Ιστορία
100 χρόνια από την “Πορεία στη Ρώμη” του Μουσολίνι - Ποτέ ξανά!

29/4/45, O Mουσολίνι κρεμασμένος ανάποδα στην πλατεία Λορέτο στο Μιλάνο

Μέσα στον Οκτώβρη κλείνει ένας αιώνας από τότε που φασισμός ήρθε για πρώτη φορά στην εξουσία το 1922 στην Ιταλία. Το γεγονός ότι εδώ και λίγες μέρες στην ίδια χώρα πρωθυπουργός -έχοντας πάρει ένα 26%- θα είναι μια φασίστρια, ανοιχτή οπαδός του Μουσολίνι, κάνει τα διδάγματα της ανόδου του φασισμού την δεκαετία του ’30, με αρνητικό τρόπο επίκαιρα. 

Υπάρχει ένας μύθος  ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι κατέλαβε την εξουσία με την «Πορεία στη Ρώμη», όταν στις 31 Οκτώβρη του 1922, τέσσερις «φάλαγγες», υποτίθεται «100.000», μελανοχιτώνων, υπό τις διαταγές του, συγκεντρώθηκαν σε τέσσερα σημεία και βάδισαν προς το κέντρο της πόλης. Αυτή η εικόνα της «παντοδυναμίας» απέχει από την πραγματικότητα.

Ο Μουσολίνι δεν «βάδισε» στη Ρώμη. Κλήθηκε από τον Ιταλό βασιλιά, ο οποίος τον διόρισε πρωθυπουργό παρόλο που οι φασίστες είχαν λίγες βουλευτικές έδρες. Όταν ο Μουσολίνι ανακοίνωσε την «Πορεία προς τη Ρώμη» νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1922, ο στρατός είχε τη δύναμη να αποτρέψει οποιαδήποτε φασιστική κατάληψη της εξουσίας. Όμως ο διοικητής του, συνέστησε στον βασιλιά να διορίσει τον Μουσολίνι ως πρωθυπουργό. Οι ελαφρά οπλισμένοι φασίστες παρέλασαν στην Ρώμη  -καταταλαιπωρημένοι μάλιστα γιατί η άφιξή τους είχε επιβραδυνθεί από τα σαμποτάζ των εργατών στις ράγες των τρένων.  

Ο διορισμός του Μουσολίνι ως επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνασπισμού υποστηρίχθηκε από τις μεγάλες επιχειρήσεις, τον στρατό και το Βατικανό και πολλούς «φιλελεύθερους» δημοκράτες. Κυβερνώντας με αυταρχισμό και ωμή βία και περνώντας μια σειρά από αντιδραστικούς νόμους, το 1925 είχε πετύχει να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες και λίγο αργότερα να καταργήσει το κοινοβούλιο και να γίνει ο απόλυτος δικτάτορας. Σε αυτό το διάστημα εξαπέλυσε ένα καθεστώς τρόμου.  

Ο Μουσολίνι ήταν ένας πρώην σοσιαλιστής, που στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πήρε θέση υπέρ του πολέμου στρίβοντας στον εθνικισμό, για να καταλήξει τελικά θιασώτης της ανατροπής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αναρωτούνται κάποιοι, πώς, σύσσωμη η άρχουσα τάξη της Ιταλίας, με τις «φιλελεύθερες» και «εκσυγχρονιστικές» της αναζητήσεις, κατέληξε να τον καλεί στην εξουσία; Οι απαντήσεις βρίσκονται στη μεγάλη ταξική πόλωση τις δεκαετίες που προηγήθηκαν. 

Ήδη από τις αρχές του 20ου  αιώνα και νωρίτερα στο νεοσύστατο, μόλις το 1861, ιταλικό κράτος αναπτυσσόταν ένα δυνατό, διεκδικητικό εργατικό κίνημα στις πόλεις αλλά και στους εργάτες γης. Η δεκαετία πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-18 σημαδεύτηκε από μια έκρηξη της ταξικής πάλης με εργατικές απεργίες και κατασχέσεις γης από τους εργάτες γης και τους μικρούς αγρότες. Οι βιομήχανοι και οι γαιοκτήμονες γκρίνιαζαν στους κοινοβουλευτικούς τους εκπροσώπους που δεν μπορούσαν να βάλουν τέλος σε αυτά τα φαινόμενα. 

