Αν η επανάσταση είναι η στιγμή στην οποία οι μάζες εισβάλλουν στο προσκήνιο της ιστορίας, τότε η Μπολιβαριανή Επανάσταση του Ούγκο Τσάβες ξεκίνησε στις 11 Απρίλη του 2002.
Δεξιοί πραξικοπηματίες τον απήγαγαν και ανακήρυξαν μια νέα κυβέρνηση. Η απόπειρά τους κράτησε λιγότερο από 48 ώρες. Δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές του Τσάβες περικύκλωσαν το προεδρικό μέγαρο απαιτώντας την επιστροφή του. Αργότερα την ίδια χρονιά, η δεξιά εξαπέλυσε μια “απεργία” των αφεντικών με σκοπό να παραλύσει η πετρελαιοβιομηχανία από την οποία εξαρτάται η χώρα. Και αυτή η απόπειρα ηττήθηκε λόγω μαζικής κινητοποίησης των υποστηρικτών του Τσάβες.
Η νίκη του στις προεδρικές εκλογές το 1998 δεν είχε σημάνει και πολλά, έξω από τη Βενεζουέλα. Όμως, εντός της χώρας, ο αντίκτυπος ήταν συγκλονιστικός. Το εκλογικό μανιφέστο του Τσάβες ήταν αντιιμπεριαλιστικό, ιδιαίτερα εχθρικό απέναντι στις ΗΠΑ που κυριαρχούσαν πάνω στη Βενεζουέλα ολόκληρο τον 20ο αιώνα.
Ήταν ένα μανιφέστο εθνικιστικό, με το σύμβολο του Σιμόν Μπολίβαρ, του ηγέτη του κινήματος του 19ου αιώνα για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής. Υποσχόταν μεταρρύθμιση του διεφθαρμένου κρατικού μηχανισμού και του πελατειακού συστήματος που αυτός ο μηχανισμός έτρεφε.
Το νέο Σύνταγμα, που εγκρίθηκε από μια συνέλευση αντιπροσώπων το 1999, έδωσε εγγυήσεις για κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπινα δικαιώματα και έλεγχο πάνω στους πολιτικούς. Όμως, ήταν εξίσου αλήθεια πως ο Τσάβες στηριζόταν ακόμη στους στρατιωτικούς - υποστηρικτές του. (δείτε παρακάτω)
Ο Τσάβες είχε μαζική υποστήριξη από τους φτωχούς, αλλά αυτή η σχέση δεν είχε καμιά οργανωμένη πολιτική έκφραση. Το κόμμα του, το Κίνημα της Πέμπτης Δημοκρατίας, αποδείχθηκε αναξιόπιστο και ευάλωτο στη διαφθορά της εξουσίας. Το 2000 ο Τσάβες κατέβηκε σε νέες εκλογές με το καινούργιο Σύνταγμα. Μεταξύ του 2002 και του 2005 η μπολιβαριανή διαδικασία πήρε μια νέα και πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η δημόσια εταιρεία πετρελαίου μπήκε κάτω από άμεσο κρατικό έλεγχο. Ως τότε, λειτουργούσε αυτόνομα, σαν οποιαδήποτε άλλη πολυεθνική.
Μεταρρυθμίσεις
Τα κέρδη της άρχισαν πλέον να χρηματοδοτούν προγράμματα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα στην υγεία, την εκπαίδευση και τη στέγαση, τα οποία υλοποιούνταν από οργανώσεις βάσης με το όνομα “μισιόνες”-αποστολές.
Το 2005, μιλώντας στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, ο Τσάβες ανακοίνωσε ότι η Βενεζουέλα οικοδομούσε τον “σοσιαλισμό του 21ου αιώνα”. Παρότι η πρότασή του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, παρέμενε ακαθόριστο τι ακριβώς εννοούσε. Ήταν κάτι φανερά διαφορετικό από τον σταλινισμό, δίνοντας έμφαση στη δημοκρατία και τη λαϊκή συμμετοχή, ενώ ήταν και ριζοσπαστικά αντιιμπεριαλιστικό.
Ο Τσάβες, στον ΟΗΕ, εξαπέλυσε επίθεση κατά του Μπους και της αμερικάνικης επέμβασης στο Ιράκ, ενώ ξεκίνησε να οικοδομεί οργανώσεις λατινοαμερικανικής ενότητας, δημιουργώντας δεσμούς με άλλες κυβερνήσεις της “νέας αριστεράς” στη Βολιβία και τον Ισημερινό.
