Το αποτέλεσμα της συνάντησης κορυφής της περασμένης εβδομάδας του Ντόναλντ Τραμπ και του Σι Τζινπίνγκ στο Μπουσάν της Νότιας Κορέας δεν ήταν έκπληξη. Πολλοί είχαν προβλέψει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα υπαναχωρούσαν από την τελευταία τους εμπορική διαμάχη. Ο Σι συμφώνησε να αναστείλει για ένα χρόνο τους ελέγχους στις εξαγωγές των σπάνιων γαιών από τις οποίες εξαρτώνται και η σύγχρονη παραγωγή και οι εξοπλισμοί. Και ο Τραμπ ανέστειλε και αυτός τους νέους περιορισμούς στις εξαγωγές προηγμένης τεχνολογίας των ΗΠΑ που είχε αναγγείλει.
Αλλά η σύνοδος κορυφής - η πρώτη συνάντηση των δυο προέδρων εδώ και έξι χρόνια - είχε ευρύτερη σημασία. Όπως το έθεσαν οι Financial Times, «πίσω από τις λεπτότητες, η αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο πλευρών ήταν αδιαμφισβήτητη. Σε αντίθεση με το τι είχε γίνει πριν από δέκα σχεδόν χρόνια , όταν η πρώτη εμπορική επίθεση του Τραμπ είχε αιφνιδιάσει το Πεκίνο, αυτή τη φορά μια καλύτερα προετοιμασμένη και οικονομικά ισχυρότερη Κίνα μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον κάποτε πολύ δυνατότερό της αντίπαλο και να οδηγήσει την επίθεση του σε αδιέξοδο.
Από την ‘ημέρα της Απελευθέρωσης’ (2 Απριλίου), την ημέρα που ο Τραμπ είχε ανακοινώσει το πακέτο των δασμών του, μέχρι σήμερα το Πεκίνο έχει καταφέρει τουλάχιστον τρεις φορές να εμποδίσει την Ουάσιγκτον από το να εφαρμόσει τα τιμωρητικά της μέτρα και να την αναγκάσει να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Η γαλλική τράπεζα BNP Paribas σχολίασε πρόσφατα ότι η Ουάσιγκτον αναγνωρίζει «ότι πλέον έχει να κάνει με έναν ομότιμο αντίπαλο ικανό να της επιβάλει ουσιώδη οικονομική ζημία — μια σχετικά νέα θέση για τις ΗΠΑ και μια εξέλιξη που, τουλάχιστον για εμάς, επιβεβαιώνει την άνοδο της Κίνας σε παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη».
Αυτό επιβεβαιώθηκε από ένα tweet του «υπουργού πολέμου» του Τραμπ, Πιτ Χέγσεθ: «Μόλις μίλησα με τον Πρόεδρο Τραμπ και συμφωνούμε ότι η σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας δεν ήταν ποτέ καλύτερη... Όπως είπε ο Πρόεδρος Τραμπ, η ιστορική του ‘Σύνοδος G2’ [με τον Σι] έθεσε τον τόνο για διαρκή ειρήνη και επιτυχία για τις ΗΠΑ και την Κίνα».
Το Πεντάγωνο επεξεργάζεται, υπό την ηγεσία του Χέγκεθ, μια νέα «Εθνική Στρατηγική Άμυνας». Όλοι σχεδόν εικάζουν ότι, παρά τις αντιρρήσεις ενός μεγάλου μέρους του στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου των ΗΠΑ, η νέα Στρατηγική θα εγκαταλείψει την εστίαση στις προσπάθειες παρεμπόδισης της ανόδου της Κίνας – μια προτεραιότητα της Ουάσιγκτον από την εποχή του Μπαράκ Ομπάμα.
Όπως το θέτει ο αριστερός Φιλιππινέζος Γουόλντεν Μπέλο, «η ρητορική του Τραμπ είναι επιθετική, αλλά ας μην μας ξεγελάσει η πρόσοψη. Στην πραγματικότητα έχουμε μια μετατόπιση από την στρατηγική της αντιμετώπισης των απειλών κατά της ηγεμονίας των ΗΠΑ από παντού σε μια νέα προσέγγιση «σφαιρών επιρροής» όπου το Δυτικό Ημισφαίριο και η Λατινική Αμερική θα ανήκουν στη δική τους σφαίρα επιρροής, η Ρωσία θα αναγνωρίζεται ανεπίσημα ως η κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Ευρώπη, η Δυτική Ευρώπη θα υπερασπίζεται τον εαυτό της μόνη της και η περιοχή της Ασίας – Ειρηνικού θα θεωρείται σφαίρα επιρροής της Κίνας».
Ο Μπέλο χαρακτηρίζει τη «Μεγάλη Στρατηγική του Τραμπ» σαν «πολεμική υποχώρηση μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης σε παρακμή». Αυτό είναι σωστό, αλλά χρειάζεται διευκρινίσεις. Παρόλο που η Κίνα πλησιάζει γρήγορα τις ΗΠΑ τεχνολογικά και στρατιωτικά, η Ουάσιγκτον συνεχίζει να είναι η ηγέτης μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Οι ΗΠΑ έχουν εκατοντάδες στρατιωτικές βάσεις απλωμένες σε όλο τον κόσμο, κυριαρχούν μέσω του δολαρίου πάνω στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η άρχουσα τάξη τους στοιχηματίζει στη νίκη της Σίλικον Βάλεϊ στον αγώνα δρόμου της τεχνητής νοημοσύνης.
Έτσι, η Ουάσιγκτον είναι αναγκασμένη να εμπλέκεται συνεχώς σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, βυθίζεταιι όλο και πιο βαθιά στη Μέση Ανατολή. Ταυτόχρονα, ο Τραμπ επιδεικνύει μια ακραία αλαζονική στάση «εξουσίας» - πολύ πιο ακραία από των προκατόχων, του των εποχών όπου η σχετική ισχύς των ΗΠΑ ήταν μεγαλύτερη. Ο Μπέλο περιγράφει πώς ταπείνωσε τους ηγέτες διαφόρων ασιατικών κρατών που έχουν μακροχρόνιους δεσμούς με την Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιοδείας του στην περιοχή.
Στο μεταξύ, η ισχύς της Κίνας δεν αυξάνεται μόνο στην Ασία, αλλά και στη Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική.
Ο Τραμπ και ο Χέγκσεθ μπορεί να ονειρεύονται μια «G2» που θα κυβερνά τον κόσμο στη θέση της παλιάς Δυτικής G7 ή ακόμα και της G20 (η οποία περιλαμβάνει τα κορυφαία κράτη του Παγκόσμιου Νότου). Αλλά η παγκόσμια εμβέλεια τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας είναι βέβαιο ότι θα φέρνει αρκετές φορές τα συμφέροντα αυτών των δυο γιγάντιων ιμπεριαλισμών σε σύγκρουση.
Αυτό μπορεί να συμβεί στην Ασία - η Ταϊβάν είναι ένα προφανές σημείο ανάφλεξης (αν και ο Τραμπ είναι λιγότερο ενθουσιασμένος με αυτό από ό,τι ήταν στην πρώτη του θητεία). Αλλά μπορεί να συμβεί και αλλού.
Αυτό που επιτεύχθηκε στο Μπουσάν δεν ήταν παρά μια προσωρινή, ασταθής ισορροπία στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό που μαίνεται στον 21ο αιώνα.

