Την Παρασκευή 24 Γενάρη, σε ένα μικρό υπόγειο τζαμί στο Περιστέρι, η αφγανική κοινότητα οργάνωσε τελετή στη μνήμη των νεκρών, στην οποία συμμετείχαν τρεις από τους ναυαγούς. Η Εργατική Αλληλεγγύη βρέθηκε εκεί και μίλησε με δύο από τους διασωθέντες, τον Εσανόλα Σάφι (μέχρι το 2012 πρόσφυγας στη Νορβηγία, από την οποία αναγκάστηκε να φύγει γιατί το Αφγανιστάν έπαψε να θεωρείται εμπόλεμη ζώνη) που έχασε τη γυναίκα του και τέσσερα παιδιά, και τον Αμπντούλ Σαμπούρ, που έχασε τη γυναίκα του και ένα παιδί.
Αμπντούλ Σαμπούρ: “Είχαμε ξεκινήσει από την Τουρκία προς τα νησιά στην Ελλάδα. Εμεναν περίπου εκατό μέτρα για να φτάσουμε στο νησί και χάλασε η μηχανή της βάρκας. Ηρθαν τότε οι αστυνομικοί και πήραν την βάρκα και ξεκινήσαμε πάλι πίσω προς την Τουρκία.
Το σκάφος που τράβαγε την βάρκα είχε μεγάλη ταχύτητα, πολύ γρήγορα για την δεύτερη βάρκα που έσερνε από πίσω, πήγαινε σαν ζικ ζακ. Είχαν πιάσει την βάρκα με ένα γάντζο και την έσερναν με συρματόσχοινο και τότε αυτό έσπασε. Το λιμενικό ξανάρθε μας έδεσε με το σκοινί και συνέχισε πάλι με πολύ ταχύτητα προς την Τουρκία. Η βάρκα είχε αρχίσει να βάζει νερά και τότε ήρθαν δίπλα και χτυπήσανε με το σκάφος. Φωνάζαμε όλοι ότι μπαίνουν νερά. Μας έλεγαν ας πεθάνετε, μας έβριζαν και γέλαγαν.
Εριχναν μπουνιές και κλωτσιές σε όσους προσπαθούσαν να ανέβουν πάνω στο λιμενικό σκάφος που έβγαλε καπνούς γιατί είχε κάποια βλάβη. Ενας άλλος πρόσφυγας, από τη Συρία έπιασε ένα ξύλο να το απλώσει σε ένα παιδί που ήταν στο νερό και του είπαν να μην βοηθάει, άστο να πεθάνει. Τους ζητήσαμε να μας δώσουν σωσίβιο να βουτήξουμε εμείς στο νερό να βγάλουμε τα παιδιά, αλλά δεν μας έδωσαν. Κάποιοι κατάφεραν να ανέβουν πάνω στο καράβι, οι γυναίκες και τα παιδιά όχι.
Ελληνικά χωρικά ύδατα
Αν δεν είχε έρθει η αστυνομία και μια βδομάδα να μέναμε μέσα στην βάρκα κανείς δεν θα είχε πνιγεί, δεν θα είχαμε πάθει τίποτα. Από την Τουρκία, όπως μάθαμε αργότερα, είπαν ότι βλέπανε, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γιατί είμασταν μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα, υπήρχαν δύο τουρκικά σκάφη που παρακολουθούσαν τι γίνεται.
Πνίγηκαν η γυναίκα μου 27 χρονών και το παιδί δέκα χρονών. Είμαι από την πόλη Ερατ και με λένε Αμπντούλ Σαμπούρ. Ερχόμασταν προς στην Ευρώπη γιατί κινδυνεύαμε. Θέλω να βρουν τη γυναίκα μου και το παιδί μου, να μάθουμε γιατί έκαναν αυτά τα πράγματα. Και να μην τα κάνουν ξανά σε άλλους ανθρώπους”.
Ο Εσανόλα Σάφι: “Εμείς ζήσαμε το συμβάν. Αν αυτοί (το λιμενικό) λένε πως μας έφερναν προς την Ελλάδα, ποιος απ’ όλους ξέρει τι συνέβη, τα 28 άτομα που ήταν στην βάρκα ή κάποιος που ήταν στο νησί ή σε ένα γραφείο;
Φτάναμε κοντά στο νησί, γύρω στις 12.30 το βράδυ, όταν χάλασε η μηχανή. Μετά ήρθε η αστυνομία και μας βρήκε, και μας ρυμούλκησαν με την δική τους βάρκα. Στην προσπάθειά τους να μας τραβήξουν προς την Τουρκία, ανέπτυξαν μεγάλη ταχύτητα. Στη διάρκεια της διαδρομής, βγήκε το σίδερο που κρατούσε το σχοινί και ξεκόλλησε κομμάτι από τη βάρκα.
Υπήρχαν και δύο αστυνομικοί μέσα στην δική μας βάρκα, τότε ήρθε το σκάφος, τους είπαν ανεβείτε, εμάς δεν μας άφησαν, μόνο αυτούς. Μας πέταξαν ένα σκοινί και κάποιος το ξανάδεσε στην βάρκα. Ξεκίνησαν ξανά ακόμα πιο γρήγορα και τότε μπαίνανε νερά από δύο πλευρές, φώναζαν όλοι, γυναίκες, άντρες, παιδιά βοήθεια, βοήθεια.
Δεν ήρθαν να μας βγάλουν, αλλά χτύπησαν την δική μας βάρκα για να ανατραπεί και δεν μας βοήθησαν καθόλου, η βάρκα βυθιζόταν. Τότε όσοι μπορούσαμε, προσπαθούσαμε να ανεβούμε στο σκάφος του λιμενικού. Εκείνη τη στιγμή δεν άφηναν κανένα, κλωτσούσαν για να μην ανέβουμε. Τότε εγώ προσωπικά τους είπα η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, πνίγηκαν, πέθαναν, εγώ δεν θέλω τη ζωή μου, πυροβολείστε με για να τελειώνω κι εγώ.
Προφανώς ήθελαν να πνιγούμε όλοι. Τους δείχναμε τα παιδιά, φωνάζαν ‘fuck you'. Εχασα τέσσερα παιδιά και τη γυναίκα μου, ήταν μέσα στην βάρκα. Το μόνο που ζητάμε είναι να βρούνε τις σωρούς των νεκρών. Αυτό, όπου αλλού συνέβαινε ένα τέτοιο περιστατικό, θα το κάνανε.
Εδώ...”