Η άρχουσα τάξη προσπαθούσε να βρει ένα κοινό προσανατολισμό, διαιρεμένη ανάμεσα στους ανερχόμενους καπιταλιστές του βιομηχανικού βορρά, τους εκσυγχονισμένους μεγαλογαιοκτήμονες του κέντρου και τους «καθυστερημένους» τσιφλικάδες του νότου. Ο κοινός προσανατολισμός συνέτεινε σε δύο κατευθύνσεις: μια αυξανομενη όρεξη για μια επιθετική ιμπεριαλιστική πολιτική στο εξωτερικό που θα καθιστούσε το ιταλικό κράτος υπολογίσιμη δύναμη στην οικονομική και ιμπεριαλιστική σκακιέρα και μια πιο σθεναρή απάντηση στις απεργίες και στις απαιτήσεις των φτωχών.

Η είσοδος της Ιταλίας, το 1915, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Βρετανίας και της Γαλλίας λειτούργησε σαν χύτρα ταχύτητας για να βγουν άγρια στην επιφάνεια αυτές οι ταξικές αντιθέσεις. Στο στρατόπεδο των από πάνω, ένα σημαντικό τμήμα της ιταλικής άρχουσας τάξης δυσανασχετούσε γιατί, παρότι βρέθηκε στην πλευρά των νικητών, είχε εξαπατηθεί από τους συμμάχους και τις ψεύτικες υποσχέσεις τους για μερίδιο στις αποικίες. Για τους από κάτω, η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στην Ρωσία είχε ήδη στείλει το μήνυμά της σε όλο τον κόσμο. Ήταν ώρα για επανάσταση.

Κόκκινη Διετία

Στην περίφημη Κόκκινη Διετία της Ιταλίας, το 1919-20, η ιταλική άρχουσα τάξη απέκτησε έναν ακόμη λόγο να αισθάνεται ότι θίγεται η κυριαρχία της. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες συμμετείχαν στις απεργίες και τις καταλήψεις των εργοστασίων, σε πολλά από τα οποία η παραγωγή μπήκε κάτω από τον έλεγχο των εργατών. Συγκροτήθηκαν εργατικά συμβούλια. Κατειλημμένες βιομηχανίες άρχισαν να παράγουν όπλα για την αυτοάμυνα του εργατικού ξεσηκωμού. Αλλά αντί για την επανάσταση, οι ηγεσίες των συνδικάτων υπό την καθοδήγηση της ηγεσίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, οδήγησαν το κίνημα σε συμβιβασμό, γυρνώντας την πλάτη στην επανάσταση και μεσολαβώντας σε μια συμφωνία με την κυβέρνηση. 

Ο συμβιβασμός αντί να λειτουργήσει εκτονωτικά για την άρχουσα τάξη, λειτούργησε σαν μια αφετηρία για αντεπίθεση. Ο παλιός «μαλθακός» τρόπος διαχείρισης του ιταλικού κράτους που έκφραζαν διάφοροι πολιτικοί -και με την ιταλική οικονομία να μπαίνει σε ύφεση το 1921- δεν ήταν πια αρκετός για μια τάξη κυριευμένη από τον τρόμο μιας νέας Κόκκινης Διετίας. 

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο Μουσολίνι, που ήδη από το 1919 είχε ιδρύσει το δικό του «κόμμα» αποτελούμενο από ποινικούς και απόστρατους που βίωναν την «εθνική ταπείνωση», έχτισε αρχικά την φήμη του στην Κόκκινη Διετία οργανώνοντας χτυπήματα σε απεργίες, σε εργάτες, αγρότες, αριστερούς. Με την υποχώρηση του κινήματος διέκρινε ότι ήταν πλέον η κατάλληλη στιγμή για να περάσει στην αντεπίθεση, προτείνοντας στα αφεντικά της πόλης και της υπαίθρου τις συμμορίες των μελανοχιτώνων σαν τη λύση για το “πρόβλημα” της εργατικής τάξης και των αγροτών.