Σε μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων, έγινε φανερό ότι η υποστήριξη στον Τσάβες δυνάμωνε. Το 2006 ξανακέρδισε την προεδρία με πάνω από 60% των ψήφων. Μερικές βδομάδες αργότερα, ανακοίνωσε το σχηματισμό ενός νέου κόμματος, του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βενεζουέλας (PSUV).
Τι είχε γίνει; Είχε μετατραπεί ο επαναστάτης εθνικιστής σε επαναστάτη σοσιαλιστή; Ο Τσάβες και άλλοι έκαναν συχνές αναφορές στον Λέον Τρότσκι, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Αντόνιο Γκράμσι, όπως επίσης στον Σιμόν Μπολίβαρ και στο Θεό.
Αν ένας τέτοιος μετασχηματισμός ήταν πραγματικός, τότε το PSUV θα ήταν η έκφραση της μεταφοράς της εξουσίας κατευθείαν στα χέρια των μαζικών οργανώσεων, κάτι που πολλοί στην Αριστερά πίστεψαν, για ένα μικρό διάστημα. Σχεδόν έξι εκατομμύρια άνθρωποι έγιναν μέλη του κόμματος, αποδεικνύοντας την τεράστια δημοτικότητα του Τσάβες. Όμως, το μοντέλο του κόμματος που υιοθέτησε το PSUV αποδείχθηκε ότι ήταν αυτό του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας, ένα κόμμα που δε φημίζεται για το δημοκρατικό του χαρακτήρα.
Η ειρωνία της Μπολιβαριανής Επανάστασης είναι ότι οι αναμφισβήτητες κοινωνικές της κατακτήσεις ήταν εφικτές χάρη στην αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου. Το πετρέλαιο χρηματοδότησε τα κοινωνικά προγράμματα και συνεχίζει να αποφέρει το κύριο εισόδημα από τις εξαγωγές της χώρας.
Ο Τσάβες διαφοροποίησε τις διεθνείς εξαρτήσεις της Βενεζουέλας. Η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν άρχισαν να παίζουν έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, παρά την υστερία του αντι-τσαβιστικού στρατοπέδου, δεν υπήρξε καμιά πολιτική αναδιανομής. Ορισμένες εταιρείες εθνικοποιήθηκαν με αποζημίωση σε τιμές αγοράς, αλλά τις περισσότερες φορές μόνο όταν τα αφεντικά τους τις είχαν ήδη εγκαταλείψει ή είχαν βρεθεί ένοχα για κραυγαλέες παραβάσεις.
Το έτος 2006 ήταν για πολλούς λόγους ένα σταυροδρόμι. Η δημιουργία οικονομικών μπλοκ στη Λατινική Αμερική, όπως η ALBA και ή CELAC, ήταν εκφράσεις του μπολιβαριανισμού του Τσάβες, εκφράσεις του παναμερικανικού του οράματος. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν σοσιαλισμός του 21ου αιώνα, η δημοκρατική επανάσταση που είχαν υποσχεθεί.
Στη Βενεζουέλα αναδυόταν μια νέα ελίτ, μια κυρίαρχη γραφειοκρατία με κόκκινα καπελάκια και μπλουζάκια. Την ίδια στιγμή, διάφορες αδυναμίες, η αποτυχία να ολοκληρωθούν μεγάλα έργα και η ενσωμάτωση ηγετών των μαζικών οργανώσεων σήμαναν την υπονόμευση των ίδιων οργανώσεων που με τους αγώνες τους είχαν οδηγήσει τον Τσάβες στην εξουσία.
Κάθε νέα εκλογική αναμέτρηση επιβεβαιώνε την τεράστια δημοτικότητα του Τσάβες. Όμως, οι πραγματικές συζητήσεις στο δρόμο έδειχναν μια ογκούμενη απογοήτευση για το νέο πολιτικό μηχανισμό που εμφανιζόταν να λειτουργεί κατά τις επιθυμίες του Τσάβες.
Από τα πάνω
Δεν υπήρχε καμιά ανοιχτή διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αντίθετα, οι πολιτικές επιλογές ανακοινώνονταν -συχνά απροειδοποίητα- στις τηλεοπτικές εκπομπές που έκανε ο Τσάβες την Κυριακή το πρωί. Έδινε έτσι την εντύπωση ενός καθεστώτος χωρίς στρατηγικό όραμα που έκανε πολιτική στο πόδι.
Η πολιτική συζήτηση πολωνόταν όλο και πιο πολύ. Αντί για αντιπαραθέσεις γίνονταν μόνο δημόσιες καταγγελίες. Και η εξουσία συγκεντρωνόταν όλο και περισσότερο στα χέρια του Τσάβες και του στενού του κύκλου.
