Αντιφασιστικό κίνημα
H δίκη της Χρυσής Αυγής: Συντριπτικές καταθέσεις
Με την εξέταση των μαρτύρων που ήταν παρόντες στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα συνεχίζεται η δίκη της Χρυσής Αυγής. Μέσα από τις περιγραφές τους αρχίζουν και ξεδιπλώνονται όλα όσα κατήγγειλαν στις συγκλονιστικές καταθέσεις τους οι γονείς του αντιφασίστα μουσικού περί οργανωμένου τάγματος εφόδου της Χρυσής Αυγής που έδρασε ύστερα από εντολή της ηγεσίας και με την ανοχή της αστυνομίας.
Πρώτος κατέθεσε ο Παύλος Σεϊρλής, φίλος του Παύλου Φύσσα και ένας από την παρέα του εκείνο το βράδυ. Η κατάθεσή του ξεκίνησε την Πέμπτη 8 Οκτώβρη, 20η ημέρα της δίκης (η αδερφή του Παύλου Φύσσα, Ειρήνη, δε συνέχισε την κατάθεσή της την ίδια μέρα για λόγους υγείας προσκομίζοντας μέσω της συνηγόρου της, Ε. Τομπατζόγλου, ιατρική γνωμάτευση). Κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων της προέδρου, ο Παύλος Σεϊρλής περιέγραψε αναλυτικά το βράδυ της δολοφονίας, από την ώρα που τηλεφώνησε στον Παύλο για να συναντηθούν ως και τη στιγμή που βρέθηκε με χειροπέδες, χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί, στο τμήμα Κερατσινίου και μάλιστα στο ίδιο κελί με το δολοφόνο του φίλου του, Ρουπακιά.
Ο ίδιος, όπως είπε, βρισκόταν, μαζί με άλλα παιδιά της παρέας που δέχτηκαν την επίθεση των χρυσαυγιτών, σε κοντινή -από το Κοράλλι όπου βρισκόταν ο Παύλος με δύο ακόμα άτομα- καφετέρια, παρακολουθώντας τον ποδοσφαιρικό αγώνα. Στο ημίχρονο είδε αναπάντητη του Παύλου και του τηλεφώνησε. Οι περισσότεροι αποφάσισαν να μετακινηθούν στο Κοράλλι για να συνεχίσουν τη βραδιά τους όλοι μαζί. Πήραν τα αυτοκίνητά τους προκειμένου να τα έχουν κοντά και πάρκαραν στην Κεφαλληνίας λίγο πιο πάνω από το Κοράλλι.
Περπατώντας προς το μαγαζί ο μάρτυρας είδε να βγαίνει ένας “με μαύρη μπλούζα και παντελόνι παραλλαγής, τατουάζ στο μπράτσο”, ενώ μέσα στο καφέ παρατήρησε ότι η διπλανή παρέα, τρία άτομα, ήταν σε κινητικότητα με συνεχή ανταλλαγή μηνυμάτων και βλεμμάτων -χωρίς ωστόσο να δώσει ιδιαίτερη σημασία και να κάνει οποιεσδήποτε συνδέσεις στο μυαλό του. Όπως είπε, όταν αργότερα του έδειξαν φωτογραφίες στην Ασφάλεια, αναγνώρισε τον Μιχάλαρο ως το άτομο με το τατουάζ και τους Άγγο – Τσαλίκη ως τα δύο από τα τρία άτομα μέσα στο καφέ.
Αμέσως μετά μίλησε για όσα ακολούθησαν όταν ο ίδιος και η παρέα του βγήκαν από το καφέ:
Για τα τέσσερα τουλάχιστον άτομα που βρίσκονταν κοντά στα αυτοκίνητά τους, “μαυροφορεμένοι, με παντελόνια παραλλαγής, ένας έφερε μαδέρι”, δημιουργώντας τους την αίσθηση του φόβου και εμποδίζοντάς τους να πλησιάσουν.
