Την περασμένη εβδομάδα η Βουλή των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών υπερψήφισε το νέο φορολογικό νομοσχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ. Είχε προηγηθεί, τρεις ημέρες νωρίτερα, η έγκρισή του από την Γερουσία με διαφορά μιας μόνο ψήφου.
Ο νέος φορολογικός νόμος, το «Μεγάλο Όμορφο Νομοσχέδιο» όπως το έχει ονομάσει ο ίδιος ο Τραμπ, είναι ένα τερατούργημα. Χαρίζει τρισεκατομμύρια σε φοροαπαλλαγές στους πλούσιους σε βάρος όχι μόνο των φτωχών αλλά και των δημόσιων ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους.
Η εφημερίδα New York Times υπολογίζει ότι οι περικοπές της δημόσιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (που αφορά κύρια στους φτωχούς) θα φτάσουν, σε βάθος δεκαετίας, στο 1 τρις δολάρια. Άλλο μισό τρισεκατομμύριο θα «εξοικονομηθεί» από την κατάργηση όλων των προγραμμάτων για την αντιμετώπιση της απειλής τη κλιματικής αλλαγής και της καταστροφής του περιβάλλοντος. Διακόσια πενήντα περίπου δισεκατομμύρια από τις περικοπές των φοιτητικών επιδοτήσεων και των προγραμμάτων σίτισης των άπορων και των αστέγων.
Στον αντίποδα αυτών των κυριολεκτικά δολοφονικών περικοπών, οι πλούσιοι θα τσεπώσουν μέσα στην ίδια δεκαετή περίοδο τεσσεράμισι περίπου τρισεκατομμύρια από την επέκταση των φοροαπαλλαγών που είχε εγκρίνει ο Τραμπ το 2017 στην πρώτη του θητεία και οι οποίες επρόκειτο να λήξουν στο τέλος της φετινής χρονιάς. Οι στρατιωτικές δαπάνες θα ενισχυθούν κατά 250 περίπου δισεκατομμύρια ενώ ο προϋπολογισμός της ICE, της διαβόητης ρατσιστικής «Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνειακής Επιβολής» θα απογειωθεί από τα 10 στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το ίδιο το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτιμάει ότι οι περικοπές στο δημόσιο σύστημα υγείας θα προσθέσουν πάνω από 10 εκατομμύρια Αμερικανούς στον κατάλογο των «ανασφάλιστων». Χιλιάδες φτωχές οικογένειες που επιβιώνουν σήμερα με «κουπόνια» θα βρεθούν αντιμέτωπες με το φάσμα της πείνας.
Ανισότητα
Το προσδόκιμο ζωής του φτωχότερου 1% του πληθυσμού είναι -σύμφωνα με μια ακαδημαϊκή μελέτη στηριγμένη σε εκατομμύρια επίσημα στατιστικά δεδομένα- στις ΗΠΑ 14,6 χρόνια χαμηλότερο από το προσδόκιμο ζωής του πλουσιότερου 1%. Και αυτή η ανισότητα απλώνεται σε όλο το εισοδηματικό φάσμα – όσο πιο φτωχός είσαι τόσο λιγότερο ζεις. Το «Μεγάλο Όμορφο Νομοσχέδιο» θα κάνει αυτό το χάσμα ακόμα χειρότερο.
Ταυτόχρονα, το Γραφείο Προϋπολογισμού κρούει τον «κώδωνα του κινδύνου» και για την ίδια τη δημοσιονομική σταθερότητα των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, παρά τη δραστική αφαίμαξη των φτωχών, οι φοροαπαλλαγές θα προσθέσουν πάνω από τρία τρισεκατομμύρια δολάρια στο δημόσιο χρέος της Αμερικής.
