Έρευνα που εκπονήθηκε από ερευνήτριες κι ερευνητές του Παντείου Πανεπιστημίου δημοσιοποιεί η ΑΔΕΔΥ και το Κοινωνικό Πολύκεντρο για το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης και των σεξιστικών συμπεριφορών στον χώρο του Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτό, παραχωρήθηκε συνέντευξη Τύπου την Τρίτη 15 Μάρτη.
Προλογίζοντας εκ μέρους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ, ο Γιώργος Πετρόπουλος τόνισε ανάμεσα σε άλλα ότι “υπάρχει μια στερεότυπη αντίληψη που λέει ότι στο δημόσιο οι εργαζόμενοι/ες έχουν ασφαλείς σχέσεις εργασίας. Αντίθετα το 1/3 των εργαζόμενων είναι με επισφαλείς σχέσεις, χωρίς να υπολογίσουμε τους εργολαβικούς”.
Την παρουσίαση της έρευνας έκανε η υπεύθυνη της ερευνητικής ομάδας, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Μαρία Στρατηγάκη, ενώ στη συνέντευξη Τύπου έλαβαν μέρος και οι ερευνήτριες Αρετή Μαυρομμάτη Λαγάνη (υποψήφια διδάκτορας) και Αναστασία Χαραλάμπη (μεταδιδακτορική ερευνήτρια).
“Ειδικά την εποχή του #metoo στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντικό να δούμε από κοντά ποια είναι η κατάσταση για να μη μένουμε με τους μύθους”, τόνισε η Μ. Στρατηγάκη. “Ο πρώτος είναι ότι δεν υπάρχει εκτεταμένη σεξουαλική παρενόχληση γιατί υπάρχει ασφάλεια της εργασίας. Ο δεύτερος είναι ότι η σεξουαλική παρενόχληση ασκείται αποκλειστικά από ανώτερους ιεραρχικά άντρες προς κατώτερες ιεραρχικά γυναίκες, σε ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα. Ο τρίτος μύθος είναι ότι η σεξουαλική παρενόχληση καταγγέλλεται όταν συμβεί γιατί δεν απειλεί την εργασιακή ασφάλεια των καταγγελλουσών. Ο τέταρτος είναι ότι όταν καταγγελθεί ασκείται δίωξη και τιμωρούνται οι δράστες”.
Η έρευνα έγινε σε δυο σκέλη. Το πρώτο ήταν μια δειγματοληπτική έρευνα στον γενικό πληθυσμό με ερωτηματολόγιο (στην οποία συμμετείχαν 697 εργαζόμενοι/ες) και το δεύτερο οι ποιοτικού τύπου σε βάθος συνεντεύξεις (όπου συμμετείχαν 26 γυναίκες). Όπως σημείωσε η Μ. Στρατηγάκη: “Η δειγματοληπτική έρευνα δείχνει μια διαφορά στις απαντήσεις ανδρών και γυναικών. Πρώτο, στις απαντήσεις σε σχέση με το αν γνωρίζουν αν υπάρχει σεξουαλική παρενόχληση, οι γυναίκες δήλωσαν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι γνωρίζουν. Δεύτερο, στην ερώτηση κατά πόσο νιώθουν άνετα να αναφέρουν την ανάρμοστη συμπεριφορά, οι γυναίκες απάντησαν ότι νιώθουν λιγότερο άνετα. Τρίτο, διαφορά εντοπίστηκε στο αν έχουν υπάρξει μάρτυρες ανάρμοστων, προσβλητικών, σεξουαλικών αστείων, υπαινιγμών ή πειραγμάτων στον χώρο εργασίας. Οι γυναίκες απάντησαν ναι σε μεγαλύτερο ποσοστό”.
Όσον αφορά στην ποιοτική έρευνα, όπως είπαν οι ερευνήτριες στη συνέντευξη Τύπου, ενδιαφέρον δήλωσαν 60 γυναίκες, αλλά τελικά σε συνέντευξη προχώρησαν οι 26. “Αυτό είναι ένα στοιχείο που αποδεικνύει πόσο δύσκολο είναι να μιλήσουν οι γυναίκες ελεύθερα για το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης”, παρατήρησε η Αρετή Μαυρομμάτη-Λαγάνη. “Ακόμα και γυναίκες που είναι μόνιμες στο δημόσιο αισθάνονται επισφάλεια. Οι περισσότερες από αυτές που έδωσαν συνέντευξη είναι μόνιμες”.
Στις συνεντεύξεις αναδείχθηκαν μοτίβα όπως η ανώτερη ιεραρχική θέση του δράστη, η αρχαιότητα στην υπηρεσία, οι δεσμοί του με κόμματα ή συνδικάτα. Οι συμμετέχουσες χρησιμοποίησαν λέξεις όπως “τοξικό”, “ανταγωνιστικό”, “αρνητικό”, “επιθετικό” έως και “επικίνδυνο” για να περιγράψουν το περιβάλλον εργασίας τους, καθώς και εκφράσεις όπως “δε νιώθεις ότι είσαι ασφαλής, ότι έχεις δικαιώματα”, “είναι ένα σεξιστικό περιβάλλον”, “δεν πα να έχεις διδακτορικό, άμα είσαι γυναίκα...”, “πήγαινα να πω τη γνώμη μου, με διέκοπτε επανειλημμένα”.
Οι συνέπειες αυτών των περιστατικών ήταν μεγάλες, καθώς κάποιες συμμετέχουσες δήλωσαν ότι σκέφτηκαν να εγκαταλείψουν την εργασία τους μετά από τέτοιες συμπεριφορές. Άλλες επέλεξαν να μην αναφέρουν το περιστατικό στη διοίκηση καθώς δεν ένιωθαν άνετα να το αναφέρουν.
