Όταν η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ μίλησε για την «κοινοτυπία του κακού», αναφερόμενη στην απολογία του ναζί αξιωματικού Άιχμαν στη δίκη για τον ρόλο του στο Ολοκαύτωμα, σίγουρα δεν είχε διανοηθεί ότι 60 χρόνια αργότερα η έκφραση αυτή θα μπορούσε να περιγράψει αντίστοιχες καταστάσεις λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστών.
Το ντοκιμαντέρ του Νορβηγού Havard Bustnes προσπαθεί να παρουσιάσει αυτή την κοινοτυπία, το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή» με έναν ιδιότυπο τρόπο: Παρακολουθώντας από κοντά τον βίο και την πολιτεία τριών γυναικών με διαφορετικές καταβολές αλλά κοινό κεντρικό ρόλο στην πορεία της ναζιστικής οργάνωσης. Πρόκειται για την Ουρανία Μιχαλολιάκου -κόρη του φύρερ, τη σύζυγο του Γιώργου Γερμενή –γνωστού και ως «Καιάδα»- και τη μητέρα του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, οι οποίες μετά τη δολοφονία Φύσσα και την φυλάκιση των στελεχών, ασχολήθηκαν ενεργά με την κομματική δουλειά βοηθώντας να μην διαλυθεί η ΧΑ και να φτάσει μέχρι τις εκλογές του 2015. Ο σκηνοθέτης ομολογεί στον φακό τα κίνητρά του: Διερωτόμενος πώς είναι δυνατόν μια χώρα με την παράδοση της Ελλάδας να μπορεί να τρέφει την ανάδυση ενός ναζιστικού μορφώματος σαν την ΧΑ, επιχείρησε και κατάφερε να μπει στα σπίτια και στην καθημερινότητα των τριών γυναικών, προκειμένου να κατανοήσει και να καταδείξει το ποιόν τους.
Δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται κανείς από το γεγονός ότι επιτράπηκε σε έναν σκηνοθέτη η είσοδος στο «άβατο» των νεοναζί. Αυτό που κινηματογράφισε δεν είναι άβατο. Για 94 βασανιστικά λεπτά (όσο διαρκεί η ταινία), ο φακός είναι κολλημένος στις τρεις γυναίκες που αναμασούν το ποιήμα της κανονικότητας της ΧΑ, ισχυρίζονται ότι είναι οργάνωση εθνικιστική και όχι ναζιστική (χωρίς να μπορούν καν να στοιχειοθετήσουν τη διαφορά), προβάλλουν την «ανθρώπινη» πλευρά τους, αυτήν της ζωόφιλης «κόρης του μπαμπά» η οποία λατρεύει τον Ντίσνεϊ, τον «Μικρό πρίγκηπα» και τα επιτραπέζια παιχνίδια, αυτήν της δυναμικής συζύγου που περιμένει την αποφυλάκιση του πατέρα του παιδιού της για να το βαφτίσει, αυτήν της μητέρας με αγωνιστικό παρελθόν που κατέληξε στον εθνικισμό και μοιράζει φυλλάδια της ΧΑ στη λαϊκή αγορά. Από τα λεγόμενά τους δεν είναι δυνατόν να βγάλει κανείς άκρη, μια και πρόκειται για έναν αχταρμά από πατριδολαγνεία, συνωμοσιολογίες, ρατσιστικές κορώνες και αντικομμουνισμό. Τα πιο ενδιαφέροντα σημεία είναι σε στιγμές που διακόπτεται το γύρισμα, αλλά το μικρόφωνο συνεχίζει να ηχογραφεί διάφορες κοτσάνες και μαργαριτάρια που προδίδουν πόσο στημένη είναι η προσπάθεια να εμφανιστούν σαν κανονικοί άνθρωποι.
Αξιόλογες στιγμές
Γι’αυτό οι πιο αξιόλογες στιγμές της ταινίας δεν είναι η αλληλοδιαδοχή των γεγονότων (άνοδος ΧΑ - σύλληψη ηγετών μετά τη δολοφονία Φύσσα- ανάληψη καθηκόντων των γυναικών – αποφυλάκιση), ούτε η άκαρπη προσπάθεια του δημιουργού της ταινίας να αποσπάσει από την Ουρανία Μιχαλολιάκου μια ειλικρινή κουβέντα, αλλά μικρές λεπτομέρειες που δείχνουν το ζουμί: Ο κόσμος στη λαϊκή αγορά που αρνείται να πάρει τα φυλλάδια σχολιάζοντας «να μην μας σκοτώσετε όμως...», η παρουσία του αντιφασιστικού κινήματος έξω από την αίθουσα της δίκης, η Δάφνη Ηλιοπούλου, που μετά την λεκτική αποκήρυξη της βίας ποζάρει ξεσκονίζοντας τη συλλογή από καραμπίνες στην κουζίνα του σπιτιού της, ενώ στο βάθος φαίνεται μια σβάστικα από σφυρήλατο σίδηρο, το τέλος της ταινίας με την βάφτιση του παιδιού του Γερμενή από τον Κασιδιάρη, που «αποτάσσεται τον σατανά», παραπέμποντας σε σκηνές από τον «Νονό».
Από αυτή την άποψη, η ταινία είναι άνιση. Πιθανά θα βοηθήσει σαν τεκμήριο την πολιτική αγωγή στη δίκη, ωστόσο δεν προσφέρεται για θέαση. «Μου ήρθε να ξεράσω παρακολουθώντας τις χρυσαυγίτισσες τόση ώρα», δήλωσε χαρακτηριστικά κάποιος μετά την προβολή. Δεν μαθαίνουμε κάτι καινούργιο, οι μάσκες που φοράνε τα μέλη της ΧΑ δεν πέφτουν δίνοντάς τους το λόγο για να αποδομηθεί η ιδεολογία τους, γιατί δεν διαθέτουν ιδεολογία και ασφαλώς δεν διώκονται για αυτή. Η ναζιστική ιδεολογία ωστόσο εξηγεί τα κίνητρα των εγκληματικών τους πράξεων. Κάθε δράση για να κατανοήσουμε το φαινόμενο και να παλέψουμε για να το τσακίσουμε έχει σημασία.