Για πολύ κόσμο, τα αποτελέσματα των εκλογών της Κυριακής στη Βραζιλία ήταν ένα καμπανάκι κινδύνου: ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, ο απερχόμενος ακροδεξιός πρόεδρος ηττήθηκε μεν, αλλά με ένα ανατριχιαστικό 43%, σχεδόν δέκα μονάδες μεγαλύτερο από αυτό που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Ο Λούλα, ο υποψήφιος της κεντροαριστεράς ήρθε πρώτος, χωρίς να καταφέρει όμως να πιάσει το 50%, που θα του εξασφάλιζε τη νίκη από τον πρώτο γύρο.
Ο Λούλα θα κερδίσει, με βεβαιότητα σχεδόν, τον δεύτερο γύρο που θα γίνει στις 30 Οκτώβρη. Η ακροδεξιά, όμως, κέρδισε τις 19 από τις 27 (διαθέσιμες) έδρες στην Γερουσία και 90 έδρες (έναντι 80 της κεντροαριστεράς) στη Βουλή. Η ακροδεξιά θα μπορεί να μπλοκάρει κάθε μέτρο της κυβέρνησης που δεν της αρέσει, ακόμα και αν ο Λούλα πετύχει μια σημαντική νίκη στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Και φυσικά το πρόβλημα δεν είναι απλά και μόνο "θεσμικό": οι εκλογές έδειξαν ότι ο "μπολσοναρισμός" -ένα ακροδεξιό, ρατσιστικό, σεξιστικό ρεύμα με αναφορές όχι μόνο στον Τραμπ αλλά και στον ίδιο τον ναζισμό- έχει αποκτήσει σημαντικά ερείσματα μέσα στο πολιτικό σύστημα της Βραζιλίας.
Ο Μπολσονάρο έχει δηλώσει ότι "οι εγκληματίες θα πρέπει να εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες αντί να δικάζονται", αποκαλεί τους αυτόχθονες του Αμαζονίου "παράσιτα" και υποστηρίζει, όπως ο Χίτλερ, την "ευγονική" για τη "βελτίωση" του ανθρώπινου είδους. Τα χρόνια της διακυβέρνησής του ήταν καταστροφικά: άφησε την πανδημία να σκοτώσει πάνω από 700 χιλιάδες χωρίς να πάρει ουσιαστικά ποτέ μέτρα για να εμποδίσει τη διάδοση του ιού ή να προστατέψει τον πληθυσμό. Η καταστροφή των δασών του Αμαζονίου πήρε τρομαχτικές διαστάσεις. Οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές που ξέσπασαν τη φετινή μόνο χρονιά έκαψαν σχεδόν ένα εκατομμύριο εκτάρια δάσους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εφημερίδας The Guardian. Ο Λούλα έχει υποσχεθεί ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να προστατέψει τον Αμαζόνιο. Αλλά οι συσχετισμοί στη νέα Βουλή και τη νέα Γερουσία δύσκολα θα του επιτρέψουν να αυστηροποιήσει το νομικό πλαίσιο.
Αλλά δεν είναι όλοι απογοητευμένοι από τα αποτελέσματα των εκλογών της περασμένης Κυριακής. "Οι αγορές", γράφει η Καθημερινή, "είδαν με θετικό μάτι την ισχυρή επίδοση του Μπολσονάρο στον πρώτο γύρο. Το βραζιλιάνικο ρεάλ ανέβηκε κατά 3% έναντι του αμερικανικού δολαρίου, ενώ την ίδια αύξηση σημείωσε ο χρηματιστηριακός δείκτης Ibovespa...". Και η εξήγηση είναι απλή, όπως υποστηρίζει η Καθημερινή: "οι αγορές προεξοφλούν ότι, προκειμένου να κερδίσει αναποφάσιστους ψηφοφόρους στον δεύτερο γύρο, ο Λούλα θα μετατοπιστεί προς το Κέντρο, αφήνοντας στην άκρη πιο ριζοσπαστικά μέτρα υπέρ των λαϊκών στρωμάτων".
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένα "ριζοσπαστικό μέτρο υπέρ των λαϊκών στρωμάτων" στο πρόγραμμα του Λούλα. Ακόμα και η Καθημερινή αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι "και στον πρώτο γύρο ο Λούλα δεν θύμιζε και πολύ τον παλιό συνδικαλιστή της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που έχασε ένα δάχτυλο στο μηχανουργείο, ούτε καν τον πρόεδρο της δεκαετίας του 2000, με τα φιλόδοξα προγράμματα αναδιανομής εισοδήματος. Έχοντας μετατοπιστεί σε πιο κεντρώες θέσεις, επέλεξε τον σοσιαλφιλελεύθερο Τζεράλντο Αλκμίν για υποψήφιο αντιπρόεδρο, με στόχο ακριβώς να καθησυχάσει τον επιχειρηματικό κόσμο".
Το Εργατικό Κόμμα (PT) κυβέρνησε την Βραζιλία από το 2003 ως το 2018. Την περίοδο αυτή οι δολοφονίες των αυτοχθόνων αυξήθηκαν κατά 168% σε σχέση με την τετραετία του (δεξιού) προκατόχου του. Αυτό δεν ήταν τυχαίο: οι κυβερνήσεις του PT ήταν αυτές που ξεκίνησαν τα "μεγάλα έργα" στην περιοχή του Αμαζονίου. Η θέση των φτωχών βελτιώθηκε στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του Λούλα αλλά η ψαλίδα ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους άνοιξε, όπως δείχνουν οι πρόσφατες μελέτες, αντί να κλείσει. Η Ντίλμα Ρουσέφ, που διαδέχτηκε τον Λούλα το 2012, επέβαλε, στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης, ένα σκληρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της αγοράς που αντέστρεψε μέσα σε λίγους μήνες όλες τις κατακτήσεις των προηγουμένων χρόνων.
Τα αποτελέσματα των εκλογών δεν δείχνουν μόνο τα ισχυρά ερείσματα που έχει αποκτήσει η ακροδεξιά μέσα στο πολιτικό κατεστημένο της Βραζιλίας. Δείχνουν ταυτόχρονα και την απροθυμία που έχει η «κεντροαριστερά» να συγκρουστεί ακόμα και με τα πιο βρώμικα σχέδια της άρχουσας τάξης.

