Όλα ήταν έτοιμα για τον θρίαμβο και τη γιορτή. Όλοι περίμεναν καρτερικά την καταμέτρηση των ψήφων που θα ενέκρινε πανηγυρικά την εκλογή του Φρίντριχ Μερτς στην καγκελαρία (πρωθυπουργία) της Γερμανίας. Τα έδρανα των καλεσμένων ήταν γεμάτα από επισήμους, συγγενείς και φίλους, που είχαν έρθει για να χειροκροτήσουν και να συγχαρούν τους νέους υπουργούς. Ανάμεσά τους η Άνγκελα Μέρκελ, η μακροβιότερη καγκελάριος στην ιστορία της Γερμανίας. Και η γυναίκα του Μερτς καθισμένη ανάμεσα στις δυο τους κόρες.
Και ύστερα ήρθε το αναπάντεχο. Η πρόεδρος της Βουλής πήρε το μικρόφωνο και ανακοίνωσε το αποτέλεσμα: η πρόταση απορρίπτεται. Υπέρ ψήφισαν 310 βουλευτές, έξι λιγότεροι από την ελάχιστη πλειοψηφία του 50% που απαιτείται.
Ακολούθησε πανζουρλισμός: στα ογδόντα χρόνια που έχουν περάσει από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα ποτέ δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο.
Ο Μερτς είχε την υποστήριξη των δυο παραδοσιακών μεγάλων κομμάτων της Γερμανίας, της δεξιάς (CDU/CSU) και των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) που έχουν μοιραστεί μέχρι τώρα μεταξύ τους την εξουσία στη Γερμανία όλα αυτά τα 80 χρόνια. Στις εκλογές του Φλεβάρη το CDU/CSU είχε αναδειχθεί πρώτο κόμμα αλλά με μια ισχνή πλειοψηφία μόλις 208 εδρών. Το SPD είχε πατώσει: πήρε μόλις το 16,4% των ψήφων και έπεσε στην τρίτη θέση, πίσω από την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) και βρέθηκε με 120 έδρες στη Βουλή. Στην ψηφοφορία «του καγκελαρίου» ο Μερτς είχε θεωρητικά εξασφαλίσει 328 έδρες. Η εκλογή του ήταν τυπικά εξασφαλισμένη.
Η φημολογία οργίασε μετά την απόρριψη της Βουλής. Όλοι άρχισαν να ψάχνουν τους αποστάτες – άλλοι έριχναν τις ευθύνες σε δυσαρεστημένους βουλευτές του SPD, άλλοι στην εσωτερική αντιπολίτευση μέσα στους κόλπους της δεξιάς ενάντια στον ίδιο τον Μερτς. Οι «ένοχοι» δεν βρέθηκαν ποτέ (η ψηφοφορία ήταν μυστική) αλλά ύστερα από πέντε ώρες τα κόμματα κατάφεραν να πείσουν τους βουλευτές τους να στηρίξουν τη νέα συγκυβέρνηση. Στις επαναληπτικές εκλογές που ακολούθησαν ο Μερτς ανακηρύχθηκε τελικά καγκελάριος. Το πλήγμα, όμως, είναι δύσκολο να επουλωθεί.
Η μοναδική φορά που κινδύνεψε κάποιος νέος καγκελάριος να μην «πάρει ψήφο εμπιστοσύνης» από την Βουλή στην ιστορία της Γερμανίας ήταν τον Αύγουστο του 1949, στις πρώτες εκλογές που έγιναν στην «Ομοσπονδιακή Γερμανία» - το δυτικό τμήμα του ηττημένου ναζιστικού Τρίτου Ράιχ που είχε διαμελιστεί από τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα δυο. Παρά την στήριξη του CDU/CSU, των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και του ακροδεξιού – φιλομοναρχικού Γερμανικού Κόμματος (DP) ο Κόνραντ Άντενάουερ εκλέχτηκε καγκελάριος με μια μόνο ψήφο διαφορά –την δική του. Επαναληπτική ψηφοφορία, όμως, έγινε πρώτη φορά φέτος, για την εκλογή του Μερτς.