Για το μεσάζοντα, “ένας κύριος μικρόσωμος, με ριγέ μπλούζα, αστυνομικός είπε, μας σύστησε να απομακρυνθούμε για να μη δημιουργηθεί φασαρία” που πηγαινοερχόταν ανάμεσα στους χρυσαυγίτες και την παρέα του. Για την απόφασή τους να κινηθούν προς τη Τσαλδάρη όπου έβαλαν τον ένα φίλο τους σε ταξί ενώ εμφανίστηκε η αστυνομία. Για το ασημί αυτοκίνητο με τα τέσσερα άτομα που σταμάτησε μπροστά τους με τον οδηγό (ο Ρουπακιάς όπως αποδείχτηκε) να ρωτά που είναι η Κεφαλληνίας, τον Παύλο να απαντά “εδώ είσαι αδερφέ” κι αυτός να φεύγει “γκαζωμένος”. Για τα μηχανάκια πίσω και μπροστά από το αυτοκίνητο, στο πίσω κάθισμα του οποίου βρίσκονταν, όπως αναγνώρισε αργότερα, η κατηγορούμενη Σκαρπέλη και η Μπαξεβανάκη (σύζυγοι Πατέλη και Άγγου).
Για τις βρισιές και τις απειλές από τα τριάντα με σαράντα, μαυροφορεμένα και οπλισμένα με κράνη και ρόπαλα, άτομα που συγκεντρώθηκαν στη Κεφαλληνίας και για το φόβο που ένιωσαν καθώς άρχισαν να δέχονται επίθεση με συνεχή πλευρικά χτυπήματα. Για το χτύπημα που δέχτηκε ο ίδιος από άτομο που αργότερα αναγνώρισε ως τον κατηγορούμενο Αναδιώτη και για το ασημί αυτοκίνητο που είδε με την άκρη του ματιού του να κατεβαίνει ανάποδα τη Τσαλδάρη πριν καταφέρει να κρυφτεί μαζί με τους φίλους του σε μια πυλωτή, δυο στενά πιο πάνω. Για τον εγκλωβισμό του Παύλου και ενός ακόμα φίλου τους, του Μελαχρινόπουλου, στη Τσαλδάρη.
Παρίστανε “τον περαστικό”
Για την αστυνομία που συνέλαβε όσους βρήκε στην πυλωτή και κανέναν από όσους ακόμα και μέχρι εκείνη τη στιγμή τους έψαχναν με τις μηχανές μέσα στα στενά. Για τη μεταφορά τους με χειροπέδες στο αστυνομικό τμήμα Κερατσινίου και τον εγκλεισμό τους στο ίδιο κελί με το Ρουπακιά ο οποίος, μέχρι να μάθουν ότι ο Παύλος είχε πεθάνει και ζητήσει να τον βγάλουν από εκεί, παρίστανε με άνεση “τον περαστικό” ενώ έστελνε συνεχώς μηνύματα.
Ο φίλος του Παύλου Φύσσα δήλωσε σίγουρος ότι η επίθεση ήταν προσχεδιασμένη ενώ περιέγραψε τη Χρυσή Αυγή ως απογόνους των ναζί όπως φαίνεται από τους συμβολισμούς, τους χαιρετισμούς, τη στρατιωτική τους οργάνωση.
“Είναι μια οργάνωση τρελών που δολοφονούν όσους είναι αντίθετους με αυτούς, ανεξαρτήτως φύλου, εθνικότητας, θρησκείας” και συνέχισε: “Κινούνται σαν στρατός. Ποτέ δεν κινούνται ατομικά, χωρίς εντολή. Είναι πάντα οπλισμένοι”. Καταλήγοντας “έδειξε” το Γιάννη Λαγό ως αυτόν που έδωσε την εντολή ύστερα από έγκριση του Μιχαλολιάκου, ενώ σε ερώτηση της εισαγγελέως για το πώς είναι σίγουρος ότι είχαν εντολή να σκοτώσουν απάντησε ξεκάθαρα: “Οταν είσαι έτσι οπλισμένος, δε πας για να χαϊδέψεις τα αυτιά του θύματος”.
Παραστρατιωτική ομάδα
Ακολούθησαν οι ερωτήσεις των συνηγόρων της Πολιτικής Αγωγής για το τρόπο της επίθεσης, “συγκροτήθηκαν πρώτα και μετά επιτέθηκαν” είπε ο μάρτυρας, ενώ για τη μεθοδολογία τους σε ανάλογες επιθέσεις ή εμφανίσεις, για “παραστρατιωτική ομάδα” μίλησε ο φίλος του Παύλου Φύσσα.
Οι συνηγόροι υπεράσπισης των χρυσαυγιτών επικεντρώθηκαν στα όσα προηγήθηκαν της δολοφονίας και συγκεκριμένα στο γιατί ο μάρτυρας και η παρέα του μετακινήθηκαν από την καφετέρια που βρίσκονταν προς το Κοράλλι. Με τις ερωτήσεις τους υπονοούσαν ότι ο Παύλος και η παρέα του είχαν αντιληφτεί τους χρυσαυγίτες και φώναξαν “ενισχύσεις”.
