Ο Τρότσκι και οι “Εκδικητές”

Για την ακρίβεια ήταν η δεύτερη άνθιση αυτού του φαινόμενου. Στη δεκαετία του 1870-1880 οι επαναστάτες της Ναρότναγια Βόλια (Λαϊκή Θέληση) είχαν βάλει στο στόχαστρο των περιστρόφων τους υπουργούς, κυβερνήτες, στρατηγούς της Χωροφυλακής και τον ίδιο τον Τσάρο. Η εκστρατεία των «ναρόντνικων» απέτυχε. Ούτε το καθεστώς αποσταθεροποίησε ούτε ξεσήκωσε τις μάζες. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι κληρονόμοι των «ναρόντνικων» ήταν το κόμμα των Σοσιαλιστών Επαναστατών, οι «εσέροι». Υποστήριζαν ότι συνδυάζουν τον μαζικό με τον ένοπλο αγώνα, με τον δεύτερο να εξυπηρετεί τον πρώτο.

Η «μαχητική οργάνωση» του κόμματος είχε εκτελέσει το 1904 τον Πλέβε, υπουργό Εσωτερικών του Τσάρου. Την επόμενη χρονιά εκτέλεσε τον Αρχιδούκα Σεργκέι, πρώτο θείο του Τσάρου Νικόλαου Β’. Επικεφαλής της οργάνωσης ήταν ο Γέβνο ‘Αζεφ.

Τέσσερα χρόνια μετά αποκαλύφθηκε ότι ο Άζεφ ήταν πράκτορας της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος, της περιβόητης Οχράνα, από το 1896. Με άλλα λόγια, είχε οργανώσει τη δολοφονία του αρμόδιου υπουργού για την Οχράνα. Αυτό το «σκάνδαλο» ήταν η αφορμή για το πρώτο άρθρο του Τρότσκι, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Πολωνίας, που καθοδηγούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Ο Τρότσκι δεν ασχολείται με την «πρακτορολογία». Αναλύει γιατί η «ατομική τρομοκρατία» είναι τόσο θελκτική στη διανόηση της Ρωσίας. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου είναι η αντιπαράθεση με την ίδια τη λογική της. Η βασική θέση του είναι ότι η επανάσταση, η ανατροπή του τσαρισμού και του ίδιου του καπιταλισμού είναι υπόθεση της συλλογικής δράσης των εργατών.

Ο Τρότσκι καταρρίπτει τους ισχυρισμούς ότι η τρομοκρατική δράση συνδυάζεται με τη μαζική πάλη:

«Από την ίδια της την ουσία η τρομοκρατία απαιτεί μια τέτοια συμπυκνωμένη ενέργεια για τη ‘μεγάλη στιγμή’, μια τέτοια υπερεκτίμηση του προσωπικού ηρωισμού και, τελικά, μια τέτοια ‘ερμητική’ συνωμοτικότητα, ώστε - αν όχι λογικά, τότε ψυχολογικά - να αποκλείει ολοκληρωτικά τη ζύμωση και την οργανωτική δουλειά μέσα στις μάζες».

Απουσία εμπιστοσύνης

Όχι μόνο δεν συνδυάζεται, αλλά είναι αντίθετη στη συνειδητή δράση των εκμεταλλευόμενων: «Έχοντας γεννηθεί από την έλλειψη μιας επαναστατικής τάξης και αναγεννημένη από την απουσία εμπιστοσύνης στις επαναστατικές μάζες, η τρομοκρατία μπορεί να διατηρηθεί μόνο με την εκμετάλλευση της αδυναμίας και της αποδιοργάνωσης των μαζών, υποτιμώντας τις κατακτήσεις τους και υπερτονίζοντας τις αποτυχίες τους».

Τα ίδια επιχειρήματα χρησιμοποίησε ο Τρότσκι το 1911, σε ένα άρθρο που έγραψε στο περιοδικό της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας.

«Μια απεργία, ακόμη και στην πιο ασήμαντη εκδοχή της, έχει κοινωνικές επιπτώσεις: το δυνάμωμα της εργατικής αυτοπεποίθησης, την ανάπτυξη του συνδικαλισμού και όχι σπάνια και μια βελτίωση στις συνθήκες δουλειάς. Η δολοφονία ενός ιδιοκτήτη εργοστασίου παράγει αποτελέσματα αποκλειστικά αστυνομικού ενδιαφέροντος ή και μια αλλαγή κληρονομική στην ιδιοκτησία χωρίς καμιά κοινωνική σημασία.

