Και όμως τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Με βάση το Άρθρο 14, παρ. 1 του Προεδρικού Διατάγματος 22/1996, ένας αστυνομικός μπορεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα όταν ασκείται σε βάρος του δίωξη για ποινικό αδίκημα, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών ή όταν διατάσσεται σε βάρος του ΕΔΕ για πειθαρχικό παράπτωμα οπότε τιμωρείται με απόταξη ή τάσσεται σε διαθεσιμότητα δύο έως έξι μηνών.
Οι ΕΔΕ αποτελούν κλειστές, εσωτερικές αστυνομικές διαδικασίες, όπου δεν συμμετέχει ο καταγγέλλων και μάλιστα οι αστυνομικοί εξετάζουν τη νομιμότητα των ενεργειών των ίδιων των συναδέλφων τους. Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη για τον πειθαρχικό έλεγχο των αστυνομικών, η οποία βασίστηκε σε 200 υποθέσεις τής περιόδου 1999-2004, που περιλαμβάνουν από θανάσιμους τραυματισμούς, βασανισμούς, κατάχρηση εξουσίας, παράνομες προσαγωγές και κρατήσεις και άλλες καταγγελίες, διαπιστώνει ότι μόνο στο 5% των υποθέσεων επιβλήθηκαν πειθαρχικές ποινές που ξεκινούσαν από επίπληξη και μπορεί να έφταναν σε πρόστιμο των 60 ευρώ.
Οι δράστες αστυνομικοί σχεδόν ποτέ δεν φτάνουν να καταδικαστούν από ποινικά δικαστήρια. Συνήθως γιατί τα θύματα βρίσκονται σε τόσο ανασφαλή θέση, ιδιαίτερα αν είναι μετανάστες και μάλιστα χωρίς χαρτιά, που πολύ δύσκολα μπορούν να τα βάλουν με ολόκληρο τον μηχανισμό της αστυνομίας. Ακόμη λιγότεροι πάλι είναι σε θέση να ασκήσουν έφεση διεκδικώντας μια δίκαιη αποζημίωση. Με δεδομένη τη συχνά χρονοβόρα διαδικασία των νομικών διαδικασιών, οι περισσότερες περιπτώσεις δεν φτάνουν ποτέ σε τελική δικαστική απόφαση εντός της νόμιμης οκταετίας με συνέπεια να διακόπτεται κάθε δίωξη σε βάρος των δολοφόνων αστυνομικών.
Χρήση όπλου
Αλλά και η ίδια η νομοθεσία που αφορά στη χρήση πυροβόλων όπλων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας είναι υπέρ των αστυνομικών. Ο σχετικός νόμος υπάρχει από το 1943, ο οποίος υποτίθεται ότι εκσυγχρονίστηκε το 2003. Σύμφωνα με το νόμο ειδική προϋπόθεση για τον πυροβολισμό ακινητοποίησης είναι να υπάρχει «είτε ένοπλη επίθεση, είτε κίνδυνος χρήσης όπλου από τον καταδιωκόμενου». Ενώ ειδική προϋπόθεση για τον πυροβολισμό εξουδετέρωσης «να αποσκοπεί στην απόκρουση επίθεσης ενωμένης με κίνδυνο ζωής». Σε κάθε περίπτωση μπορεί πολύ εύκολα ο αστυνομικός να επικαλεστεί κίνδυνο της ζωής του και να την βγάλει καθαρή. Ο νέος νόμος δεν απαγορεύει ρητώς τη χρήση πυροβόλων όπλων κατά διαδηλωτών.
Με χουντικούς νόμους, που προβλέπουν την άσκηση ωμής βίας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα η ΕΛ.ΑΣ. το δικαίωμα των πολιτών να διαδηλώνουν. Στο χουντικό διάταγμα προβλέπονται και τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί για να διαλύσουν μια συγκέντρωση. Αυτά είναι, κατά σειρά, η βίαιη απώθηση, ο καταιονισμός , η αστυνομική ράβδος, οι υποκόπανοι των όπλων, τα δακρυγόνα και «άλλα συναφή μέσα».Από τις αστυνομικές μεθόδους, δεν αποκλείεται και η εκφοβιστική βολή με πυροβόλα όπλα στον αέρα, αλλά ούτε οποιαδήποτε άλλη χρήση των όπλων.
Πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά έκρινε παράνομη τη χρήση όπλου από αστυνομικό σε καταδίωξη, επειδή δεν υπήρχε εναντίον του κάποια σοβαρή απειλή. Το δικαστήριο δικαίωσε το θύμα, υποχρεώνοντας το Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ. Το δικαστήριο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πυροβολισμός ακινητοποίησης, όπως λέγεται ο πυροβολισμός στα πόδια είναι παράνομος, εφόσον ο κακοποιός δεν κρατούσε όπλο ούτε απειλούσε να πυροβολήσει εναντίον του δράστη. Μια μικρή λεπτομέρεια. Το θύμα ήταν αστυνομικός συνάδελφος του δράστη, ο οποίος προσέφυγε με αγωγή κατά του ελληνικού Δημοσίου, ζητώντας αποζημίωση.