Δεν έλειψαν και οι προκλητικές ερωτήσεις όπως αυτή του συνήγορου του Ρουπακιά για το αν το μαδέρι που ο μάρτυρας είδε να κρατά ο χρυσαυγίτης έξω από το Κοράλι θα μπορούσε να είναι... ομπρέλα! Σε παρόμοιου επιπέδου ερώτηση του ίδιου συνηγόρου ήταν που παρενέβη ο δικηγόρος της οικογένειας Φύσσα, Ανδρέας Τζέλλης, για να δεχτεί την επίθεση του αδελφού και δικηγόρου του Μιχαλολιάκου, Τ. Μιχαλόλια που τον αποκάλεσε “καραγκιόζη”. Αυτό προκάλεσε την έκρηξη της δικηγόρου της οικογένειας Φύσσα, Ε. Τομπατζόγλου που το κατήγγειλε στο δικαστήριο και δικαιολογημένα φώναξε όταν ο Μιχαλόλιας το αρνήθηκε: “Εκτός από φασίστες είστε και άνανδροι”. Τότε η δίκη διεκόπη για την Τρίτη 13 Οκτώβρη.
Μεθοδεύσεις
Οι μεθοδεύσεις των συνηγόρων των χρυσαυγιτών να ακυρώσουν την κατάθεση του Παύλου Σεϊρλή συνεχίστηκε στις 13 Οκτώβρη, στην 21η ημέρα της δίκης. Έφτασαν μέχρι το σημείο να ρωτούν το μάρτυρα αν και πόσο αλκοόλ είχαν πιει ο Παύλος και οι φίλοι εκείνο το βράδυ... Με το δίκιο του ο φίλος του Παύλου Φύσσα, όταν ρωτήθηκε να απαντήσει με ακρίβεια πόσα άτομα τους επιτέθηκαν, ξέσπασε “πολλοί, δε κάθησα να τους μετρήσω, με κυνηγούσαν, συγνώμη κιόλας!”.
Στο τέλος και μετά από σχετικό αίτημα του συνηγόρου του Άγγου να παρουσιαστεί στο δικαστήριο άτομο που απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες και είναι μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη ώστε να το αναγνωρίσει, ο Παύλος Σεϊρλής αναγνώρισε επί τόπου την Κωνσταντίνα Μπαξεβανάκη ως τη μία εκ των δύο γυναικών στο αυτοκίνητο του Ρουπακιά.
“Δύο στοιχεία προσέθεσε ο μάρτυρας”, είπε ο Τάκης Ζώτος, από την Πολιτική Αγωγή, όταν έγιναν οι σχολιασμοί της κατάθεσης: “Το πρώτο είναι αυτό της οργανωμένης επίθεσης και το δεύτερο ο φόβος που προκαλεί η δράση της εγκληματικής οργάνωσης όχι μόνο κατά τη διάρκεια της επίθεσης αλλά και μετά” (ο φίλος του Παύλου Φύσσα είχε αναφερθεί σε απειλητικά μηνύματα που δεχόταν πριν τη δίκη στο φέισμπουκ).
Για την ακρίβεια της κατάθεσης του μάρτυρα, μίλησε ο Θανάσης Καμπαγιάννης, από την Πολιτική Αγωγή, επισημαίνοντας στη συνέχεια την προσπάθεια των συνηγόρων των χρυσαυγιτών να παρουσιάσουν τα θύματα ως θύτες. Και τόνισε ως σημαντική εξέλιξη τα λόγια του συνηγόρου του Λαγού: “Ο Πατέλης μπορεί να λέει ό,τι θέλει” (ρωτώντας αν ο μάρτυρας συμπεραίνει ότι δόθηκε εντολή Λαγού από το βίντεο στο οποίο ο πυρηνάρχης της Νίκαιας ενημερώνει χρυσαυγίτες σχετικά με επίθεση που θα γίνει μόνο με “εντολή Λαγού”).
Η συνεδρίαση της 13 Οκτώβρη είχε ξεκινήσει με κοινή δήλωση της Πολιτικής Αγωγής σχετικά με την απόρριψη από το δικαστήριο του αιτήματός της για προβολή οπτικοακουστικού υλικού της δικογραφίας κατά την εξέταση των μαρτύρων, μιλώντας για απόφαση που βάζει εμπόδια στη βαθύτερη και αποτελεσματικότερη έρευνα του δικαστηρίου προς απόδειξη της πραγματικής αλήθειας.