Ο Τραμπ κατάφερε να περάσει το νομοσχέδιο και από τα δυο κοινοβουλευτικά σώματα (Βουλή και Γερουσία) όχι με την πειθώ αλλά με τις απειλές και τον τρόμο. Παραδοσιακά στις ΗΠΑ οι κομματικές γραμμές «έσπαγαν» σχεδόν πάντα στις ψηφοφορίες – κατά κανόνα οι νόμοι ψηφίζονται έως τώρα από αντιπροσώπους και των δυο κομμάτων. Το «Μεγάλο Όμορφο Νομοσχέδιο» ψηφίστηκε μόνο από τους Ρεπουμπλικάνους – και ακόμα και από αυτούς με απώλειες. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Financial Times:
«Υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες από ολόκληρη τη συντηρητική Αμερική, συμπεριλαμβανομένων συμμάχων του Τραμπ σαν τον Έλον Μασκ, σχετικά με τον δημοσιονομικό αντίκτυπο της νομοθεσίας... Πιο μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι είχαν εκφράσει ανησυχίες για τις βαθιές περικοπές στο Medicaid - το πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για Αμερικανούς με χαμηλό εισόδημα και άτομα με αναπηρία - και την κατάργηση των επιδοτήσεων για εταιρείες καθαρής ενέργειας. Αλλά στο τέλος… ο Τραμπ φίμωσε τους επικριτές του. Το νομοσχέδιο πέρασε από τη Γερουσία και τη Βουλή με τρεις μόνο Ρεπουμπλικάνους αντάρτες στην άνω βουλή και δύο στην κάτω».
Η λέξη «φίμωσε» είναι σχεδόν κυριολεκτική. Σε ένα άλλο της άρθρο η ίδια εφημερίδα φέρνει το παράδειγμα της Λίζα Μαρκόφσκι, μιας Ρεπουμπλικάνας γερουσιαστίνας από την Αλάσκα.
«Η Λίζα Μαρκόφσκι… δήλωσε ότι το νομοσχέδιο είναι κακό για την Αμερική, αφού το είχε μόλις υπερψηφίσει. Ήλπιζε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θα το μετρίαζε. Δεν το έκανε. Νωρίτερα φέτος, η Μαρκόφσκι είχε παραδεχτεί: ‘Όλοι φοβόμαστε... Συχνά αγχώνομαι πολύ και εγώ η ίδια για να χρησιμοποιήσω τη φωνή μου, επειδή τα αντίποινα είναι πραγματικά’. Ο φόβος της επέτρεψε στο νομοσχέδιο του Τραμπ να περάσει (στη Γερουσία) με μία ψήφο διαφορά… Αν μια γερουσιαστίνα φοβάται τόσο πολύ να αντιταχθεί στον Τραμπ, τι θα μπορούσε να περιμένει από τους άλλους;»
Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο Ντέιβιντ Βαλαντέιο, Ρεπουμπλικάνος βουλευτής από την Καλιφόρνια. Όπως γράφει η Καθημερινή:
«Ο Βαλαντέιο εκπροσωπεί μια εκλογική περιφέρεια όπου σχεδόν το 70% των κατοίκων βασίζεται στη βοήθεια του κράτους για την υγειονομική του περίθαλψη. Το Σάββατο ο Βαλαντέιο εξέδωσε μια δήλωση που έμοιαζε κατηγορηματική – επέμενε ότι θα ψήφιζε Όχι, εάν οι πιο εκτεταμένες περικοπές στη δημόσια περίθαλψη από τη Γερουσία διατηρούνταν στο τελικό νομοσχέδιο. Ωστόσο, όταν όντως διατηρήθηκαν, αυτός ψήφισε Ναι».
Όρμπαν
Πολλοί συγκρίνουν τώρα τον Τραμπ με τον Βίκτορ Όρμπαν, τον ακροδεξιό πρωθυπουργό της Ουγγαρίας που έχει επιβάλει ένα αυταρχικό καθεστώς στην χώρα του. Οι ομοιότητες είναι πραγματικές: ο Τραμπ έχει εξασφαλίσει τον έλεγχο (ήδη από την προηγούμενη θητεία του) του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ το οποίο και γέμισε, ποδοπατώντας όλες τις παραδόσεις της διακομματικής συναίνεσης, με «δικούς του ανθρώπους».
Το πρώτο πράγμα που έκανε η τραμπική πλειοψηφία των ανώτατων δικαστών ήταν να ανατρέψει την ιστορική απόφαση «Ρόου εναντίον Ουέιντ» του 1973 που κατοχύρωνε το δικαίωμα στην άμβλωση στις ΗΠΑ. Η ίδια πλειοψηφία αποφάσισε πέρσι ότι τα βαριά αδικήματα για τα οποία έχει κατηγορηθεί ο Τράμπ (και καταδικαστεί για κάποια από αυτά) δεν είναι εμπόδιο για να γίνει πρόεδρος. Και η ίδια πλειοψηφία εξέδωσε μια οδηγία φέτος που περιορίζει τη δυνατότητα των ομοσπονδιακών δικαστών να εμποδίζουν κυβερνητικές αποφάσεις που κρίνουν (και είναι κατά κανόνα κατάφωρα) παράνομες.