Ξεκινώντας από την κεντρική Ιταλία, οι γαιοκτήμονες χρησιμοποίησαν τους φασίστες ενάντια στα συνδικάτα των εργατών γης που έλεγχαν οι σοσιαλιστές. Τάγματα εφόδου εξαπλώθηκαν σε όλη την ύπαιθρο, καίγοντας γραφεία σωματείων, ξυλοκοπώντας και δολοφονώντας με όπλα που τους προμήθευαν αξιωματικοί του στρατού. Στη συνέχεια επιχείρησαν το ίδιο σε μια σειρά από πόλεις στον βορρά. Στους πρώτους έξι μήνες του 1921 κατέστρεψαν εκατοντάδες εργατικά κέντρα, ενώσεις αγροτών, γραφεία της Αριστεράς, συνεταιρισμούς, γραφεία σωματείων, καθαιρεσαν εκλεγμένα δημοτικά συμβούλια. Δεκάδες ήταν οι σοσιαλιστές και κομμουνιστές που δολοφονήθηκαν.

Η ταινία «1900» του Μπερτολούτσι, φωτογραφίζει σε μια από τις πιο ωραίες της σκηνές τη συνειδητή και αδρή υποστήριξη, οικονομική και πολιτική, της άρχουσας τάξης στον Μουσολίνι. Δίπλα στους απόστρατους και τον υπόκοσμο, γόνοι πλουσίων οικογενειών και εθνικιστές φοιτητές γίνονταν μελανοχίτωνες ενώ το φασιστικό κόμμα άρχισε να κερδίζει την υποστήριξη των μικροαστών που, βλέποντας τους εαυτούς τους να συνθλίβονται μέσα στην κρίση και την ταξική πόλωση, αναζητούσαν διέξοδο στον «ντούτσε» και τα μεγαλεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που υποσχόταν.

Φυσικά, οι ωφελημένοι της νέας κατάστασης ήταν οι βιομήχανοι και οι γαιοκτήμονες. Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί, οι μεγάλοι επιχειρηματίες και οι στρατιωτικοί που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να τον έχουν σαν υποχείριο τελικά κατέληξαν να βρεθούν οι ίδιοι κάτω από την απόλυτη καθοδήγησή του σε ένα μέλλον που όσο τα πράγματα τσουλούσαν καλά έμοιαζε να πηγαίνει γάντι στον ιταλικό καπιταλισμό.  

Ο Μουσολίνι, όπως και ο Χίτλερ στη συνέχεια, δεν στηρίχτηκε μόνο στην άρχουσα τάξη και τη δύναμη της επιβολής, αλλά κινητοποίησε ταυτόχρονα ένα μαζικό αντιδραστικό κίνημα. 

Απειλή

Όμως η άνοδός του στην εξουσία δεν ήταν αναπόφευκτη. Η ρεφορμιστική ηγεσία του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI), μια ισχυρή δύναμη με χιλιάδες μέλη που είχε πάρει το ένα τρίτο των ψήφων, δεν προσπάθησε ποτέ να σταματήσει την φασιστική απειλή παρότι θα μπορούσε. Έσπερνε την αυταπάτη ότι ήταν το αστικό κράτος και οι «θεσμοί» του που θα σταματούσαν την φασιστική τρομοκρατία – παρόλο που ο στρατός και η αστυνομία συνεργάζονταν με τους φασίστες. 

Αλλά και μέσα στο νεοφώτιστο Κομμουνιστικό Κόμμα (που δημιουργήθηκε όταν οι επαναστάτες μέσα στο PSI αποφάσισαν να σπάσουν με τις προδοσίες της ηγεσίας του και να φύγουν) η πλειοψηφία του υπό την ηγεσία του Μπορντίγκα, είχε την λανθασμένη άποψη ότι ο φασισμός είναι απλώς ένα ακόμη δεξιό κίνημα, ότι στον καπιταλισμό δεν έχει διαφορά αν παλεύεις σε καθεστώς δικτατορίας ή αστικής δημοκρατίας. Σαν αποτέλεσμα αυτής της άποψης, αρνιόταν να βάλει πλάτη στις προσπάθειες που έκαναν οι εργάτες για να οργανώσουν ένα αντιφασιστικό κίνημα. 