Όσον αφορά στην αντιμετώπιση, οι συμμετέχουσες δήλωσαν ότι η διοίκηση αδιαφορεί ή καλύπτει τέτοια περιστατικά. Κάποιες ανέφεραν ότι δεν μπήκαν στη διαδικασία να αναφέρουν περιστατικά για ανώτερους γιατί γνώριζαν ότι δεν θα τις προστατέψουν. Παρότι πάνω από 20 περιστατικά είχαν μάρτυρες, δεν προστατεύτηκαν ούτε οι μάρτυρες. Αναδείχθηκε επίσης ότι συνήθως οι δράστες έχουν συστηματικά τέτοια συμπεριφορά.
Αντίποινα
Αναδείχθηκε επίσης το γεγονός ότι τα θύματα μπορεί να αντιμετωπίσουν αντίποινα. “Ξεκίνησε ένας πόλεμος από την ίδια την υπηρεσία”. “Μου έκοψαν άδειες”. “Μου είπαν ότι αυτό θα πρέπει να μείνει σε επίπεδο διεύθυνσης και να μην αναφερθεί στο αρμόδιο υπουργείο”. “Δεν ήξερα τι να κάνω, ήταν η δεύτερη δουλειά μου και ήμουν τρομαγμένη. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω κάτι στον τύπο που ήταν πρώην μπάτσος και ήξερε πού μένω. Να με βρουν νεκρή ή βιασμένη;”, ήταν κάποιες από τις δηλώσεις των συμμετεχουσών. Σε σχετική ερώτηση, οι ερευνήτριες είπαν ότι ανάμεσα στα αντίποινα ήταν οι δυσμενείς μετακινήσεις, η περιθωριοποίηση, η αφαίρεση καθηκόντων.
Οι συμμετέχουσες συμφωνούν ότι οι διαδικασίες τιμωρίας δεν είναι εφαρμόσιμες για συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων. Ακόμα και στην εξαιρετική περίπτωση που θα γίνει μια ΕΔΕ δεν αποδίδεται δικαιοσύνη. Η ερμηνεία που δόθηκε είναι ότι αυτό συμβαίνει γιατί ο δράστης έχει κάποιου είδους εξουσία στον οργανισμό.
Σε σχετική ερώτηση της Εργατικής Αλληλεγγύης, η Αρετή Μαυρομμάτη Λαγάνη σχολίασε ότι “είχαμε την αίσθηση ότι το #metoo έδωσε δύναμη στις γυναίκες. Γυναίκες που είχαν ίσως αφήσει στο παρελθόν τους κάποια περιστατικά, ήρθαν τώρα να μιλήσουν στις συνεντεύξεις γι' αυτό το θέμα, ακριβώς επειδή έγινε πέρσι το #metoo. Αυτό είναι πράγματι ένα στοιχείο που θα μπορούσαμε να θίξουμε σε μια επόμενη έρευνα”.
Τον λόγο πήρε επίσης η Τιάνα Ανδρέου, η οποία δήλωσε ότι είναι μια από τις 26 γυναίκες που έδωσαν συνέντευξη: “Είμαι συνδικαλίστρια, εκλεγμένη στο ΔΣ της ΟΣΥΟ και εργαζόμενη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εγώ υπέστην το περιστατικό το 2009 και το ότι υπήρξε ένα κίνημα όπως το #metoo μου έδωσε δύναμη να μιλήσω, το 2021. Ο αριθμός όσων συμμετείχαν σε αυτή την έρευνα δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση. Κατ' αρχήν η ενημέρωση ότι το Κοινωνικό Πολύκεντρο της ΑΔΕΔΥ κάνει αυτή την έρευνα με το ζόρι διακινήθηκε στα σωματεία. Σε μεγάλους χώρους που είναι δυνατή η Αριστερά μπορεί να έγινε. Τα περισσότερα δεν το στείλανε.
Να μη μας κάνει εντύπωση επίσης ότι ένα μεγάλο κομμάτι των καταγγελιών δεν γίνονται γιατί οι εργαζόμενες που υποστήκανε παρενοχλήσεις δεν μπορούν να γραφτούν στα σωματεία. Είναι εγκληματικό το ότι για συμβασιούχες εργαζόμενες, που είναι χιλιάδες στο δημόσιο και έχουν τις πιο επισφαλείς σχέσεις εργασίας, δεν αλλάζουν τα καταστατικά των σωματείων για να τις δεχτούν -όπως και όλους τους συμβασιούχους- επί ίσοις όροις.
Είναι πολύ σωστό να μπει σαν πειθαρχικό παράπτωμα η παρενόχληση, αλλά πρέπει στα καταστατικά των σωματείων να μπει ρήτρα που να λέει ότι οποιοσδήποτε κάνει σεξουαλική παρενόχληση θα διαγράφεται. Δεν μπορούμε να βάλουμε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα, όπως έχει γίνει στον ιδιωτικό τομέα όπου ένας βιομήχανος ορίζει την επιτροπή που ελέγχει.
Ασπίδα ενάντια στις παρενοχλήσεις είναι τα σωματεία, αν μπορέσουν χιλιάδες γυναίκες που είναι έξω απ' αυτά να γραφτούν. Για να μπορούν να παλέψουν και για τις συνθήκες εργασίας τους όπως και για τις παρενοχλήσεις. Να μπουν μπροστά τα σωματεία και μετά να ξαναγίνει μια τέτοια έρευνα με άλλους όρους, και νομίζω τότε θα είναι πολύ πιο αντιπροσωπευτικό το δείγμα”.
15/3, Συνέντευξη Τύπου. Φωτό: Αφροδίτη Φράγκου