Διεθνή
Τραμπ-Πούτιν και Ουκρανία: Ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ιμπεριαλιστική μοιρασιά

Τραμπ και Πούτιν. Φωτό: Brendan Smialowski/AFP

 

Η συνάντηση κορυφής ανάμεσα στη Ρωσική και την Ουκρανική ηγεσία -οι πρώτες άμεσες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δυο χώρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου τον Φλεβάρη του 2022- στην Κωνσταντινούπολη εξελίχθηκε σε φιάσκο. Ο Πούτιν δεν εμφανίστηκε ποτέ, ενώ ο Ζελένκσι έφτασε μέχρι την Άγκυρα, όπου και παρέμεινε για να συναντηθεί με τον Ταγίπ Ερντογάν. Η ίδια η συνάντηση έληξε ύστερα από μόλις μιάμιση ώρα, χωρίς καμιά συμφωνία, κοινή ανακοίνωση ή κοινή συνέντευξη τύπου. 

Ούτε η τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στον Τραμπ και τον Πούτιν, που ακολούθησε τρεις μέρες μετά, κατέληξε σε κάποια συμφωνία. Ο Τραμπ έσπευσε να ανακοινώσει, αμέσως μετά το τηλεφώνημα, ότι «η Ρωσία και η Ουκρανία αρχίζουν άμεσα διαπραγματεύσεις για την εκεχειρία και πιο σημαντικό για τον τερματισμό του πολέμου». Η ανακοίνωση του Πούτιν ήταν πολύ πιο συγκρατημένη: η Ρωσία, είπε, είναι έτοιμη να συνεργαστεί με το Κιέβο για τη δημιουργία ενός πλαισίου μελλοντικών συνομιλιών το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να περιλαμβάνει και κάποια εκεχειρία, περιορισμένου χρόνου. Ο βασικός στόχος της Ρωσίας, συμπλήρωσε, είναι «η εξάλειψη των βασικών αιτιών της κρίσης». Δηλαδή η νίκη της Ρωσίας.

Υποκριτικό

Ο Τραμπ θέλει να κλείσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όχι γιατί νοιάζεται για το «λουτρό αίματος» -όπως ο ίδιος υποκριτικά χαρακτήρισε τον πόλεμο- αλλά γιατί είναι πεπεισμένος ότι η Δύση δεν μπορεί να τον κερδίσει. Ο Τραμπ  θέλει να προστατέψει, με κάθε τρόπο τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, από ένα νέο Αφγανιστάν ή (ακόμα χειρότερα) ένα νέο Βιετνάμ. 

Οι ΗΠΑ επιτέθηκαν στο Αφγανιστάν το 2001 για να «απελευθερώσουν» τη χώρα από τους Ταλιμπάν, τους οποίους ο Μπους, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, θεωρούσε συνυπεύθυνους για το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτέμβρη που γκρέμισε τους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης και σκότωσε σχεδόν 3.000 ανθρώπους. Οι ΗΠΑ αποχώρησαν από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021, παραδίδοντας την εξουσία ξανά πίσω στους Ταλιμπάν, ύστερα από έναν πόλεμο που κράτησε 20 χρόνια, στοίχισε 8 τρισεκατομμύρια δολάρια και άφησε πίσω του σχεδόν ένα εκατομμύριο νεκρούς. Το 1975 οι ΗΠΑ είχαν αποχωρήσει με ακόμα χειρότερο τρόπο -οι τελευταίοι Αμερικανοί στρατιώτες εγκατέλειψαν τη χώρα με τα ελικόπτερα από την ταράτσα της αμερικανικής πρεσβείας- ύστερα από έναν πόλεμο στον οποίο είχαν εμπλακεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. 

Η 11η Σεπτέμβρη ήταν στην πραγματικότητα ένα πρόσχημα. Ο πραγματικός στόχος του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» του Μπους ήταν η επιβεβαίωση της αμερικανικής ηγεμονίας πάνω στον πλανήτη -μια επίδειξη δύναμης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που διεκδικούσε να εξασφαλίσει ότι ο 21ος αιώνας θα είναι «αμερικανικός». Αντί για αυτό κατάφερε ακριβώς το ανάποδο: να δείξει ότι οι ΗΠΑ, παρά την στρατιωτική τους υπεροχή, δεν είναι σε θέση να επιβάλλουν την κυριαρχία τους ούτε πάνω σε μια από τις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη (το 2022 το Αφγανιστάν ήταν στη δεύτερη θέση στον κατάλογο των πιο φτωχών χωρών του κόσμου).

Καθόλου τυχαία ο Πούτιν εισέβαλλε στην Ουκρανία τον Φλεβάρη του 2022, έξι μήνες μετά την ατιμωτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της αντιμετώπισαν από τότε, καθόλου άδικα, την επίθεση σαν μια αμφισβήτηση του «δικαιώματος» της Δύσης να ελέγχει τον κόσμο –και έσπευσαν να στηρίξουν το Κίεβο με κάθε μέσο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι ανάμεσα στη «ρωσική αρκούδα» και έναν «λαό που υπερασπίζεται την εθνική του ανεξαρτησία», όπως λέει ο Ζελένσκι και οι δυτικοί του σύμμαχοι: είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τον δυτικό ιμπεριαλισμό τον οποίο «αντιπροσωπεύει» η Ουκρανία. 

