Ακόμη πιο κοντά στον πόλεμο ανάμεσα σε δυο πυρηνικές δυνάμεις ήρθε ο πλανήτης τις περασμένες βδομάδες. Η Ινδία, με αφορμή μια τρομοκρατική επίθεση στο Κασμίρ, εξαπέλυσε βομβαρδισμούς μέσα στο Πακιστάν, φτάνοντας πιο βαθιά από ποτέ μέσα στην επαρχία του Παντζάμπ. Σκοτώθηκαν περισσότεροι από 50 άνθρωποι, ανάμεσά τους παιδιά.
Για την τρομοκρατική επίθεση στην οποία δολοφονήθηκαν 27 τουρίστες δεν υπάρχει καν επίσημη ανάληψη ευθύνης. Αλλά, η ακροδεξιά κυβέρνηση της Ινδίας δεν καθυστέρησε καθόλου να βομβαρδίσει πακιστανικούς στόχους με μόνη δικαιολογία ότι θεωρεί πως η πακιστανική κυβέρνηση υποθάλπει την τρομοκρατία. Οι πακιστανικές ένοπλες δυνάμεις με τη σειρά τους ανακοίνωσαν πως προχώρησαν σε αντίποινα, καταρρίπτοντας αεροσκάφη (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους), αλλά και βομβαρδίζοντας μέσα στο υπό ινδικό έλεγχο τμήμα του Κασμίρ, σκοτώνοντας επίσης αμάχους.
Από την πρώτη στιγμή, όλα τα σημάδια έδειχναν στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης. Οι κινήσεις της Ινδίας δεν ήταν συμβολικές. Εκτός από τους βομβαρδισμούς, ανέστειλε τη Συνθήκη για τα Ύδατα του ποταμού Ινδού, προκαλώντας ταυτόχρονα διακοπή της υδροδότησης, πτώση του ηλεκτρικού και πλημμύρες σε διαφορετικά σημεία του Πακιστάν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ινδία και το Πακιστάν φτάνουν στον πόλεμο για το Κασμίρ, αυτή την περιοχή στους πρόποδες των Ιμαλαΐων όπου ζουν 15 εκατομμύρια άνθρωποι. Έχουν προηγηθεί τρεις επίσημοι πόλεμοι και μια ανεπίσημη σύγκρουση από τη δεκαετία του 2000, η οποία είχε τη μεγαλύτερη κορύφωσή της το Φλεβάρη του 2019 και πλέον ακόμη περισσότερο φέτος. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός ήταν αυτός που προκάλεσε και τροφοδότησε τη σύγκρουση μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας, και ιδιαίτερα στο Κασμίρ.
Οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ινδία το 1947, αλλά προτού φύγουν κλιμάκωσαν την πολιτική του “διαίρει και βασίλευε” και προκάλεσαν τη διάσπαση της χερσονήσου σε δυο χώρες, μία με πλειοψηφία Ινδουϊστών και μία με πλειοψηφία Μουσουλμάνων. Οι Βρετανοί υποδαύλιζαν τις συγκρούσεις μεταξύ Ινδουϊστών, Μουσουλμάνων και Σιχ για να κρατήσουν όρθια την αυτοκρατορία τους και να αποπροσανατολίσουν το κίνημα της ανεξαρτησίας. Η μετέπειτα πακιστανική ηγεσία σήκωσε τη σημαία του Ισλάμ και απαιτούσε ένα ξεχωριστό κράτος για τους μουσουλμάνους, ενώ δυνάμεις μέσα στο Ινδικό Κογκρέσο το οποίο ήταν κατ’ όνομα κοσμικό άρχισαν να αποδέχονται την ιδέα ότι αν ξεφορτωθούν τον μουσουλμανικό πληθυσμό, θα μπορέσουν να έχουν στα χέρια τους ένα καινούργιο ινδικό κράτος στα μέτρα τους.