Ο Άντενάουερ είναι ο ιδρυτής του CDU (το CSU είναι το βαυαρικό του αδελφάκι). Είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής της γερμανικής δεξιάς, για να κάνουμε έναν παραλληλισμό. Το ίδρυμα του CDU ονομάζεται «ίδρυμα Κόνραντ Άντεναουερ».
Ο «εθνάρχης» ‘Αντενάουερ κυβέρνησε για 14 χρόνια τη Γερμανία. Το μεγάλο του «επίτευγμα» ήταν ο τερματισμός της αποναζιστικοποίησης –με άλλα λόγια η επανένταξη των συνεργατών του Χίτλερ και των εγκληματιών του πολέμου, όχι μόνο στην γερμανική κοινωνία, αλλά και στον ίδιο τον γερμανικό κρατικό μηχανισμό. Μόλις εκλέχτηκε καγκελάριος απαίτησε από τους συμμάχους την απελευθέρωση του Ρούντολφ Χες, του Άλμπερτ Σπερ και των άλλων πέντε αρχιναζί που κρατούνταν στις φυλακές του Σπάνταου, που όμως δεν έγινε δεκτή –ο Χες, ο τελευταίος επιζών από τους επτά, αυτοκτόνησε το 1987 στο κελί του χωρίς ποτέ να αποκηρύξει τον ναζισμό ή να ζητήσει συγγνώμη για τα εγκλήματά του.
Ο Άντενάουερ ήταν σκληρός υποστηρικτής του ΝΑΤΟ και του Ψυχρού Πολέμου. Το 1952 αρνήθηκε την πρόταση του Στάλιν για την επανένωση των δυο Γερμανιών γιατί θεωρούσε τον όρο της «ουδετερότητας» που έθετε η Ρωσία απαράδεκτο.
Πορτρέτο
Ο Μερτς έχει ένα πορτρέτο του Άντενάουερ στο γραφείο του. Όχι τυχαία. Το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις εκλέχτηκε καγκελάριος ήταν να επισκεφθεί -μαζί με τον Μακρόν, τον πρόεδρο της Γαλλίας, τον Στράμερ, τον πρωθυπουργό της Βρετανίας και τον Τούσκ, τον πρωθυπουργό της Πολωνίας- το Κίεβο, μια συμβολική επίσκεψη στη σκιά των ειρηνευτικών πρωτοβουλιών του Τραμπ που είχε σαν στόχο να τονίσει την αντίθεση της Ευρώπης σε κάθε συμβιβαστική λύση για τον τερματισμό του πολέμου.
Ο Μερτς δεν συμμερίζεται μόνο την πολεμοκαπηλεία του Άντενάουερ. Τον Γενάρη έσπασε τον αποκλεισμό της ακροδεξιάς στη Βουλή με ένα ρατσιστικό νομοσχέδιο για τους πρόσφυγες το οποίο -για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας- ψήφισαν από κοινού το CDU/CSU και το AfD. Την περασμένη εβδομάδα οι μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας χαρακτήρισαν το AfD “εξτρεμιστική οργάνωση” -αλλά ο Μερτς αρνήθηκε να αποδεχτεί τον χαρακτηρισμό. Η κυβέρνηση, είπε, θα βγάλει τα δικά της συμπεράσματα.
Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στο ίνδαλμά του, τον Άντενάουερ, και τον Μερτς είναι η βαθιά περιφρόνηση της δημοκρατίας. Οι εκλογές του Φλεβάρη προκλήθηκαν από την κατάρρευση της συγκυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατικών – Πράσινων – Ελεύθερων Δημοκρατών στα τέλη της περασμένης χρονιάς. Η δεξιά είχε παίξει καταλυτικό ρόλο σε αυτή την κατάρρευση.