Τα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που αποφασίζουν να αντιταχθούν στον Τραμπ ξέρουν, εκ των προτέρων, ότι θα έχουν την τύχη της Λιζ Τσένι, της κόρης του Ντικ Τσένι, του αντιπροέδρου των ΗΠΑ της εποχής του Μπους και πρώην γερουσιαστίνας: δεν θα εκλεγούν ξανά ποτέ. Ή την τύχη του Έλον Μασκ, για να φέρουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα, του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου και θερμού υποστηρικτή του Τραμπ μέχρι πριν από λίγο, που συγκρούστηκε μαζί τους για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του «Μεγάλου Όμορφου Νομοσχεδίου» και τώρα βρίσκεται καθημερινά στο στόχαστρο των χλευαστικών του σχολίων.
Ζουρλομανδύας
Ο Μασκ ανακοίνωσε τώρα ότι ετοιμάζεται να φτιάξει ένα νέο κόμμα στις ΗΠΑ για να σπάσει «τον μονοκομματισμό». Αλλά αυτό που φοβάται ο Τραμπ δεν είναι την επίσημη, κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Αυτή, ξέρει, μπορεί πάντα να την φιμώνει. Όχι γιατί είναι πανίσχυρος αλλά γιατί η κρίση λειτουργεί σαν «ζουρλομανδύας» για την άρχουσα τάξη – κάθε αντιπολίτευση θεωρείται επικίνδυνη και επιζήμια για τα συμφέροντά της (και αυτό δεν είναι μόνο αμερικανικό φαινόμενο, ο αυταρχισμός ευδοκιμεί σχεδόν παντού σήμερα).
Αυτό που φοβάται ο Τραμπ είναι ο κόσμος. Τα χρηματιστήρια υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό το «Μεγάλο Όμορφο Νομοσχέδιο». Η πλειοψηφία του κόσμου, όμως, έχει αρνητική γνώμη για την διακυβέρνηση του Τραμπ. Σύμφωνα με τα τελευταία γκάλοπ μόνο το 36% θεωρεί καλό το νέο νομοσχέδιο (νόμο πλέον) ενώ το 50% το θεωρεί κακό.
Αυτό που φοβάται ο Τραμπ είναι το «φάντασμα του Λος Άντζελες», το φάντασμα της εξέγερσης. Ο πραγματικός στόχος της ICE δεν είναι να «εκκαθαρίσει» την Αμερική από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ταλαίπωρους, φτωχούς μετανάστες. Ο πραγματικός της στόχος είναι να τρομοκρατήσει τους ίδιους τους Αμερικάνους. Όπως γράφει και πάλι η Financial Times, ο Τραμπ:
«Έχει μετατρέψει την ICE στην καλύτερα χρηματοδοτούμενη υπηρεσία επιβολής του νόμου της Αμερικής ... Ο εσωτερικός εποπτικός μηχανισμός της πριν από λίγο καταργήθηκε. Τα κατώτερα δικαστήρια μπορούν να κάνουν ελάχιστα για να τη χαλιναγωγήσουν. Το Ανώτατο Δικαστήριο πέρυσι έδωσε στον Τραμπ προκαταβολικά πλήρη ασυλία από κάθε «επίσημη» πράξη που θα αποφασίσει ως πρόεδρος. Αυτό καθιστά την ICE τον de facto ιδιωτικό στρατό του Τραμπ…»
Ο Τραμπ θέλει τώρα να καταργήσει το 14ο Άρθρο του Συντάγματος που δίνει αυτόματα την αμερικανική εθνικότητα σε κάθε άτομο που γεννιέται στις ΗΠΑ. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο έχει προσφύγει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα του κάνει και αυτή τη «χάρη».
Ο κόσμος, όμως, όχι. «Μέχρι τώρα, η ιστορία ολόκληρης της κοινωνίας, είναι η ιστορία ταξικών αγώνων», γράφει η πρώτη, πρώτη φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι βρίσκονται σε έναν αδιάκοπο πόλεμο, άλλοτε κρυφό και άλλοτε φανερό που τελειώνει κάθε φορά είτε με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας είτε με την αμοιβαία καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων.
Στην εποχή μας, την εποχή των τεράτων σαν τον Τραμπ, τον Όρμπαν και τον Μητσοτάκη, ο πόλεμος αυτός έχει γίνει εξόφθαλμα φανερός. Πιο φανερός δεν γίνεται.