Χαρακτικό του Τάκη Μάρθα.
Ογδόντα χρόνια πριν, στους χώρους δουλειάς και στις εργατοσυνοικίες της Αθήνας, οργανώθηκε μια από τις μεγαλύτερες μάχες που έδωσε το αντιστασιακό κίνημα στην περίοδο της Κατοχής. Η μάχη που κουρέλιασε το διάταγμα της «πολιτικής επιστράτευσης» - και μαζί το γόητρο της παντοδυναμίας - των ναζιστικών αρχών κατοχής.
Καθώς ο πόλεμος είχε πάψει προ πολλού να είναι «αστραπιαίος», όλο και περισσότεροι εργάτες στέλνονταν από τα γερμανικά εργοστάσια στα πολεμικά μέτωπα. Η λύση για τη ναζιστική πολεμική οικονομία ήταν η επίταξη εργατικού δυναμικού από τις κατεχόμενες χώρες. Να μπορεί, δηλαδή, να μετακινεί εργάτες σε εργασιακούς χώρους που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της Βέρμαχτ εντός της κατεχόμενης χώρας ή να τους στέλνει στα εργοστάσια του Ράιχ.
15.000.000 εργάτες από τις κατεχόμενες χώρες οδηγήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία στη ναζιστική Γερμανία. Εξαίρεση αποτέλεσε μόνο η Ελλάδα χάρη σ’ αυτή την τεράστια εργατική εξέγερση που συσπείρωσε γύρω της τη νεολαία και όλους όσους υπέφεραν από τα δεινά της κατοχής και του πολέμου. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στις 19 Φλεβάρη του ’43 ο στρατηγός Βίλχελμ Σπάιντελ υπέγραψε το διάταγμα «περί υποχρεωτικής εργασίας του αστικού πληθυσμού της Ελλάδας», σύμφωνα με το οποίο «Έκαστος κάτοικος της Ελλάδος 16-45 ετών, υποχρεούται, εάν το απαιτήσουν οι περιστάσεις, να αναλάβει υποδεικνυομένην προς αυτόν εργασία δια τας γερμανικάς και ιταλικάς υπηρεσίας. Οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να εργάζωνται έξω του τόπου της μονίμου κατοικίας, συγκροτημένοι εις συμβιωτικάς ομάδας στρατοπέδου».
Το διάταγμα αφορούσε τους πάντες. Τους άνεργους που θα στέλνονταν κυριολεκτικά ως σκλάβοι στα εργοστάσια της Γερμανίας ή σε όσες από τις επιχειρήσεις εδώ ήταν ήδη επιταγμένες από τη Βέρμαχτ - βιομηχανίες πολεμικού υλικού, ορυχεία, οχυρωματικά έργα – αλλά και τους/τις εργαζόμενους/ες κάθε τομέα που μπορούσε πλέον να επιταχθεί ως αναγκαίος για τη ναζιστική πολεμική μηχανή: τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, ενέργεια, εργοστάσια καταναλωτικών αγαθών. Εκτός από τη σκλήρυνση των εργασιακών συνθηκών, αυτό σήμαινε ότι οποιαδήποτε «άρνηση εργασίας», δηλαδή διεκδίκηση εργασιακών δικαιωμάτων, θα τιμωρούνταν με ποινές παράβασης στρατιωτικού νόμου: φυλάκιση και εκτέλεση.
Η οργάνωση της αντίστασης ενάντια στην πολιτική επιστράτευση δεν έπεσε από τον ουρανό. Ήδη από το καλοκαίρι του ‘41, η εργατική τάξη έστηνε τα διαλυμένα από τη δικτατορία του Μεταξά συνδικάτα της και ενίσχυε το συντονισμό της εργατικής αντίστασης, το Εργατικό ΕΑΜ (ΕΕΑΜ). Η μαχητικότητα και η αυτοπεποίθηση των εργατριών και των εργατών ότι μπορούν να νικήσουν τη βαρβαρότητα του φασισμού και του πολέμου κτίζονταν μέσα στις απεργιακές μάχες και τις νίκες της προηγούμενης χρονιάς. Αυξήσεις στους μισθούς, διεκδίκηση ειδών πρώτης ανάγκης, που τα διαχειρίζονταν τα ίδια τα σωματεία τους, αποφυλάκιση των αγωνιστών που πιάνονταν σ’ αυτές τις μάχες: Από την απεργία διαρκείας των δημοσίων υπαλλήλων τον Απρίλη του ’42 ως το κύμα των απεργιών τον Σεπτέμβρη στους «τριατατικούς» και στους τραπεζικούς, στους εργάτες της Ούλεν (ύδρευση) και του Ηλεκτρικού Εργοστάσιου, στου Φιξ και στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας, στα υφαντουργεία της Νέας Ιωνίας και στα λιγνιτωρυχεία της Καλογρέζας, στους λιμενεργάτες και τους σιδηροδρομικούς, στις εργάτριες και στους εργάτες στην εκπαίδευση, στην τέχνη (ΕΑΜ ηθοποιών) και στην υγεία.