To εάν μια τρομοκρατική ενέργεια, ακόμη και μια ‘επιτυχημένη’, θα ρίξει την άρχουσα τάξη σε σύγχυση εξαρτάται από τις συγκεκριμένες πολιτικές συγκυρίες. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση η σύγχυση έχει μικρή διάρκεια. Το καπιταλιστικό κράτος δεν βασίζεται στους κυβερνητικούς αξιωματούχους και δεν μπορεί να εκλείψει μαζί τους. Η τάξη που το κυβερνάει μπορεί πάντα να βρει νέους ανθρώπους, ο μηχανισμός παραμένει αλώβητος και συνεχίζει να λειτουργεί.

Αν αρκεί απλώς να εξοπλίσεις έναν άνθρωπο με ένα πιστόλι με σκοπό να πετύχεις τον όποιο στόχο σου, τότε γιατί να κάνεις προσπάθειες ταξικού αγώνα; Αν μια δαχτυλήθρα μπαρούτης και ένας μικρός πυροσωλήνας αρκεί για να σκοτώσεις τον εχθρό σου, ποιος ο λόγος της ταξικής οργάνωσης; Αν αρκεί απλώς να τρομοκρατήσεις ένα υψηλά ιστάμενο αξιωματούχο με τον κρότο των εκρήξεων, ποιος ο λόγος να φτιάξεις κόμμα;».

Πάλι, ο πρωταγωνιστής, το συνειδητό υποκείμενο είναι η εργατική τάξη που παλεύει, όχι οι σωτήρες και οι εκδικητές για λογαριασμό της: «Στην δική μας λογική, η ατομική τρομοκρατία είναι απορριπτέα επειδή ακριβώς εκμηδενίζει το ρόλο των μαζών στην ίδια τους την αυτοσυνείδηση, την συμφιλιώνει με την ίδια της την αδυναμία και στρέφει τα μάτια και τις ελπίδες της σ’ έναν πιθανό μεγάλο μαχητή και απελευθερωτή που κάποια μέρα θα έρθει για να εκπληρώσει την αποστολή του».

Βέβαια, ο Τρότσκι στο παραμικρό δεν ταυτίζεται με όσους τότε και σήμερα μας καλούν να «καταδικάσουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Γράφει:

Δακρύβρεχτες διακηρύξεις

«Δεν χρειάζεται να σημειώσουμε το ότι η Σοσιαλ-δημοκρατία δεν έχει τίποτα το κοινό με την αγοραία αντίληψη των ηθικολόγων, που σχολιάζουν μια τρομοκρατική ενέργεια, με δακρύβρεχτες διακηρύξεις για την "απόλυτη αξία" της ανθρώπινης ζωής. Αυτοί είναι οι ίδιοι άνθρωποι που σε άλλες περιπτώσεις και στο όνομα άλλων - "απόλυτων αξιών" - όπως για παράδειγμα την τιμή του έθνους ή το γόητρο της μοναρχίας - είναι έτοιμοι να σπρώξουν εκατομμύρια ανθρώπους στην κόλαση του πολέμου.

Σήμερα ο εθνικός τους ήρωας είναι ο υπουργός που δίνει διαταγές να αρχίσει πυρ κατά των άοπλων εργατών - στο όνομα της υπεράσπισης του ιερού δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας και αύριο, όταν το απελπισμένο χέρι ενός άνεργου εργάτη θα ακουμπήσει τη σκανδάλη ενός όπλου, θα αρχίσουν να λένε όλων των ειδών τις ανοησίες σχετικά με τον αποτροπιασμό τους για κάθε μορφή βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Ότι κι αν λένε οι ευνούχοι και οι φαρισαίοι της ηθικής, το αίσθημα της εκδίκησης έχει το δίκαιο του. Κάνει την εργατική τάξη τη μεγαλύτερη ηθική δύναμη που δεν κοιτάει με αδιαφορία αυτά που συμβαίνουν σ’ αυτόν τον καλύτερο από τους δυνατούς κόσμους. Δεν πρέπει να καταπραΰνουμε το ανικανοποίητο αίσθημα εκδίκησης που έχει το προλεταριάτο, αλλά αντίθετα να το τσιγκλάμε ξανά και ξανά, να το κάνουμε πιο βαθύ και να το κατευθύνουμε ενάντια στις αληθινές πηγές της κοινωνικής αδικίας και του απανθρωπισμού - αυτό είναι το καθήκον της Σοσιαλ-δημοκρατίας.