Το γερμανικό σύνταγμα απαγόρευε, μέχρι πριν από λίγο, την αύξηση του κρατικού δανεισμού, εκτός από καταστάσεις «έκτακτης ανάγκης». Την περίοδο της πανδημίας οι γερμανικές κυβερνήσεις είχαν αξιοποιήσει αυτή την εξαίρεση. Το 2023 ο Σολτς, ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της τρικομματικής κυβέρνησης προσπάθησε να χρησιμοποιήσει 60 δις που είχαν παραμείνει αδιάθετα στα ταμεία του κόβιντ για να στηρίξει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η δεξιά κατέφυγε στο συνταγματικό δικαστήριο –το οποίο και έκρινε την αξιοποίηση των χρημάτων αυτών για άλλο σκοπό πέραν της αντιμετώπισης της πανδημίας παράνομη. Το πλήγμα για την κυβέρνηση ήταν τρομαχτικό –οι καυγάδες ανάμεσα στα τρία κόμματα φούντωσαν, ο Σολτς απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών (που προερχόταν από τους Ελεύθερους Δημοκράτες) και η κυβέρνηση έπεσε.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Μερτς μόλις κέρδισε τις εκλογές του Φεβρουαρίου ήταν να προσπαθήσει να αλλάξει το σύνταγμα και να απαλλαγεί από τον όρο (που είχε επιβάλλει η κυβέρνηση της Μέρκελ την εποχή της κρίσης χρέους) για τα «μηδενικά ελλείμματα». Στη Βουλή, όμως, που προέκυψε από τις εκλογές του Φλεβάρη τα κόμματα που είναι πρόθυμα να στηρίξουν αυτή την αλλαγή δεν έχουν την πλειοψηφία των δυο τρίτων που απαιτεί το σύνταγμα για τις αναθεωρήσεις τους. Στη «δημοκρατία» τους, όμως, δεν υπάρχουν αδιέξοδα όπως λέει το ρητό. Με άλλα λόγια υπάρχει πάντα η δυνατότητα ενός «νόμιμου» πραξικοπήματος: τα κόμματα των «προθύμων» είχαν την πλειοψηφία των δυο τρίτων στην απερχόμενη Βουλή, η οποία τυπικά δεν είχε διαλυθεί ακόμα, παρόλο που είχαν μεσολαβήσει οι εκλογές. Με πρωτοβουλία του Μερτς, στην τελευταία της συνεδρίαση η Βουλή που είχε προκύψει από τις εκλογές του 2021, αντί να αναγγείλει απλά επίσημα τη διάλυσή της ψήφισε την αλλαγή του συντάγματος και την κατάργηση της απαγόρευσης της αύξησης του κρατικού δανεισμού.
Η Γερμανία, η πάλαι ποτέ ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας, βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Η οικονομία συρρικνώνεται, η εισαγωγή φτηνής ενέργειας από τη Ρωσία έχει διακοπεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα κόμματα του «κέντρου» παραπαίουν και η ακροδεξιά βρίσκεται σε άνοδο. Ο Αντενάουερ θεωρείται, εκτός από πατέρας του έθνους, και ο αρχιτέκτονας του γερμανικού οικονομικού θαύματος –της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και έκανε τη Γερμανία μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο. Ο Μερτς φαντασιώνεται ότι μπορεί, αντιγράφοντας τις πιο αντιδραστικές συνταγές της δεκαετίας του 1950, να ξαναγεννήσει το «γερμανικό θαύμα».
Όπως έδειξε όμως το φιάσκο της εκλογής του δεν έχει καταφέρει να πείσει ούτε το ίδιο του το κόμμα. Η Μέρκελ αποχώρησε από τα έδρανα των επισήμων, μετά την αποτυχημένη πρώτη ψηφοφορία. Και δεν γύρισε για να παρακολουθήσει τη δεύτερη.