Απάντηση
Έτσι, όταν το βράδυ 22 του Φλεβάρη οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι του Εθνικού Τυπογραφείου ειδοποίησαν ότι το διάταγμα των ναζιστικών αρχών Κατοχής θα τυπωθεί την επομένη στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, το ΕΕΑΜ έθεσε σε εφαρμογή την κινηματική απάντηση. Στις 24 Φλεβάρη απεργία και διαδήλωση με επίθεση για κάψιμο καταλόγων επιστράτευσης στο κτίριο του υπουργείου Εργασίας (στην Μπουμπουλίνας, αυτό που σήμερα περιζώνουν την Μενδώνη οι καλλιτέχνες και οι εργαζόμενοι του υπουργείου Πολιτισμού) και σχεδόν καθημερινές κλαδικές μονοήμερες απεργίες. Τα αιτήματά τους, οικονομικά. Όμως οι κατοχικές αρχές υποπτεύονταν την πολιτική χροιά τους, την «αντιαξονική» τους βάση. Η δωσίλογη κυβέρνηση του Λογοθετόπουλου προσπάθησε να σταματήσει την επερχόμενη σύγκρουση, χρησιμοποιώντας τις γνωστές τακτικές: υποσχέσεις για αυξήσεις αλλά και απειλές για φυλάκιση και απόλυση οποιουδήποτε υπαλλήλου «απεργήσει σε ενδεχόμενη απεργιακή κινητοποίηση».
Η μέρα της σύγκρουσης ήταν η 5η του Μάρτη. Το ΕΕΑΜ κηρύσσει Γενική Απεργία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση και διαδήλωση σ’ όλο το κέντρο της Αθήνας. Ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ και βασικός καθοδηγητής του ΕΕΑΜ, σ’ ένα σημείωμά του (γραμμένο λίγο πριν τη δολοφονία του από το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς το Μάρτη του 1954) δίνει μια εξαιρετική περιγραφή της προετοιμασίας της διαδήλωσης: «Από το μεσημέρι της Τρίτης 4 του Μάρτη δεκάδες χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές βρίσκονταν σε πυρετώδη κίνηση. Τα τυπογραφεία και οι πολύγραφοι δούλευαν αδιάκοπα. Πλακάτ, σημαίες, συνθήματα ετοιμάστηκαν. Τα σχέδια πορείας του κάθε κλάδου καταστρώθηκαν. Χιλιάδες προκηρύξεις και τρυκ μοιράστηκαν. Οι συνδέσεις των διαφόρων κρίκων κανονίστηκαν. Τα χωνιά τότε εφευρέθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή. Όλοι οι τομείς, όλα τα γρανάζια της πολύπλοκης και πολύπλευρης μηχανής τέθηκαν σε κίνηση κι άρχισαν ταχύτατα και κανονικά».
Κι η πένα του θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Ψαθά αποδίδει με τον πιο γλαφυρό τρόπο το σύνθημα εργάτρια και εργάτη, χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά: «Και φτάνει η μέρα. Ξεσπά η απεργία. Τράπεζες, δημόσια γραφεία, ταχυδρομεία, τηλεγραφεία, μαγαζιά – όλα κλειστά. Τρίζει τα δόντια η ψευτοκυβέρνηση: Οι απεργοί θα παταχθούν! Κι όταν ο Γκοτζαμάνης στρώνεται να γράψει το διάταγμα της απόλυσης των απεργών, δεν βρίσκει μια δακτυλογράφο να το δακτυλογραφήσει! Έρημο το υπουργείο του. Κι εκεί στο Εθνικό Τυπογραφείο δεν υπάρχει ένας εργάτης να το στοιχειοθετήσει! Τα εργοστάσια σταματημένα. Κι όλες οι επιχειρήσεις. Η κίνηση της πόλης έχει νεκρωθεί. Πλημμυρίζει η πόλη με παράνομο Τύπο. Μπρος, λαέ της Αθήνας! Μπρος, αδούλωτη Ελλάδα! Μπρος για τη μάχη των μαχών! Κι ας περιμένουνε στους δρόμους έτοιμα τα ντουφέκια. Τα μάθαμε αυτά. Άλλο από το να σκοτώσουν δεν μπορούν».