Ο διαχωρισμός κόστισε ποταμούς αίματος. Όχι μόνο σφαγές, αλλά και εκατομμύρια αναγκαστικές μετακινήσεις για τον κόσμο που βρέθηκε στη “λάθος πλευρά” των συνόρων. Σε μία χερσόνησο στην οποία οι διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες είχαν συμβιώσει για αιώνες, πλέον ο κόσμος αντιμετωπιζόταν ως “θρησκευτική ή ακόμη και εθνική μειονότητα”.
Μία από τις συγκρούσεις που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί εντελώς εξελίχθηκε στο Τζαμού-Κασμίρ. Η περιοχή βρισκόταν υπό τη διοίκηση ενός ινδουϊστή πρίγκιπα, αλλά ο πληθυσμός ήταν και είναι κατά πλειοψηφία μουσουλμανικός. Η πλειονότητα του κινήματος ανεξαρτησίας στο Κασμίρ δεν ήθελε να ταυτιστεί με την άρχουσα τάξη του Πακιστάν και δεν ήθελε ένταξη στο καινούργιο κράτος. Από την άλλη, την ώρα που η Ινδία εκδίωκε τους Ινδούς μουσουλμάνους ως “ξένους”, το κατά πλειοψηφία μουσουλμανικό Κασμίρ δεν μπορούσε να πάει ούτε προς την άλλη μεριά.
Αντάρτες υποστηριζόμενοι από το Πακιστάν εισέβαλαν στο Κασμίρ και ο ηγεμόνας έφτασε σε συμφωνία με την Ινδία για ενσωμάτωση για “λόγους προστασίας”. Τελικά η περιοχή διχοτομήθηκε με το ζόρι ανάμεσα στα δύο κράτη μέχρι υποτίθεται να οργανωθεί δημοψήφισμα στο οποίο ο πληθυσμός θα αποφάσιζε για την τύχη του. Αυτό το δημοψήφισμα δεν έγινε ποτέ. Το 1949 ο ΟΗΕ επιβεβαίωσε τη διχοτόμηση και το μεγαλύτερο τμήμα βρέθηκε υπό ινδικό έλεγχο. Από τη δεκαετία του ‘50, η Ινδία βρίσκεται σε ανοιχτή διαμάχη και με την Κίνα, η οποία βρέθηκε να ελέγχει ένα μικρό κομμάτι της περιοχής με βάση τις γραμμές που είχαν χαράξει στο χάρτη οι αποικιοκράτες.
Η ινδική ηγεσία στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας είχε υποσχεθεί “ειδικό καθεστώς” στο Κασμίρ. Όμως σε κάθε βήμα, υπερίσχυε η σύγκρουση με το Πακιστάν και ο πληθυσμός του Κασμίρ αντιμετωπιζόταν ως εχθρός. Στις τοπικές εκλογές του 1951, κέρδισε η Εθνική Συνδιάσκεψη σε βάρος των φιλοπακιστανών υποψηφίων και προχώρησε σε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις σε βάρος των γαιοκτημόνων. Αλλά η κεντρική κυβέρνηση της Ινδίας έφτασε να φυλακίσει τον ηγέτη της Συνδιάσκεψης και να εξαπολύσει καταστολή σε βάρος του κινήματος. Χτύπησαν τις διαδηλώσεις στη διάρκειας μιας 20ήμερης γενικής απεργίας σκοτώνοντας 20 εργάτες. Το Πακιστάν τις επόμενες δεκαετίες προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το μίσος για την ινδική καταστολή. Τη δεκαετία του ‘60 έκανε εισβολή, αλλά όσο και αν είχε προαναγγείλει μια “λαϊκή εξέγερση υπέρ του Πακιστάν”, αυτή δεν ήρθε ποτέ.
Έφοδος
Τη δεκαετία του ‘80, το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας έκανε μια ακόμη έφοδο. Η μεν Ινδία εξαπέλυσε καινούργια κύματα καταστολής με εκατοντάδες νεκρούς. Το δε Πακιστάν φοβόταν εξίσου το κίνημα και έβαλε τον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες να στηρίξουν ισλαμιστικές οργανώσεις σε βάρος των αριστερών ή ανεξάρτητων δυνάμεων που δεν ήθελαν ενσωμάτωση ούτε στην Ινδία ούτε στο Πακιστάν. Η διπλή καταστολή τσάκισε το κίνημα. Το ινδικό κράτος κλιμάκωσε τη βία με ακόμη πιο εκδικητικό και μαζικό τρόπο, δολοφονώντας δεκάδες χιλιάδες. Οι ακραίες τζιχαντιστικές οργανώσεις βγήκαν κερδισμένες. Σε αυτό το τρίγωνο (βία του ινδικού κράτους, ήττα του κινήματος, πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες) βρίσκονται οι ρίζες των τρομοκρατικών οργανώσεων πίσω από την πρόσφατη επίθεση.