Αν αντιτασσόμαστε στις τρομοκρατικές ενέργειες, αυτό γίνεται επειδή η ατομική εκδίκηση δεν μας ικανοποιεί. Ο λογαριασμός που έχουμε να ξοφλήσουμε με το καπιταλιστικό σύστημα είναι πολύ μεγάλος για να περιοριστεί σε κάποιον λειτουργό που ονομάζεται υπουργός».

Τον Νοέμβρη του 1938, ο Χέρσελ Γκρίνσπαν, ένας 17χρονος πολωνοεβραίος μετανάστης στη Γαλλία πήγε στην πρεσβεία των ναζί και σκότωσε έναν στρατιωτικό ακόλουθο. Αυτό το περιστατικό προβλήθηκε από τους ναζί ως δικαιολογία για το κρατικό πογκρόμ των Εβραίων που έχει μείνει γνωστό ως η Νύχτα των Κρυστάλλων.

Τον Φλεβάρη του 1939, ο Τρότσκι έγραψε ένα άρθρο για τον Γκρίνσπαν. Επαναλαμβάνει την κριτική του, που ήταν κριτική όλων των μαρξιστών, για την ατομική τρομοκρατία. Αλλά δεν είναι αυτό το στοιχείο που κυριαρχεί στο άρθρο. Ο Τρότσκι δεν βάζει στην ίδια μοίρα τον ναζί δήμιο και τον νεαρό Εβραίο:

«Ένας μεμονωμένος και απομονωμένος ήρωας δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις μάζες. Καταλαβαίνουμε, όμως, πολύ καθαρά, πόσο αναπόφευκτες είναι τέτοιες σπασμωδικές ενέργειες απελπισίας και εκδίκησης. Όλα τα συναισθήματα και η συμπάθειά μας βρίσκονται με τη μεριά των αυτοθυσιαζόμενων εκδικητών, παρά το γεγονός ότι αυτοί δεν κατόρθωσαν να βρουν το σωστό δρόμο. Η συμπάθειά μας γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, επειδή ο Γκρίνσπαν δεν είναι ένας πολιτικός αγωνιστής, αλλά ένας άπειρος νέος, σχεδόν ένα αγόρι, που ο μοναδικός του σύμβουλος ήταν ένα αίσθημα αγανάκτησης».

Θεωρίες συνωμοσίας

Κατόπιν ο Τρότσκι χτυπάει αλύπητα τις θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούσαν, κυρίως, από το σταλινικό τύπο ότι ο Γκρίνσπαν ήταν βαλτός των «ναζί και των τροτσκιστών» για να δώσει το πρόσχημα για την εξαπόλυση ενός κύματος τρομοκρατίας.

Αυτό είναι η άλλη πλευρά της κριτικής του Τρότσκι, που πάει πίσω στο άρθρο που έγραψε το 1911. Αν από τη μια μεριά υπήρχαν εκείνοι που έβλεπαν στην τρομοκρατία το μηχανισμό που θα «αφυπνίσει τις μάζες» με μερικές πιστολιές, υπήρχαν πάντα και εκείνοι που έβλεπαν στην τρομοκρατία την μεγάλη συνωμοσία του κράτους για να κρατήσει δεμένη την εργατική τάξη με την καταστολή. Απέναντι και στους δυο ο Τρότσκι επέμενε ότι:

«Οι προσπάθειες της Αντίδρασης να θέσουν ένα τέλος στις απεργίες και στο μαζικό εργατικό κίνημα γενικά έχουν πάντα και παντού αποτύχει. Η καπιταλιστική κοινωνία πάντα χρειάζεται ένα ικανό, δυναμικό και έξυπνο προλεταριάτο, γι’ αυτό δεν μπορεί να το δένει χειροπόδαρα επί μακρόν».

Αυτό ίσχυε το 1911 που γράφτηκε, ισχύει και σήμερα.