Όμως, τα μαζικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής δεν είχαν βγει στους δρόμους για να δημιουργηθεί ένα εναλλακτικό καπιταλιστικό μπλοκ. Ήταν η υπόσχεση της “λαϊκής εξουσίας” που είχε κάνει τον Τσάβες τόσο ισχυρό σύμβολο αντίστασης και ενός διαφορετικού, σοσιαλιστικού μέλλοντος.
Την παραμονή του τελευταίου του ταξιδιού για περίθαλψη στην Αβάνα, ο Τσάβες διαβεβαίωσε το τηλεοπτικό του κοινό ότι άφηνε πίσω του μια ισχυρή συλλογική ηγεσία. Στην πραγματικότητα, η εξουσία του τσαβιστικού κράτους ήταν συγκεντρωμένη στον ίδιο τον Τσάβες. Χωρίς αυτόν, τα επί μέρους συμφέροντα και η δίψα για εξουσία του κάθε υπουργού του θα οδηγούσαν αναγκαστικά σε σύγκρουση. Κανείς δεν έχει το χάρισμα που είχε αναμφισβήτητα ο Τσάβες.
Οι εναλλακτικές επιλογές που αντιμετωπίζει πλέον η Βενεζουέλα είναι είτε να δυναμώσει ο ρόλος ενός κράτους που θα ισχυρίζεται ότι δρα στο όνομα του Τσάβες, αλλά δεν θα μπορεί να διεκδικεί την λαϊκή του επιρροή, είτε η αναγέννηση ενός ισχυρού μαζικού κινήματος που είναι ακόμη έτοιμο να παλέψει για τη “λαϊκή εξουσία”.
Ο Τσάβες άφησε πίσω του μια γλώσσα απελευθέρωσης και αλληλεγγύης, αλλά οι δομές που μπορούν μετατρέψουν αυτά τα οράματα σε ένα διαφορετικό είδος κοινωνίας ακόμη δεν έχουν χτιστεί.
Το αουτσάιντερ που έγινε θρύλος
Στις 4 Φλεβάρη του 1992, ένας νεαρός συνταγματάρχης των αλεξιπτωτιστών ηγήθηκε ενός πραξικοπήματος. Κράτησε 24 ώρες. Το όνομά του ήταν Ούγκο Τσάβες Φρίας. Συνελήφθη και του δόθηκε ένα λεπτό στην τηλεόραση για να καλέσει τους ανθρώπους του να σταματήσουν. Η ανακοίνωσή του ότι η προσπάθεια σταματάει “προς το παρόν” έμεινε θρυλική. Για δεκαετίες την εξουσία στη Βενεζουέλα μοιραζόταν μια διεφθαρμένη δικομματική γραφειοκρατία. Οι ίδιοι μοιράζονταν και τα έσοδα από το πετρέλαιο.
Το 1989, ο πρόσφατα εκλεγμένος πρόεδρος Κάρλος Αντρές Πέρες συμφώνησε σε ένα πρόγραμμα λιτότητας που συγκρότησε το ΔΝΤ. Ο κόσμος στις φτωχογειτονιές ξέσπασε σε τρεις μέρες εξέγερσης που έμεινε γνωστή ως “Καρακάσο”. Η εξέγερση κατεστάλη άγρια, αλλά και ο θυμός και οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν.
Ο Ούγκο Τσάβες ήταν παιδί φτωχής οικογένειας από την επαρχία Μπαρίνας. Η μητέρα του ήταν δασκάλα. Αντίθετα με πολλές άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, ο στρατός της Βενεζουέλας έδινε τη δυνατότητα για καριέρα στα χαμηλά στρώματα της μεσαίας τάξης και έτσι ο Τσάβες μπήκε στη στρατιωτική ακαδημία.
Η προσωπική του ιστορία έχει σε μεγάλο βαθμό μυθοποιηθεί, όμως ο Τσάβες σίγουρα κουβαλάει την κληρονομιά της ταξικής του καταγωγής. Φαίνεται στα ανάγλυφα χαρακτηριστικά της μεικτής του εθνικής προέλευσης, στον τρόπο που μιλάει και κινείται, στη γνήσια αγάπη του για τη λαϊκή κουλτούρα.
Αυτός είναι ένας λόγος που κατάφερε να έχει τόσο βαθιά αναγνώριση στους φτωχούς και τους εργαζόμενους της Βενεζουέλας. Το θηριώδες μίσος που τρέφουν οι μεσαίες τάξεις για τον Τσάβες οφείλεται στους ίδιους λόγους – λόγω της φυλετικής και κοινωνικής του καταγωγής θεωρείται “ξένος”.