Από τη δεκαετία του ‘90, Πακιστάν και Ινδία έγιναν πυρηνικές δυνάμεις. Η ισορροπία στο Κασμίρ μετατράπηκε σε ισορροπία τρόμου. Οι “αισιόδοξοι” ισχυρίζονταν πως η πυρηνική ομπρέλα θα απέτρεπε τη σύγκρουση στο Κασμίρ. Για κάποια χρόνια όντως ο τρόμος επικράτησε. Αλλά συνέχιζαν να εξελίσσονται βαθιές αλλαγές που δεν έχουν να κάνουν μόνο με το Κασμίρ. Το 2000 η Ινδία ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη οικονομία από το Πακιστάν. Σήμερα είναι 11 φορές μεγαλύτερη. Η κυβέρνηση του Μόντι έχει στο κέντρο της πολιτικής και της ιδεολογίας της τον ρατσιστικό αντιμουσουλμανισμό και τη διαρκή επίδειξη δύναμης. Διαφημίζει τις καλές τις σχέσεις με τον Τραμπ αλλά και με τον Πούτιν και προβάλλει την όλο και πιο σφιχτή σχέση της με το Ισραήλ.
Το Φλεβάρη του 2019 ήταν η πρώτη φορά που δυο πυρηνικές δυνάμεις αλληλοβομβαρδίστηκαν. Τον Αύγουστο ο Μόντι έστειλε τον ινδικό στρατό στο Κασμίρ, επέβαλε στρατιωτικό νόμο καταργώντας την οποιαδήποτε αυτονομία του Κασμίρ και περνώντας την περιοχή κάτω από κεντρικό έλεγχο. Εξαπολύθηκε ένα νέο κύμα τρομοκρατίας κατά του πληθυσμού, διακόπτοντας για βδομάδες ακόμη και την πρόσβαση στο διαδίκτυο. Οι ντόπιοι δημοσιογράφοι αποκλείστηκαν με τη βία μέσα στα σπίτια τους, οι “ύποπτοι” συνελήφθησαν και βασανίστηκαν. Δίπλα στον ανταγωνισμό με το Πακιστάν, είχε πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις η μανία του Μόντι να δείξει διεθνώς πως μπορεί να τρίξει τα δόντια στην Κίνα σε ένα από τα πιο ευαίσθητα σημεία.
Η αμερικάνικη κυβέρνηση και ο Τραμπ διατυμπανίζουν τώρα πως χάρη στην παρέμβασή τους, ο κίνδυνος του πολέμου απομακρύνθηκε. Και οι δυο δυνάμεις όμως έχουν μείνει ανικανοποίητες και δυσκολεύονται να πουλήσουν εσωτερικά τον ισχυρισμό τους ότι βγήκαν νικήτριες από τη σύγκρουση. Η εκεχειρία δεν είναι παρά ένα πολύ εύθραυστο διάλειμμα σε μια σύγκρουση η οποία γίνεται όλο και επικίνδυνη.
Ο δρόμος για να γλυτώσουμε από τη πολεμική και πυρηνική απειλή περνάει από τη μάχη ενάντια στην κυβέρνηση Μόντι και τα φασιστικά της υποστηρίγματα. Περνάει ταυτόχρονα από τη μάχη ενάντια στην πακιστανική κυβέρνηση που με ελάχιστη δημοκρατική νομιμοποίηση αφήνει όλο και περισσότερο χώρο στους στρατηγούς. Ο κόσμος του ίδιου του Κασμίρ πρέπει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για το μέλλον του και όχι οι ανταγωνισμοί και οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί.