Πολιτισμός
Κινηματογράφος: "Οι κληρονόμοι" του Μαρτσέλο Μαρτινέσσι

Μια ταινία μικρού προϋπολογισμού από μια μικρή χώρα (την Παραγουάη) εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς, από το Φεστιβάλ Βερολίνου μέχρι τις «Νύχτες πρεμιέρας» βρίσκεται στα σινεμά από τις 15 Νοέμβρη και έχει πολλά πράγματα να πει.

Η ιστορία ακολουθεί με αργό ρυθμό αλλά διεισδυτική ματιά και συναισθηματική ενάργεια δυο μεσήλικες γυναίκες, όταν η ήρεμη αλλά συμβατική ζωή τους ανατρέπεται ριζικά από την οικονομική κρίση.  Η Τσέλα και η Τσικίτα είναι ζευγάρι για πολλά χρόνια, κατάγονται από εύπορες οικογένειες της Ασουνσιόν, μένουν σε μια μονοκατοικία που κληρονόμησε η Τσέλα από την οικογένειά της, έχουν οικιακή βοηθό και μια παλιά μερσεντές (του πατέρα της Τσέλα), που οδηγεί η εξωστρεφής και δυναμική Τσικίτα. Ωστόσο έχουν πάψει να ανήκουν στην ανώτερη τάξη, και για να επιβιώσουν εκποιούν σταδιακά την περιουσία τους: έπιπλα, κρυστάλλινα σερβίτσια, κουρτίνες και κλινοσκεπάσματα πωλούνται σε τιμή ευκαιρίας, αλλά και πάλι, η Τσικίτα θα βρεθεί στη φυλακή λόγω χρέους, πρακτική που μαθαίνουμε ότι εφαρμόζεται συχνά στη χώρα, ασφαλώς μόνο όταν πρόκειται για τους φτωχούς.

Η ανασφαλής και χαμηλού προφίλ Τσέλα θα βρεθεί ξαφνικά μόνη, αλλά αυτό που ακολουθεί δεν είναι η κατάρρευση, αντίθετα η αφύπνιση. Η αφορμή είναι εντελώς τυχαία, μια παρέα πλούσιων ηλικιωμένων γυναικών την μισθώνει να τις πηγαινοφέρνει στα μανιώδη χαρτοπαίγνιά τους, νομίζοντας ότι είναι σοφέρ, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει καν έγκυρο δίπλωμα. Η Τσέλα βγαίνει από τον μικρόκοσμο της όμορφης μονοκατοικίας, της σύμβασης και του κονφορμισμού που στην πραγματικότητα την έχουν παγιδεύσει για δεκαετίες, μπαίνει σε διαδικασία αυτογνωσίας, πειραματισμού (είναι φοβερή η σκηνή όπου κάνει το πρώτο της τσιγάρο) και σεξουαλικής αφύπνισης, όταν θα γνωρίσει τη νεώτερή της, Άντζι. Είναι μια πορεία γλυκόπικρη, αντιφατική και από ό,τι φαίνεται χωρίς επιστροφή.  

Εκ πρώτης μια ιστορία χαρακτήρων, αλλά σε δεύτερη ματιά αλληγορία για μια ολόκληρη χώρα (την Παραγουάη),όπου η πολιτική της αστικής τάξης οδήγησε έναν ολόκληρο λαό στη φτώχεια, την καταστολή και τελικά στην εκποίηση (όπως συμβαίνει με την κληρονομιά των δυο ηρωίδων). Με τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη: 

“Όσοι γεννηθήκαμε στην Παραγουάη στα 70s, είμαστε απόγονοι μιας χαμένης γενιάς. Ο στρατιωτικός που πήρε τον ολοκληρωτικό έλεγχο της χώρας το 1954, απαγόρευσε βιβλία, και βασάνισε, δολοφόνησε ή εξόρισε νέους ανθρώπους. Παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 1989. Όσοι από τη γενιά των γονιών μας έμειναν στη χώρα, πέρασαν τα νιάτα τους κάτω από τη σκιά ενός καθεστώτος που δεν τους επέτρεπε να είναι ο εαυτός τους. Τα καλύτερά τους χρόνια, τα έζησαν μέσα στον φόβο. Αυτές οι γυναίκες είναι προϊόν εκείνης της εποχής. Γι’ αυτό με ενδιέφερε να ρίξω ένα φως πάνω τους και να εξερευνήσω εκείνον τον κόσμο που παραμένει ένα μυστήριο για μένα.”

 Με ελάχιστα οικονομικά μέσα, χωρίς εγχώρια κινηματογραφική παράδοση, αλλά με άποψη και δημιουργικότητα,  με δυο  φοβερές ερμηνεύτριες (η Άνα Μπρουν που βραβεύτηκε στη Μπερλινάλε βιοπορίζεται σαν δικηγόρος και η Μαργκαρίτα Ιρούν πολύπειρη ηθοποιός θεάτρου), οι «Κληρονόμοι» δείχνουν τη δυνατότητα «μικρές» ιστορίες να αποκτούν παγκόσμια διάσταση και ακροατήριο.