«Από παντού διαδηλώσεις»
Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλώνουν και συγκρούονται. Καταλαμβάνουν και πάλι το υπουργείο Εργασίας και καίνε τις καταστάσεις με τα ονόματα 80.000 εργατών που ήταν για επιστράτευση. «Από την πλατεία Κάνιγγος ίσαμε το δημαρχείο κι από το δημαρχείο ίσαμε το Σύνταγμα, από το Σύνταγμα ίσαμε το υπουργείο Εργασίας και μέχρι την Πλατεία Βάθης, σ' όλο αυτό τον τεράστιο χώρο - αληθινό θέατρο επιχειρήσεων - ατέλειωτες φάλαγγες διαδηλωτών εκινούνταν κι επάλευαν κι εσυγκρούονταν. .. Κατακτητές και προδότες, τάγματα καραμπινιέρων, λόχοι της Γκεστάπο, όλες οι δυνάμεις της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας με αφάνταστη αγριότητα προσπαθούσαν να διαλύσουν τις διαδηλώσεις… από παντού ξεμύτιζαν διαδηλώσεις. Οι αντλίες στάθηκαν ανίκανες να μετακινήσουν τους ακίνητους όγκους της ανθρωποθάλασσας. Και χρησιμοποιήθηκαν όλα τα σύνεργα του θανάτου. Θωρακισμένα αυτοκίνητα, τανκς, πολυβόλα, όλμοι, χειροβομβίδες, τουφέκια, περίστροφα.….», γράφει ο Ριζοσπάστης της επομένης. Πάνω από 18 αγωνιστές και αγωνίστριες δολοφονήθηκαν τη μέρα εκείνη και οι τραυματίες υπολογίζονται σε 135.
Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη δολοφονική κτηνωδία και να κατευνάσει την πάνδημη οργή, ο Λογοθετόπουλος ψελλίζει ένα χυδαίο λογύδριο για τρομοκρατικές ομάδες αναρχοκομμουνιστών που «λεηλάτησαν καταστήματα, εισέδυσαν μέχρι και ιδιωτικών κατοικιών, τρομοκρατήσαντες τους ενοίκους με σκοπόν την λεηλασίαν και επυροβόλησαν τους αντιστάντας εις την οργιαστικήν ταύτην επιδρομήν των βανδάλων».
Ο πραγματικός απολογισμός αυτής της εξέγερσης: με εντολή των έντρομων κατοχικών αρχών από την κινηματική δύναμη, ο Λογοθετόπουλος ανακάλεσε αυθημερόν το διάταγμα της επιστράτευσης, ανακοίνωσε μισθολογικές και επισιτιστικές αυξήσεις στο βασικό ημερομίσθιο των βιομηχανικών εργατών που δούλευαν στα εργοστάσια της Βέρμαχτ και … παραιτήθηκε.
Η απόσυρση του διατάγματος για εργατική επιστράτευση αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές νίκες, μια κινηματική καμπή που οδήγησε στη ραγδαία ανάπτυξη όλων των εαμικών οργανώσεων. Η ταξική πόλωση γινόταν όλο και πιο φανερή στην αντίπαλη πλευρά. Η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος δεν μπορούσε πλέον να ανατραπεί με “ημίμετρα”. Στις 6 Απρίλη του ‘43, μετά από πρόταση των ναζιστικών αρχών που τον θεωρούσαν τον πλέον κατάλληλο για να αναλάβει την ένοπλη καταστολή του κινήματος, έγινε πρωθυπουργός ο Ιωάννης Ράλλης. Την επόμενη κιόλας μέρα η κυβέρνησή του πέρασε το νόμο για τη δημιουργία των δολοφονικών Ταγμάτων Ασφαλείας. Ο νέος πρωθυπουργός είχε ήδη την πλήρη αποδοχή για την κίνηση αυτή όχι μόνον από τις κατοχικές αρχές αλλά και από τους περισσότερους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης. Το Μάιο έλαβε και τη συγκατάθεση της Βρετανικής κυβέρνησης. Όλοι τους καταλάβαιναν ότι αυτό που διακυβευόταν πλέον ήταν αν, με το τέλος του πολέμου, η Αθήνα, οι μεγάλες εργατουπόλεις, ήταν στο δικό τους έλεγχο ή στα χέρια της εργατικής τάξης, της νεολαίας της, της Αριστεράς.