Ο πόλεμος δεν «πάει καλά» για την Δύση. Η Ρωσία, εκτός από την Χερσόνησο της Κριμαίας που έχει καταλάβει και προσαρτήσει (μονομερώς) από το 2014, ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος από τις τέσσερις ανατολικές περιφέρειες της Ουκρανίας (Λουγκάνσκ, Ντονέτσκ, Ζαπόρισια, Χερσώνα) ενώ ο στρατός της έχει εκδιώξει οριστικά τις τελευταίες εβδομάδες την Ουκρανία από το Κουρσκ, την ρωσική επαρχία που τα στρατεύματα του Ζελένσκι είχαν εισβάλει αιφνιδιαστικά τον περασμένο Αύγουστο. 

Ο Τραμπ, από την πρώτη στιγμή που επέστρεψε στον Λευκό Οίκο, πιέζει τον Ζελένσκι να «τα βρει άμεσα με τη Ρωσία» γιατί «σε λίγο δεν θα έχει χώρα». Ο Στιβ Γουίτκοφ, ο ειδικός απεσταλμένος του Λευκού Οίκου που είναι υπεύθυνος για τη Ρωσία (και το Ισραήλ) έστειλε στα τέλη του Απρίλη ένα «σχέδιο συμφωνίας» στις αντιμαχόμενες πλευρές με το οποίο ζητούσε στην ουσία από την Ουκρανία να αναγνωρίσει τα σημερινά στρατιωτικά δεδομένα και από τη Ρωσία να σταματήσει την προέλαση –με αντάλλαγμα την άρση των οικονομικών κυρώσεων. 

Οι ΗΠΑ, σύμφωνα με την πρόταση Γουίτκοφ, θα αναγνωρίσουν «ντε γιούρε» (δηλαδή επίσημα) την προσάρτηση της Κριμαίας και «ντε φάκτο» (δηλαδή ανεπίσημα) τα εδάφη των τριών από τις τέσσερις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας που ελέγχει σήμερα η Ρωσία. Η Ρωσία θα πρέπει να αποσυρθεί από το Χάρκοβο και από τον πυρηνικό σταθμό της Ζαπόρισια –ο οποίος θα τεθεί κάτω από τον κοινό έλεγχο της Ουκρανίας και των ΗΠΑ. Η Ουκρανία θα έχει το δικαίωμα να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά όχι στο ΝΑΤΟ.

Το σχέδιο Γουΐτκοφ, όμως, δεν έγινε αποδεκτό ούτε από τη Ρωσία, ούτε από την Ουκρανία, ούτε από τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βρετανίας. Η Ρωσία θέλει να εξαντλήσει το στρατιωτικό της προβάδισμα πριν προχωρήσει σε κάποια συμφωνία. Για να σταματήσει η προέλαση της Ρωσίας, λένε ο Ζελένσκι και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί του, θα πρέπει η Δύση να αυξήσει την «πίεση» προς τον Πούτιν –δηλαδή να κλιμακώσει τις οικονομικές κυρώσεις, να στηρίξει ακόμα πιο σθεναρά την «άμυνα» της Ουκρανίας και να ενισχύσει τη δική της στρατιωτική μηχανή. Ο Μακρόν δεν δίστασε, πριν από μερικές εβδομάδες, να απειλήσει ακόμα και με πυρηνικά τη Ρωσία «εάν αυτό χρειαστεί». Και η Κομισιόν ετοιμάζει ένα θηριώδες πρόγραμμα «επανεξοπλισμού» της Ευρώπης με αρχικό προϋπολογισμό 800 δις ευρώ –που είναι βέβαιο ότι θα πολλαπλασιαστεί δραστικά στη συνέχεια. 

Δηλώσεις

Αυτό που φοβούνται τώρα οι ηγέτες της Ευρώπης είναι ότι οι ΗΠΑ θα «πουλήσουν» την Ουκρανία, ότι θα αποσυρθούν από τις διαπραγματεύσεις και θα σταματήσουν να την στηρίζουν στρατιωτικά. Οι δηλώσεις του Τραμπ μετά την τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πούτιν τη Δευτέρα όξυναν αυτούς τους φόβους: ο Τραμπ πρότεινε να λύσουν τα ζητήματα με απευθείας συνομιλίες μεταξύ τους  «τα αντιμαχόμενα μέρη» γιατί «γνωρίζουν τις λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων που κανένας άλλος δεν γνωρίζει». Και πρότεινε να γίνουν οι συνομιλίες στο Βατικανό. 

Ο Τραμπ θέλει «να κάνει την Αμερική ξανά μεγάλη». Στην πραγματικότητα αυτό που θέλει να πετύχει δεν είναι καθόλου διαφορετικό από αυτό που προσπάθησε ο Μπους το 2001 με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» ή ο Μπάιντεν το 2022 με την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο της Ουκρανίας: να αντιμετωπίσει την μακροχρόνια ύφεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, την υπονόμευση της παγκόσμιας κυριαρχίας της μέσα από την οικονομική (και όχι μόνο) άνοδο της Κίνας. 

Το πρόβλημα για την αμερικανική άρχουσα τάξη και ηγεσία είναι ότι όλες οι ως τώρα προσπάθειες έχουν αποτύχει. Και αυτή η αποτυχία τοις σπρώχνει σε όλο πιο «ριζοσπαστικές», «πρωτότυπες» και επικίνδυνες λύσεις. Ο «εμπορικός πόλεμος» του Τραμπ απείλησε (και απειλεί ακόμα) να καταστρέψει την παγκόσμια οικονομία. Και οι «ειρηνευτικές» του πρωτοβουλίες αυξάνουν την παγκόσμια αστάθεια, αντί να τη μειώνουν.