Oι «Αrditi del popolo», οι “γενναίοι του λαού” ήταν πρώην φαντάροι και εργάτες που το 1921-22 οργανώθηκαν και κυνήγησαν τους μελανοχίτωνες σε μια σειρά πόλεις, με πιο γνωστά τα γεγονότα της Πάρμας αλλά και στην ίδια την πρωτεύουσα. Αντιμέτωπη με τους εργάτες, η πρώτη «Πορεία» του Μουσολίνι προς τη Ρώμη τον Νοέμβριο του 1921 αντί για επίδειξη δύναμης των μελανοχιτώνων κατέληξε σε φιάσκο. Ο ανταρτοπόλεμος που ξέσπασε για τέσσερις ημέρες, κατέληξε σε ήττα των φασιστών και αποχώρησή τους από την πόλη, μέσα σε γενική απεργία. Πολλά μέλη και των δύο κομμάτων της αριστεράς συμμετείχαν στους Αrditi del popolo. Όμως η μεν ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, τους κατήγγειλε ότι δυναμιτίζουν το «ήπιο κλίμα» υπογράφοντας  σύμφωνα με τον Μουσολίνι. Το δε, Κομμουνιστικό Κόμμα διέταξε τα μέλη του να εγκαταλείψουν τους Αrditi del popolo επειδή στην ηγεσία τους βρίσκονταν «μη κομμουνιστές».

Χωρίς την πολιτική στήριξη των επαναστατών οι Αrditi del popolo δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τον Μουσολίνι. Και αυτό που ακολούθησε δεν ήταν απλά μια δικτατορία. Η επικράτηση του φασισμού, όπως και του ναζισμού δέκα χρόνια αργότερα στην Γερμανία, σήμανε το τσάκισμα της εργατικής τάξης και της Αριστεράς και ταυτόχρονα το τέλος κάθε δημοκρατίας, κάθε ελευθερίας του λόγου, κάθε ελευθερίας γενικότερα.  

Ο μεγάλος επαναστάτης Αντόνιο Γκράμσι πάλεψε μέσα στο ΚΚ ενάντια στην κυρίαρχη αντίληψη του σεχταρισμού που απέρριπτε κάθε πρωτοβουλία ενιαίου μετώπου κόντρα στη φασιστική απειλή. Με την εκλογή του στην ηγεσία του ΚΚ το 1924 έστριψε το κόμμα βάζοντας στόχο να ηγηθεί στην αντιφασιστική πάλη. Αλλά η μάχη σε μεγάλο βαθμό είχε πια κριθεί. Ο ίδιος ο Γκράμσι σάπισε για χρόνια στην φυλακή του Μουσολίνι μέχρι το 1937, οπότε τελικά πέθανε από την εξάντληση λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του. 

Ο Μουσολίνι ήταν υπεύθυνος για το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων. Αρχικά μέσα στην ίδια την Ιταλία για να επιβάλει το φασιστικό καθεστώς. Μετά, στους φονικούς αποικιακούς πολέμους που ξεκίνησε στη Λιβύη, τη Σομαλία και την Αιθιοπία. Υποστηρίζοντας έμπρακτα με στρατιωτικό υλικό και στρατό τον Φράνκο στον Ισπανικό Εμφύλιο. Συμμετέχοντας με τον άξονα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ρωσία και στην Αφρική και τέλος ενάντια στο αντιφασιστικό κίνημα της Αντίστασης το 1943-45. Για αυτά του τα εγκλήματα, στις 29 Απρίλη του 1945, η εξεγερμένη εργατική τάξη της Ιταλίας τον κρέμασε ανάποδα μαζί με τους συνεργάτες του στο Μιλάνο, εκεί που μαζί με τα γερμανικά ss εκτελούσαν τους αντιστασιακούς στην διάρκεια της «Δημοκρατίας του Σαλό». 

Μαθήματα

Αν όχι όλο, ένα μέρος της καταστροφής που έσπειρε το φασιστικό καθεστώς του θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Υπάρχουν τρία μαθήματα από την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία. Πρώτον, ο συμβιβασμός μπροστά σε μια επαναστατική κρίση οδηγεί σε καταστροφή. Ένας Ιταλός αναρχικός ηγέτης, ο Ερρίκο Μαλατέστα, προειδοποίησε στο απόγειο του επαναστατικού κύματος του 1919-20: «Αν δεν συνεχίσουμε μέχρι το τέλος, θα πληρώσουμε με δάκρυα αίματος τον φόβο που σήμερα έχουμε εμφυσήσει στην αστική τάξη». Είχε δίκιο. Τον Ιούλιο του 1923 ο Μουσολίνι καυχιόταν ότι η ιταλική αριστερά δεν ήξερε πώς «να επωφεληθεί από μια επαναστατική κατάσταση».

Το δεύτερο είναι ότι το φαινόμενο της φασιστικής απειλής με όλες τις διαφορετικές του εκφάνσεις, δεν χωράει καμιά απολύτως υποτίμηση. Ο φασισμός ωριμάζει μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες ταξικής πόλωσης, στην υποχώρηση της ελπίδας για πραγματική αλλαγή. Κατά τη διάρκεια οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων τόσο μεγάλων που οι παλιές οικονομικές και πολιτικές λύσεις μοιάζουν πια ξεπερασμένες και ανίσχυρες και ο φόβος της άρχουσας τάξης ότι θα χάσει τα προνόμιά της αναζητά όλο και πιο «δραστικές» λύσεις. Ο φασισμός χρειάζεται επίσης ένα ευρέως διαδεδομένο εθνικιστικό αίσθημα που έχει να κάνει είτε με «προαιώνιους» εξωτερικούς εχθρούς, είτε με αποδιοπομπαίους τράγους, που στο μεσοπόλεμο ήταν οι Εβραίοι και σήμερα είναι οι μετανάστες και οι μουσουλμάνοι.

Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, αλλά είχαμε και έχουμε αρκετά από αυτά τα στοιχεία σήμερα, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και διεθνώς και στην ίδια την Ελλάδα. Είδαμε την κρίση, την οικονομική, την κοινωνική, τα μνημόνια, είδαμε τους μικρομεσαίους να συνθλίβονται, είδαμε την περίοδο του δημοψηφίσματος του 2015 την αριστερά να κλαδεύει την ελπίδα για αλλαγή, είδαμε την αστική τάξη να φοβάται, να βγάζει αφρούς, και να μετατρέπει κάθε δείγμα «καλής θέλησης» του Τσίπρα σε χειρότερες επιθέσεις στην Αριστερά. Ζούμε καθημερινά τι σημαίνει όξυνση του εθνικισμού σε συνθήκες όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ανάμεσα στους «μεγάλους» αλλά και στους «μικρούς» ανταγωνιστές, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία. Ζούμε τον πιο άγριο ρατσισμό των δολοφονιών στα σύνορα και των στρατοπέδων συγκέντρωσης.  

Τρίτο σημείο που μας διδάσκουν οι εμπειρίες της Γερμανίας και της Ιταλίας του μεσοπολέμου είναι ότι ο δρόμος για να σταματήσει η φασιστική απειλή δεν περνάει μέσα από την εμπιστοσύνη στους θεσμούς του αστικού κράτους, ακόμη και τους πιο δημοκρατικούς, αλλά από το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και την κοινή δράση όλης της αριστεράς στους δρόμους και τους χώρους δουλειάς. 

Στην Ελλάδα, το αντιφασιστικό κίνημα κατάφερε να σταματήσει την φασιστική απειλή, στην πιο σκληρή ναζιστική της μορφή στην περίπτωση της Χ.Α. Το πέτυχε αυτό επειδή δεν υποτίμησε και ένωσε στην δράση μην αφήνοντας να κυριαρχήσει η απογοήτευση και η ηττοπάθεια που αποτελεί το λίπασμα του φασισμού. Μια σημαντική παρακαταθήκη για το αντιφασιστικό κίνημα, μιας και με την φασιστική απειλή δεν έχουμε τελειώσει, προφανώς στην Ιταλία αλλά ούτε και στην Ελλάδα.