη συλλογική συνείδηση των αριστερών ως συνώνυμο του συμβιβασμού και του ξεπουλήματος. Γιατί η αλήθεια είναι ότι τη ναζιστική κατοχή την τερμάτησε μια εργατική επανάσταση που συγκρούστηκε και με τους Αγγλους το Δεκέμβρη, αλλά εγκαταλείφθηκε από την ηγεσία της.